Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 29 Αυγούστου, πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία η τελετή παραδώσεως του πρώτου Επιθετικού Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφου (UCAV) βαρειάς κατηγορίας Akinci. Πέραν των δικαιολογημένων πανηγυρικών λόγων που ακούστηκαν, θα προβούμε σε ορισμένες επισημάνσεις για το νέο οπλικό σύστημα, ώστε να αποκτηθεί μια πρώτη εικόνα των δυνατοτήτων και περιορισμών του, σε συνάρτηση με τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σε μία συμβατική πολεμική αναμέτρηση υψηλής εντάσεως, που ενδιαφέρει την Ελλάδα.
Αν και οι σχετικές δηλώσεις δεν ήταν σαφείς, θεωρείται δεδομένο ότι επιχειρησιακός φορέας είναι η Τουρκική Αεροπορία. Δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως ο αριθμός των αεροσκαφών που πρόκειται να αποκτηθούν αλλά πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν η παράλληλη ανάπτυξη στην ίδια κατηγορία και του Aksungur της κρατικής Turkish Aerospace, καθώς η κυβερνητική πολιτική υποστηρίζει εξίσου την ανάπτυξη των ιδιωτικών και των κρατικών εταιρειών του χώρου. Επομένως, πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο εφοδιασμός της Τουρκικής Αεροπορίας τουλάχιστον με δύο Μοίρες UCAV της κατηγορίας.
Στο Akinci διαφημίζονται οι επιδόσεις μεγαλύτερης επιχειρησιακής οροφής όσο και μεταφορικής ικανότητος. Αν και στην πρώτη αναφέρεται επίδοση 40.000 ποδών (12.192 μέτρα), η επίτευξη αφορά μη οπλισμένο αεροσκάφος και πιθανώς χωρίς πλήρες καύσιμο. Στις 8 Ιουλίου πάντως, ανακοινώθηκε νέο εθνικό αεροπορικό ρεκόρ από το Akinci, που πέταξε στα 38.039 πόδια (11.594 μέτρα) ενώ τουρκικές πηγές αναφέρουν επιχειρησιακή οροφή, δηλαδή με οπλικό φορτίο, 30.183 πόδια (9.200 μέτρα).
Ελάχιστη δημοσιότητα δίδεται στις επιδόσεις ταχύτητος πτήσεως του Akinci. Τουρκικές πηγές αναφέρουν μέγιστη ταχύτητα 463 χ.α.ώ. (250 κόμβοι) και ταχύτητα πλεύσεως 278 χ.α.ώ. (150 κόμβοι). Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η κατάσταση, το Akinci είναι πιο αργό ακόμη και από το ελικόπτερο CH-47F Chinook που αναπτύσσει ταχύτητα πλεύσεως 296 χ.α.ώ. (160 κόμβοι)!
Οι επιδόσεις στηρίζονται στους δύο στροβιλοελικοφόρους κινητήρες ΑΙ-450C ισχύος 450 ίππων (340 kW) της ουκρανικής Inchenko-Progress αλλά απεικονίσεις το παρουσιάζουν με δύο κινητήρες ισχύος 750 ίππων. Αυτό σημαίνει ότι πιθανώς, μετά τα πρωτότυπα που εντάσσονται σε υπηρεσία, θα ακολουθήσει ανάπτυξη βελτιωμένης εκδόσεως ανωτέρων επιδόσεων. Νεώτερες αναφορές προσδιορίζουν ταχύτητα πλεύσεως 370 χ.α.ώ. (200 κόμβοι) που πιθανώς σχετίζεται με τους ισχυρότερους κινητήρες.
Εν πάση περιπτώσει, οι επιδόσεις επιχειρησιακής οροφής και ταχύτητος πλεύσεως της υφισταμένης αρχικής εκδόσεως, καθιστούν το Akinci λίαν τρωτό σε πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρος μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Ενδεικτικώς, το βλήμα του ΜΙΜ-23Β Improved HAWK δύναται να καταρρίψει στόχους που πετούν σε υψόμετρο 59.000 ποδών (18.000 μέτρα) αντίστοιχη επίδοση εκτιμάται ότι ισχύει για το RIM162 ESSM ενώ επαρκής είναι ακόμη και ο φάκελος βελτιωμένων βλημάτων συστημάτων βραχύτερου βεληνεκούς, όπως τα ρωσικά Osa AK, Tor M1 και Pantsir.
Για να επιβιώσει από τέτοιες απειλές, το Akinci θα στηρίζεται στην ικανότητα εξαπολύσεως των όπλων του από μεγάλες αποστάσεις ή στην καταστροφή των συστημάτων αεράμυνας από μαχητικά αεροσκάφη.
