Πώς επηρεάζουν τις προσπάθειες της Αγκυρας για ανεξάρτητη αμυντική βιομηχανία και εξαγωγές όπλων τα μέτρα που έλαβαν οι ΗΠΑ. Το πλαίσιο στο οποίο καλείται να κινηθεί η κυβέρνηση Biden, η αύξηση του εθνικισμού και η πολιτική ήττα Ερντογάν.
Οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ θα παρακωλύσουν τη στρατηγική της Τουρκίας για ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, ωθώντας την Άγκυρα να συνεχίσει να διερευνά εναλλακτικούς δεσμούς ασφάλειας ενόσω θα κλιμακώνει τις διμερείς εντάσεις για την εισερχόμενη κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ Joe Biden.
Στις 14 Δεκεμβρίου, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν μια σειρά από κυρώσεις, στο πλαίσιο του Νόμου Περί Αντιμετώπισης Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA), που στοχεύουν στον αμυντικό τομέα, υλοποιώντας τις απειλές της Ουάσιγκτον για επιβολή ποινών στην σύμμαχο στο ΝΑΤΟ χώρα για την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400.
Οι κυρώσεις στοχεύουν στην Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Προεδρίας της Τουρκίας (SSB), περιλαμβανομένου του επικεφαλής της Ismail Demir και τριών άλλων ανώτατων στελεχών, και έρχονται την ώρα που το Κογκρέσο των ΗΠΑ ετοιμάζεται να δώσει εντολή για κυρώσεις στο πλαίσιο της CAATSA μέσω της ετήσιας Πράξης Εξουσιοδότησης Εθνικής Άμυνας (NDAA).
Η Ουάσινγκτον εξέδωσε επίσης απαγόρευση άδειας εξαγωγών στην SSB, που είναι ο βασικός τουρκικός πολιτικός θεσμός που φέρνει μαζί την τουρκική προεδρία, τις ένοπλες δυνάμεις και το υπουργείο Άμυνας την ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων σε ότι αφορά τις ξένες προμήθειες και την εγχώρια παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Παρά το ότι στοχεύουν σε μια σχετικά περιορισμένη πτυχή του τουρκικού αμυντικού τομέα, ωστόσο οι κυρώσεις θα περιπλέξουν την απόκτηση από την Άγκυρα αμερικανικών αμυντικών τεχνολογιών και υλικών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που χρησιμοποιεί η Τουρκία στη δική της εθνική αμυντική βιομηχανία. Οι κυρώσεις θα καταστήσουν τις αγορές από ξένους προμηθευτές πολύ πιο περίπλοκες, βάζοντας «τρικλοποδιά» στα φιλόδοξα σχέδια της Τουρκικής κυβέρνησης να χτίσει τη δική της, ντόπια αμυντική βιομηχανία και να επιτύχει την αυτάρκεια στην αμυντική παραγωγή μέχρι το 2023.
Σημειώνεται ότι ο αμυντικός κλάδος της Τουρκίας αντιπροσωπεύει μόλις το 1% της οικονομίας της και απασχολεί περίπου 30.000 εργαζόμενους, συγκριτικά με την αγορά εργασίας της χώρας που ανέρχεται σε 31 εκατ. άτομα. Η Τουρκία ισχυρίζεται πως ο αμυντικό της κλάδος είναι 70% ανεξάρτητος και έχει επιδιώξει επιθετικά να επεκτείνει τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού για να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή. Οι αμυντικές εξαγωγές ανέρχονταν σε 2,74 δισ. δολάρια το 2019, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα οι αμυντικές εξαγωγές της Άγκυρας ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα 2 δισ. δολάρια.
Οι κυρώσεις πιθανότατα θα οδηγήσουν σε αύξηση του εθνικισμού στην Τουρκία, κάτι που θα ενθαρρύνει την Άγκυρα να συνεχίσει να αυξάνει τη δική της αμυντική δυναμικότητα, καθώς και να διερευνά εναλλακτικούς αμυντικούς δεσμούς με άλλους μεγάλους εξαγωγείς όπλων, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Ο εγχώριος στρατιωτικός βιομηχανικός κλάδος της Τουρκίας είναι πολιτικά ευαίσθητος, δεδομένων των άμεσων δεσμών του με τον πρόεδρο Recep Tayyip Erdogan. Ως εκ τούτου, οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα αποτελέσουν και πολιτικό πλήγμα για τον Erdogan, -ιδιαίτερα καθώς οι επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 συνεχίζουν να πιέζουν τις οικονομικές επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Για τη συνέχεια Euro2Day