Η τρέχουσα αντιμετώπιση των τουρκικών ερευνών εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας σηματοδοτεί μια σιωπηρή μετατόπιση της ελληνικής «κόκκινης γραμμής». Συνάμα αναδεικνύει τα στρατηγικά διλήμματα που αντιμετωπίζει η ελληνική διπλωματία
Παναγιώτης Σωτήρης
Για αρκετές δεκαετίες η ελληνική «κόκκινη γραμμή» ως προς τις τουρκικές αμφισβητήσεις σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούσαν τα κυριαρχικά δικαιώματα ως προς την υφαλοκρηπίδα και δυνητικά την ΑΟΖ ήταν η πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών από τουρκικό ερευνητικό σκάφος σε ύδατα που εμείς θεωρούμε ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως την ορίζει το «γράμμα» του διεθνούς δικαίου (200 νμ ή μέση γραμμή και αυτοτελής υφαλοκρηπίδα των νησιών).
Η θέση αυτή τροφοδότησε την ελληνική αντίδραση για μια μακρά περίοδο, από την έξοδο του «Χόρα» το 1976 και την ελληνοτουρκική κρίση του 1987 έως ακόμη και το καλοκαίρι του 2020 και την αντίδραση στις προηγούμενες έρευνες του Oruc Reis.
Όμως, αυτή τη φορά είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει μια άλλη γραμμή και έχει στην πράξη μετατοπίσει την «κόκκινη γραμμή» ως προς τις τουρκικές έρευνες στην πραγματοποίηση ερευνών εντός ουσιαστικά των χωρικών υδάτων της χώρας, δηλαδή εντός περιοχής καθαρής κυριαρχίας. Αυτό αποτυπώνεται στο ότι υπάρχει σταθερή επιτήρηση των τουρκικών σκαφών αλλά όχι κάποια προσπάθεια μεγαλύτερης παρεμπόδισης ακόμη και όταν η διαδρομή φτάνει μέχρι τα 6,1 νμ απόσταση από τις ακτές του Καστελόριζου.
Και δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο χαμός που έγινε χθες στη Βουλή σχετικά με μια αναφορά περί εθνικισμού της συζήτησης για τα 12 μίλια από τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη.
Ποιοι λόγοι οδήγησαν στη μετατόπιση ως προς την «κόκκινη γραμμή» για τις τουρκικές έρευνες
Διάφοροι λόγοι δείχνουν να συντελούν σε αυτή τη μετατόπιση.
Καταρχάς, το ίδιο το συγκεκριμένο τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Εδώ και χρόνια έχει διατυπωθεί η άποψη ότι εάν κανείς κοιτάξει τη νομολογία διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων όπως το Δικαστήριο της Χάγης θα διαπιστώσει ότι δύσκολα θα μπορούσε να ισχύσει εδώ το «γράμμα» της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή πλήρης επήρεια του συμπλέγματος του Καστελόριζου και ότι θα αναγνωριζόταν στην Τουρκία σημαντικό μέρος της έκτασης που συνήθως εντάσσουμε στη δυνητική έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά αισθάνεται μια δυσκολία πιο επιθετικής αντιμετώπισης των τουρκικών ερευνών σε περιοχές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «διαφιλονικούμενες».
Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να αποφύγει την εικόνα μιας διένεξης που αναζητά επιδιαιτητή. Σε αυτό το πλαίσιο έχει σημασία να δίνεται διαρκώς η εικόνα ότι η χώρα η οποία κινείται μονομερώς, που αρνείται έμπρακτα τις σαφείς διεθνείς τοποθετήσεις υπέρ ενός «μορατόριουμ» στις έρευνες για να υπάρξει διάλογος, και που στην πράξη δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, είναι η Τουρκία.