Από το ωφέλιμο φορτίο των 1.500 ή 1.350 κιλών, τα 400-450 κιλά αφορούν το μεταφερόμενο καύσιμο, οπότε το μεταφερόμενο φορτίο όπλων ανέρχεται σε 950 κιλά, για 9 σημεία αναρτήσεως. Σε σύρραξη υψηλής εντάσεως εναντίον ισοτίμου αντιπάλου, το Akinci δεν θα αξιοποιηθεί ως φορέας όπλων μικρής ισχύος όπως μέχρι σήμερα το Bayraktar TB2S αλλά αναμένεται να λάβει μέρος τόσο στον αεροπορικό αγώνα όσο και στην προσβολή στόχων επιφανείας ή εδάφους υψηλής αξίας με ισχυρότερα όμως όπλα.
Ο εφοδιασμός του μελλοντικώς με ραντάρ τεχνολογίας AESA και πιθανώς με ζεύξη δεδομένων Link 16, θα επιτρέπουν την δικτυοκεντρική δράση του Akinci. Η ικανότητα αποκαλύψεως στόχων χάρη στο ραντάρ και η διασύνδεση με ΑΣΕΠΕ, μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο του στην εναέρια μάχη με βλήματα αέρος – αέρος Gökdoğan και Bozdoğan, είτε με ανεξάρτητη δράση όπως σε αποστολές Εναερίου Περιπολίας (CAP), είτε ως μέρος πακέτου μαχητικών αεροσκαφών.
Σε αποστολές κρούσεως, τα αργοκίνητα Akinci μπορούν να εκτοξεύσουν από μεγάλες αποστάσεις πυραύλους πλεύσεως SOM βεληνεκούς της τάξεως των 250-300 χλμ. και προφανώς την υπό ανάπτυξη έκδοση SOM-J για προσβολή ναυτικών στόχων επιφανείας.
Είναι αυτονόητο ότι το Akinci δεν θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά συμπληρωματικό στο δυναμικό της Τουρκικής Αεροπορίας, επαυξάνοντας σε έναν βαθμό την ευελιξία επιχειρησιακού σχεδιασμού βάσει ιδιαιτέρων τακτικών που θα αναπτυχθούν, προσαρμοσμένες στο μειονέκτημα της χαμηλής του ταχύτητος. Το δεδομένο είναι ότι σε κατάλληλο χώρο και χρόνο, τα Akinci μπορούν να υποκαταστήσουν αριθμό μαχητικών αεροσκαφών (οικονομία δυνάμεων) τα οποία θα μπορούν να αφιερωθούν σε μεγαλύτερης σπουδαιότητος και βαθμού δυσκολίας αποστολές, ενεργώντας ως ουσιαστικός πολλαπλασιαστής ισχύος.
Ακόμη και αν το Θέατρο Επιχειρήσεων στην Θράκη ή το Αιγαίο κρίνεται ότι θα είναι σε μεγάλο βαθμό απαγορευτικό, το Θέατρο Επιχειρήσεων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο παρουσιάζεται πλέον ευνοϊκό για επίμονη παρουσία και δράση των Akinci. Εκεί, πετώντας σε περιοχές με πολύ πιο αραιή παρουσία ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών, τα αργοκίνητα UCAV μπορούν να υποστηρίξουν ναυτικές επιχειρήσεις και να συνδράμουν σε επιχειρήσεις αεροναυτικού αποκλεισμού του Συμπλέγματος Μεγίστης. Προφανής παράγοντας ανατροπής αυτού του ευνοϊκού περιβάλλοντος, θα είναι η παρουσία ελληνικών φρεγατών με ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών και βλήματα επιφανείας – αέρος μεγάλου βεληνεκούς.
Συνοψίζοντας, εν όψει της ματαιώσεως του προγράμματος εκσυγχρονισμού της Τουρκικής Αεροπορίας με 100 μαχητικά F-35A και της απώλειας της διαφαινόμενης ευκαιρίας επιτεύξεως σαφούς ποιοτικής υπεροχής έναντι της Πολεμικής Αεροπορίας, η Τουρκία αντέδρασε επιλέγοντας την εναλλακτική εγχώρια λύση της αναπτύξεως βαρέων Επιθετικών UCAV ώστε να ενισχυθεί εμμέσως το εναέριο δυναμικό και να δημιουργηθούν νέα δεδομένα σε τεχνικές και τακτικές, που θα αντισταθμίσουν την τεχνολογική υστέρηση και την αριθμητική στασιμότητα του στόλου μαχητικών αεροσκαφών. Ο στόχος επιτυγχάνεται χάρη στον μακρόπνοο σχεδιασμό της κρατικής πολιτικής αναπτύξεως εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που επέτρεψε την εμφάνιση του Akinci σε μια εποχή που έχουν αναπτυχθεί ή οδεύουν προς ολοκλήρωση, εγχώρια όπλα αέρος – αέρος και αέρος – εδάφους.
