Πού αποσκοπούν οι υποσχέσεις Ερντογάν για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό και αποκατάσταση σχέσεων στο εξωτερικό. Το πλήγμα από την πανδημία και τα νέα δεδομένα από την εκλογή Μπάιντεν. Η στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα και το δίλημμα.
O παραδοσιακά προκλητικός ηγέτης της Τουρκίας δοκιμάζει μια πιο διαλλακτική προσέγγιση, καθώς οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Τα θερμά του λόγια, ωστόσο, θα παραμείνουν πιθανότατα απλά λόγια. Τους τελευταίους μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τη δικαιοσύνη στο εσωτερικό και στη διπλωματία με την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ στο εξωτερικό. Αλλά αυτή η αξιοσημείωτη αλλαγή τόνου έχει πιθανότατα στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και την αποφυγή επιβολής κυρώσεων μέχρι να επιστρέψει η τουρκική οικονομία σε ανοδική τροχιά, όταν και η Άγκυρα πιθανότατα θα ξαναβρεί τον γνώριμο προκλητικό εαυτό της.
Η στροφή
Στο τέλος του 2020, καθώς η οικονομία της Τουρκίας κλυδωνιζόταν από την πανδημία και οι κυρώσεις των ΗΠΑ για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 φαίνονταν αναπόφευκτες, ο Ερντογάν άρχισε να υπόσχεται ότι το 2021 θα είναι «χρονιά μεταρρυθμίσεων» για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στη χώρα και να προσελκύσει επενδύσεις. Στις 25 Δεκεμβρίου, ο Ερντογάν αναφέρθηκε δημόσια στη βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ, οι οποίες ήταν για χρόνια παγωμένες μετά τη δολοφονία Τούρκων ακτιβιστών στη Γάζα από ισραηλινές δυνάμεις το 2010.
Στις 26 Δεκεμβρίου, διακήρυξε ότι η Τουρκία θα εφαρμόσει «ριζοσπαστικές» μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και τη δικαιοσύνη για να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη από την πανδημία. Εν τω μεταξύ, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας άρχισε σταθερά να αυξάνει τα επιτόκια για να καταπολεμήσει τον διψήφιο πληθωρισμό.
Η Τουρκία άρχισε επίσης να προσφέρει κλάδο ελαίας στη Δύση, αποδεχόμενη να διεξάγει συζητήσεις με την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπαίντεν για τα σχέδια της Άγκυρας σχετικά με τους ρωσικούς S-400 που παρέλαβε το 2019. Εν τω μεταξύ, στην Ευρώπη, ο Ερντογάν έδωσε πράσινο φως για διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου για να ρίξει την ένταση γύρω από τα αμφισβητούμενα ύδατα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όλες αυτές οι κινήσεις υποδηλώνουν μια μετριοπαθή στροφή για το κυβερνών κόμμα AKP, το οποίο είχε υπό σφιχτό πολιτικό έλεγχο την οικονομία και τη δικαιοσύνη ως προπύργια εξουσίας, και έχει επίσης δείξει ότι δεν φοβάται να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και το Ισραήλ για εθνικά ζητήματα. Αλλά το κατά πόσον η Άγκυρα θα τηρήσει αυτές τις υποσχέσεις είναι διαφορετική ιστορία.
Θα τηρηθούν οι υποσχέσεις;
Από το 2002 που ανέβηκε στην εξουσία, το AKP ενστερνίστηκε μια μουσουλμανική-εθνικιστική ιδεολογία η οποία αναμειγνύει διδάγματα της σουνιτικής Μουσουλμανικής Αδελφότητας με τουρκικά εθνικιστικά ιδεώδη.
Από νωρίς, το AKP βασίστηκε περισσότερο στον σουνιτικό ισλαμικό πυλώνα από τον εθνικιστικό. Αλλά μετά τη σύγκρουση με το μουσουλμανικό κίνημα των γκιουλενιστών το 2013, το AKP άρχισε να υιοθετεί πιο εθνικιστική πολιτική και ρητορική. Η ιδεολογική αυτή βάση επέτρεψε στο AKP να προσελκύσει συντηρητικούς σουνίτες, Τούρκους και Κούρδους, πιο σκληροπυρηνικούς μουσουλμάνους και ακροδεξιούς κοσμικούς εθνικιστές και να σχηματίσει έναν νέο πολιτικό συνασπισμό.
Αν το ΑΚΡ δώσει υπερβολικά μεγάλη έμφαση στις μεταρρυθμιστικές διακηρύξεις μπορεί να θέσει σε κίνδυνο αυτή την ιδεολογική βάση, αρχής γενομένης από τη λεγόμενη «Συμμαχία του Λαού» με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP). Η συμμαχία αυτή με το υπερεθνικιστικό MHP είναι το μόνο που δίνει στο κόμμα του Ερντογάν τον έλεγχο του κοινοβουλίου μετά την απώλεια της πλειοψηφίας στις εκλογές του 2018. Αν το MHP εγκαταλείψει τη συμμαχία, θα χρειαστούν πιθανότατα νέες εκλογές για να ανακτήσει το AKP τον έλεγχο του κοινοβουλίου – και ακόμα και αυτό δεν θα είναι εγγυημένο, καθώς η αντιπολίτευση είναι ενωμένη απέναντι στο κυβερνών κόμμα.
Επιπλέον, η τήρηση των υποσχέσεων του όσον αφορά τη διπλωματία και τις μεταρρυθμίσεις θα συνιστούσε ριζική στροφή στην κοσμοθωρία του AKP και το μακροπρόθεσμο όραμά του για το μέλλον της Τουρκίας.
Η εγκατάλειψη του αντιαεροπορικού συστήματος S-400, για παράδειγμα, θα υποδήλωνε ότι η προσπάθεια της Τουρκίας για αμυντική ανεξαρτησία μπορεί να παρεμποδιστεί από τις ΗΠΑ, κάτι που ενδέχεται να ενθαρρύνει μελλοντικές ηγεσίες των ΗΠΑ να προσπαθήσουν να παρέμβουν πιο δραστικά στην άσκηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον.
Για τη συνέχεια Euro2Day