Πολὺ συχνὰ διαπιστώνεις ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ὀνομάζονται χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὶς πιὸ κοινὲς καὶ ἁπλὲς προσευχές.
Εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν προσεύχονται. Στὴν οἰκογένεια δὲν διδάσκεται καὶ δὲν ἀσκεῖται ἡ προσευχή. Καὶ στὸ σχολεῖο, μολονότι γίνεται μιὰ σχετικὴ διδασκαλία, δὲν ἐπισημαίνεται ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς, δὲν καλλιεργεῖται καὶ δὲν ἐμπνέεται ἡ ἱερὴ αὐτὴ πνευματικὴ ἐργασία, ποὺ ἀποτελεῖ συνομιλία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεό.
Ἡ στεγνὴ ἀποστήθιση καὶ ἀπαγγελία ὁρισμένων προσευχῶν δὲν ἔχει νόημα, καθὼς κάθε σχέση τῶν μαθητῶν μ’ αὐτὲς σταματᾶ μαζὶ μὲ τὴν παύση τῶν μαθημάτων γιὰ τὶς καλοκαιρινὲς διακοπές. Οἱ γονεῖς δὲν νοιάζονται πιὰ καθόλου ἂν τὰ παιδιά τους προσεύχονται ἢ ὄχι…
Οἱ χριστιανοί μας ἀγνοοῦν, ἐπίσης, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, ἀκόμα καὶ τὸν βίο τοῦ ἁγίου τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα φέρουν. Ἔτσι, φυσικά, δὲν ἔχουν ἀναπτύξει καμιὰ πνευματικὴ σχέση οὔτε μὲ τὸν προστάτη τους ἅγιο.
Ἡ σημερινὴ γενιά, ὅπως εἶναι φανερό, ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὰ πρότυπα τῆς ἐνάρετης, τῆς ἀληθινὰ χριστιανικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία αὐτὰ διδάσκουν μὲ τὸ σιωπηλὸ παράδειγμά τους…
Μὲ τὰ συναξάρια καὶ τὰ λόγια τῶν ἁγίων διαπαιδαγωγοῦνταν οἱ πρόγονοί μας. Τὰ μάθαιναν ὄχι ἀπὸ βιβλία ἀλλὰ ἀπὸ τὶς διηγήσεις ἄλλων.
Οἱ διηγήσεις γιὰ τοὺς ἁγίους, ποὺ διαδίδονταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, ἦταν πολὺ δημοφιλεῖς. Ὅλοι τὶς ἄκουγαν ἄπληστα καὶ τὶς ἔκλειναν στὰ βάθη τῶν ψυχῶν τους.
Ἔτσι, συνήθιζαν ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία νὰ σκέπτονται ὅπως οἱ ἅγιοι καὶ νὰ ζοῦν ὅπως οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν πάντοτε νοερὰ παρόντες ἀνάμεσά τους…
Μὲ πολὺ πόνο βλέπουμε ὅτι τώρα οἱ ἄνθρωποι δὲν διδάσκονται τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ δὲν παραδειγματίζονται ἀπὸ τὴν πολιτεία τους, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο ζῆλο, τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει κάθε φωτεινὸ παράδειγμα ἀληθινῆς ἀρετῆς.
Τὴν πίστη μας δὲν τὴ γνωρίζουν. Τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν τηροῦν μὲ ἐπίγνωση. Τὰ πρότυπα τῆς εὐσέβειας δὲν τὰ μιμοῦνται.
Ἐλάχιστοι χριστιανοὶ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποκριθοῦν μὲ γνώση, σαφήνεια καὶ ὀρθότητα σὲ ἐρωτήματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Κι αὐτό, μολονότι σήμερα σχεδὸν ὅλοι ξέρουν γράμματα καὶ σχεδὸν ὅλοι μποροῦν ν’ ἀγοράσουν χριστιανικὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα προσφέρονται σὲ προσιτὲς τιμές.
Αὐθόρμητα, λοιπόν, ἀναρωτιέται κανείς: Μά, ἐπιτέλους, τί τὸ χριστιανικὸ ἔχει ἀπομείνει σ’ αὐτοὺς τοὺς χριστιανούς; Οἱ περισσότεροι, βλέπετε, ἔχουν ἐγκαταλείψει ἀκόμα καὶ τὶς ἐξωτερικὲς εὐλογημένες συνήθειες τῶν παλαιοτέρων χριστιανῶν.
Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, εἴτε δὲν κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ εἴτε τὸ κάνουν ἐσφαλμένα, κουνώντας ἀκανόνιστα καὶ βιαστικὰ τὸ χέρι πάνω στὸ στῆθος. Ἐπίσης, δὲν φιλοῦν πιὰ τὰ χέρια τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν ἱερέων, γιὰ νὰ λάβουν μέσῳ αὐτῶν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Δὲν γνωρίζουν, ἑπομένως, τὴ σημασία καὶ τὴ δύναμη τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, μὲ τὸ ὁποῖο, σὰν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, διώχνουμε τοὺς δαίμονες μακριά μας.
Δὲν γνωρίζουν τὴ σημασία καὶ τὴ δύναμη οὔτε τῆς ἱερατικῆς εὐλογίας, μὲ τὴν ὁποία μεταβιβάζεται ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὓστερ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά, πῶς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, γιὰ τὴ θεία χάρη, γιὰ τὰ σωτήρια μυστήρια τῆς πίστεώς μας;
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Πέρμ,
Εκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου.