Οι περισσότερες είναι διατεθειµένες να το κάνουν, µε την προϋπόθεση ότι αυτό θα εµφανίζεται χαµηλό, πλασάροντας µάλιστα και την υπόσχεση περί µηδενικών εκποµπών ακόµα και πριν το πέρας της δεκαετίας.
Φυσικά αυτή η κινητικότητα δεν έρχεται να αφήσει ανέγγιχτους τους προµηθευτές πρώτων υλών, µε τους πρώτους στη σειρά που καλούνται να προσαρµοστούν σε αυτήν τη νέα πραγµατικότητα να είναι οι αγρότες.
Αυτό τουλάχιστον αναφέρεται σε σχετικό δηµοσίευµα των Financial Times, όπου εκπρόσωποι εταιρειών µεγαθήριων, όπως είναι η Nestle και η Heineken, παραδέχονται πως οι πρώτες κινήσεις που έκαναν ήταν να στραφούν σε start ups της βιοµηχανίας της θρέψης, αφού εκεί εντοπίζουν τα περισσότερα, αν όχι και τα ευκολότερα από άποψη κόστους, περιθώρια περιορισµού των εκποµπών.
Ουσιαστικά, η ίδια η βιοµηχανία τροφίµων έρχεται να αφοµοιώσει τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών και να πιέσει από τον ρόλο του µεγάλου αγοραστή για την εφαρµογή λίγο – πολύ όλων εκείνων που προβλέπει το κόκκινο πανί για τους περισσότερους Ευρωπαίους αγρότες, Farm to Fork.
Η καινούρια κατεύθυνση έρχεται να φέρει στην επιφάνεια και να εδραιώσει µοντέλα θρέψης νέας γενιάς. Εκείνα δηλαδή που επιδοτεί µε πριµ το «νέο πρασίνισµα». Βιοδιεγέρτες, λιπάσµατα βραδίας αποδέσµευσης, µε παρεµποδιστή/αναστολέα. Πρόκειται για ένα πρώτο «κούµπωµα» της υφιστάµενης ΚΑΠ µε την αγορά.
Το ενδιαφέρον της όλης υπόθεσης, έγκειται στις συνέργειες που έχουν αναπτυχθεί ανάµεσα στις πολυεθνικές των τροφίµων και εταιρειών λιπασµάτων. Η παραγωγή λιπασµάτων ευθύνεται για το µόλις 1,5% των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσµιο επίπεδο. Οι έρευνες όµως θέλουν το ποσοστό αυτό να δεκαπλασιάζεται µόλις το λίπασµα φτάσει στο έδαφος. Εκεί εστιάζει και η όλη προσπάθεια, βάζοντας στα χείλη των CEOs και των υπεύθυνων εφοδιασµού των πολυεθνικών λέξεις όπως «λιπάσµατα νέας γενιάς, παρεµπόδισµένα» κ.α.
Η Heineken, αναφέρουν οι FT, έγινε πρόσφατα βασικός αιµοδότης ενός fund που υποστηρίζει την εταιρεία λιπασµάτων FertigHy. Η εν λόγω start-up περιµένει την πρώτη της µονάδα παραγωγής λιπασµάτων να τίθεται σε λειτουργία το 2025, ενώ µέχρι το 2029 περιµένει να έχει στη διάθεσή της δυο εργοστάσια τα οποία θα παράγουν πάνω από 2 εκατ. τόνους λιπασµάτων νέας γενιάς. Στο ίδιο πλάνο εισέρχεται και η γαλλική InVivo, που συγχρηµατοδοτεί την προσπάθεια παραγωγής αµµωνίας από την ηλεκτρόλυση νερού, στηριζόµενη µάλιστα σε ανανεώσιµη ενέργεια.
Η ΚΑΠ και οι κρατικές επιδοτήσεις θα έρθουν στη συνέχεια να καλύψουν σε πρώτη φάση το κενό στις τιµές ανάµεσα στις σύγχρονες λύσεις θρέψης και τις παραδοσιακές, το οποίο υπολογίζεται περίπου στα 200 δολάρια ο τόνος. Φυσικά, όλοι ποντάρουν στο ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα παίξει και το δικό της ρόλο στην εναρµόνιση των τιµών, αφού µέχρι πολύ πρόσφατα, η ζήτηση για τέτοια προϊόντα ήταν ανύπαρκτη και άρα η προσφορά δεν έχει ακόµα προσαρµοστεί στα νέα δεδοµένα της αγοράς.
Κοινοποιήστε το:
Διαβάστε Επίσης