Όλα όσα πράττει η Τουρκία ως εναλλακτικές επιλογές, θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει και να έχουν δρομολογηθεί από την Ελλάδα, καθώς η επί 15ετία στάσιμη Πολεμική Αεροπορία επρόκειτο να βρεθεί σε τρομερή θέση υστερήσεως εάν εξελισσόταν κανονικώς το τουρκικό πρόγραμμα F-35. Δεν έγινε τίποτα, επειδή στην Ελλάδα, αφενός δεν υφίσταται πολιτική εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, η οποία έχει αφεθεί στην τύχη της, αφετέρου κυκλώματα εν ενεργεία και αποστρατεία διεφθαρμένων στρατιωτικών ποδηγέτησαν κατά το δοκούν τις εξοπλιστικές προτεραιότητες κι εκμεταλλευόμενοι την κρατική αδιαφορία, αποστέρησαν από τα Γενικά Επιτελεία κάθε πιθανότητα υποστηρίξεως από εγχώριες εκ των ενόντων εναλλακτικές λύσεις. Τοιουτοτρόπως, αντί να παρακολουθήσει η χώρα κάποιο πρόγραμμα αναπτύξεως προηγμένου μη επανδρωμένου μαχητικού, όταν “έφθασε ο κόμπος στο χτένι” ακολούθησε την πεπατημένη. Δρομολογήθηκαν αποσπασματικές ενέργειες εκσυγχρονισμού των F-16 και προμηθείας μίας Μοίρας Rafale, συνολικής δαπάνης 4,5-5 δισ. € χωρίς κανένα σοβαρό βιομηχανικό έργο ενώ σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας αφιερώθηκαν εκτάκτως “πενταροδεκάρες” για αναπτυξιακά προγράμματα UAV, με απροσδιόριστο όμως φάσμα επιχειρησιακών ικανοτήτων.
Μέχρι να ενταχθούν επιχειρησιακώς τα νέα αεροσκάφη και να αναπτυχθούν τα ελληνικά UAV, η Τουρκία θα εισέρχεται στην επομένη φάση του “ρομποτικού αεροπορικού ανταρτοπολέμου” που ετοιμάζει. Το Akinci δεν είναι παρά μόνο μια ενδιάμεση κατάσταση πριν τα υψηλών επιδόσεων αεριωθούμενα μη επανδρωμένα μαχητικά. Στην τελετή της 29ης Αυγούστου, ανακοινώθηκε σχεδιασμός για πτήση το 2023 του πρώτου αεριωθουμένου Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφους Μάχης (MIUS) ικανού για ανάληψη αποστολών στρατηγικής κρούσεως, Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (CAS), Καταστολής και Καταστροφής Εχθρικής Αεράμυνας (SEAD/DEAD), πυραυλικές επιθέσεις με βλήματα πλεύσεως κ.λπ. Το MIUS αποδόθηκε επιχειρησιακή οροφή 40.000 ποδών, μέγιστη ταχύτητα 800 χ.α.ώ. – παλαιότερα αναφερόταν 900 χ.α.ώ. το βάρος απογειώσεως θα ανέρχεται σε 5,5 τόννους, το ωφέλιμο φορτίο θα ορίζεται στον 1,5 τόννο ενώ η αυτονομία θα είναι της τάξεως των 5 ωρών πτήσεως.
Οι προδιαγραφές αυτές, κινούνται σε γενικές γραμμές στις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού nEUROn που όμως ήταν πρόγραμμα επιδείξεως τεχνολογίας και δεν προχώρησε στο στάδιο της βιομηχανοποιήσεως. Η Ελλάδα συμμετείχε επιτυχώς αλλά έκτοτε διακόπηκε η επαφή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας με τον χώρο. Έτσι, καθώς σήμερα η Τουρκική Αεροπορία ανοίγει το κεφάλαιο του “ρομποτικού αεροπορικού ανταρτοπολέμου” με το Akinci και ετοιμάζει ταχέως το επόμενο, η Πολεμική Αεροπορία προχωράει σε ραγδαίες διαδικασίες εκσυγχρονισμού εξαντλώντας τα οικονομικά περιθώρια, χωρίς όμως εξασφαλισμένη ακόμη την απαιτούμενη οροφή μαχητικών. Σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, οι επείγουσες και απρογραμμάτιστες κινήσεις στις προμήθειες, συνοδεύονται από ανυπαρξία στιβαρής ολοκληρωμένης πολιτικής ενεργού συμμετοχής της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στην πρωτοπορία της κοσμογονίας των ρομποτικών συστημάτων. Τα τελευταία, αν και θα εξακολουθήσουν να έχουν υποστηρικτικό ρόλο, υπόσχονται να διαμορφώσουν λίαν συντόμως μία νέα πραγματικότητα στον αεροπορικό πόλεμο και να καταστούν “game changer”.
Η αεροπορική ισορροπία στο Αιγαίο διασώθηκε από την ματαίωση της προμήθειας F-35, η οποία όμως μπορεί να ανατραπεί. Προς το παρόν, η Πολεμική Αεροπορία ενισχύεται συμβατικά αλλά δεν υπάρχει η προετοιμασία για το μέλλον που φέρνουν τα ρομποτικά αεριωθούμενα αεροπορικά συστήματα μάχης. Ένα πεδίο στο οποίο πρέπει να εισέλθει η Πολεμική Αεροπορία αλλά με σοβαρή συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας.
ΠΗΓΗ: Doureios.com