Ο φόβος για ένα «θεσμό επεισόδιο» με απρόβλεπτες προεκτάσεις
Το τρίτο κρίσιμο στοιχείο είναι φυσικά ο φόβος για το «θερμό επεισόδιο» και δη εντός μιας περιοχής που για τη διεθνή κοινότητα δεν αποτελεί πεδίο άσκησης ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος, αλλά απλώς μια «διαφιλονικούμενη έκταση». Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε περίπτωση δυναμικότερης παρεμπόδισης ή παρενόχλησης των τουρκικών ερευνών, με δεδομένη τη συνοδεία του τουρκικού ερευνητικού σκάφους από πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη, η δυναμική της οποίας δεν είναι δεδομένη.
Εδώ υπάρχουν δύο βασικοί φόβοι: ο ένας είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πώς θα προσλάμβανε μια ένοπλη σύγκρουση η ελληνική κοινωνία και η τουρκική. Η Τουρκία είναι μια χώρα που αυτή τη στιγμή έχει ένοπλες δυνάμεις της εκτός συνόρων, με μεγάλο όγκο δυνάμεων στη Συρία, ενώ διεξάγει ένοπλες επιχειρήσεις κατά του PKK εντός και εκτός συνόρων. Η τουρκική κοινωνία και επηρεάζεται περισσότερο από ένα εθνικιστικό κλίμα και είναι πιο εξοικειωμένη με ενδεχόμενες απώλειες στρατιωτικού προσωπικού. Αντίθετα, δεν είναι καθόλου δεδομένο ποια θα ήταν η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο άλλος φόβος είναι ότι τυχόν «θερμό επεισόδιο», ανεξαρτήτως του ποιος θα έχει την ευθύνη για την πρόκλησή του, θα διαμορφώσει μια διεθνή πίεση για έναν γρήγορο συμβιβασμό που μπορεί να σήμαινε πολύ μεγαλύτερες υποχωρήσεις από αυτές που θα αναλογούσαν όντως σε μια διαπραγμάτευση.
Η εκτίμηση του πραγματικού συσχετισμού δύναμης
Σε όλα αυτά προστίθενται και άλλες εκτιμήσεις. Η Τουρκία αυτή είναι σε μια τροχιά διαρκών «προβολών ισχύος» και με μια στρατηγική που περιλαμβάνει ως οργανικό τμήμα της τη διαρκή εμπλοκή της Τουρκίας σε αλλεπάλληλες κρίσεις ως τα πεδία όπου διαρκώς θα επιβεβαιώνεται ότι έχει κατακτήσει το επίπεδο μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης. Κατά συνέπεια υπάρχει η εκτίμηση ότι δεν είναι εύκολο για την Ελλάδα να ακολουθήσει την Τουρκία σε ένα τέτοιου επιπέδου ανταγωνισμό, αλλά είναι προτιμότερο η Ελλάδα να επενδύσει πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση ενός διπλωματικού μετώπου στήριξης των ελληνικών θέσεων, συνομιλώντας με τους ισχυρούς «παίκτες» στη διεθνή σκακιέρα αλλά και οικοδομώντας τοπικές συμμαχίες στην περιοχής. Αυτό αποτυπώνεται στην προσπάθεια εξασφάλισης ευρωπαϊκής και αμερικανικής υποστήριξης, στην απόπειρα αναθέρμανσης των ελληνορωσικών σχέσεων με την επίσκεψη Λαβρόφ αλλά και στην αναβάθμιση των σχέσεων με Ισραήλ και Αίγυπτο. Σε αυτή την κίνηση λανθάνει και η εκτίμηση ότι αργά ή γρήγορα ο τρόπος που κινείται η Τουρκία και ο τρόπος με τον οποίο αναμειγνύεται σε ανοιχτές συγκρούσεις, πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τελικά θα τη φέρει σε αντιπαράθεση με τμήμα της διεθνούς κοινότητας ή ακόμη και απομόνωση.
Και βέβαια σε όλα αυτά ελλοχεύουν και εκτιμήσεις που αφορούν τον πραγματικό στρατιωτικό συσχετισμό ανάμεσα στις δύο χώρες, με δεδομένη την αυξημένη επένδυση που έχει κάνει η Τουρκία, την ώρα που η Ελλάδα τώρα ξεκινά ένα πρόγραμμα εκ νέου ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, ύστερα από μια μακρά περίοδο δημοσιονομικών περιορισμών. Αυτό έχει και μια συνολικότερη διάσταση. Η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη αυτή τη στιγμή και με μια ανοιχτή υγειονομική επείγουσα κατάσταση, όπως και όλος ο πλανήτης, αλλά και με μια οικονομική κρίση που ήρθε σε συνέχεια μιας δεκαετίας πολύ μεγάλου οικονομικού αλλά και κοινωνικού κόστος, θα πρέπει να σταθμίσει εάν θα αντιμετωπίσει και το κόστος μιας «θερμής» εμπλοκής με την Τουρκία στο βραχύ χρόνο.
Η απόπειρα χάραξης στρατηγικής και η αμηχανία
Από την άλλη, δεν μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε και τη σχετική αμηχανία που αποτυπώνεται σε αυτή τη σιωπηρή μετατόπιση της «κόκκινης γραμμής». Αυτή αφορά πρώτα από όλα την ανησυχία εάν η τρέχουσα αντιμετώπιση από την ελληνική πλευρά θα τροφοδοτήσει την τουρκική επιθετικότητα και θα δούμε μεγαλύτερης κλίμακας αμφισβητήσεις των δυνητικών ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, εάν αναλογιστούμε ότι στην κηρυγμένη ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατία η Τουρκία έχει στείλει πλοία-γεωτρύπανα για έρευνες για φυσικό αέριο.
Η δεύτερη πηγή αμηχανίας αφορά τα όρια των ελληνικών συμμαχιών. Μέχρι τώρα η Τουρκία φαίνεται να θεωρεί ότι μπορεί να δοκιμάζει να αλλάζει τους «κανόνες του παιχνιδιού». Μπορεί να υποχώρησε τακτικά ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για να αποφύγει αναφορά σε κυρώσεις στην απόφαση, όμως αμέσως μετά στέλνοντας ξανά το Oruc Reis ουσιαστικά αντιμετώπισε με απαξία ιδίως τη γερμανική προσπάθεια για να υπάρξει μια διαδικασία αποκλιμάκωσης της έντασης και διαλόγου. Όμως, αυτό δεν οδήγησε σε μια κλιμάκωση των ευρωπαϊκών (και ιδιαίτερα των γερμανικών) αντιδράσεων παρά τις συγκεκριμένες προτάσεις που έκανε η ελληνική πλευρά τόσο για αναστολή της τελωνειακής σύνδεσης όσο και για εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων προς την Τουρκία. Ούτε εν μέσω μιας προεκλογική εκστρατείας σε κορύφωση είναι πιθανό οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε πιο έντονες παρεμβάσεις.
Και η τρίτη αμηχανία το αφορά το εάν η Τουρκία απλώς κάνει «προβολές ισχύος», με βάση της δική της αντίληψη για το πώς διαμορφώνεται συσχετισμός πριν από μια διαπραγμάτευση, ή εάν η λογική των «τετελεσμένων» αντιστοιχεί σε μια αντίληψη ότι η Τουρκία θα αποπειράται να κατοχυρώσει στην πράξη αυτά που υποτίθεται ότι διαπραγματεύεται στο διάλογο, αντίληψη στην οποία πολύ δύσκολα μπορεί να συναινέσει η ελληνική πλευρά.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει εισέλθει στη δύσκολη φάση της αναζήτησης της λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ψυχραιμία από την μία και από την άλλη την έκφραση εκείνης της αποφασιστικότητας που θα βάζει φραγμό στην όποια απόπειρα για «τετελεσμένα» που θα παγιώνουν αρνητικό συσχετισμό.
in.gr