Η (τελευταία;) θητεία αναμένεται να αφιερωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας «Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Γιατί η συγκυρία τον βοηθά, πώς επηρεάζονται Κύπρος και Ελλάδα. Ο ρόλος της Συρίας. Ο κίνδυνος του λάθους.
Πέντε χρόνια είναι πολύς χρόνος για έναν πολιτικό ηγέτη. Αλλά για ένα έθνος-κράτος όπως η Τουρκία, όπου η πρόοδος μετριέται με όρους δεκαετιών, είναι μόλις μία στιγμή. Μετά την επανεκλογή του στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναμετράται με τον στόχο να καταστήσει την επόμενη (και πιθανώς τελευταία) θητεία του —η οποία λήγει το 2028— ένα καθοριστικό κεφάλαιο στην εν εξελίξει μετατροπή της Τουρκίας σε μια ανεξάρτητη μεγάλη δύναμη.
Τα επόμενα πέντε χρόνια είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα προχωρήσει κατά καιρούς σε στρατιωτικές επεμβάσεις, όπως ακριβώς έκανε από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2002. Αν ενδιαφέρεται να αφήσει κληρονομιά διαρκείας, δεν αποκλείεται να μπει στον πειρασμό να ακολουθήσει βήματα χωρών όπως το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία, οι οποίες έχουν κατηγορηθεί -λιγότερο ή περισσότερο- ότι επέκτειναν δια της βίας την επιρροή και την ισχύ τους, παραβιάζοντας το μεταπολεμικό αξίωμα της εδαφικής ακεραιότητας και μη αλλαγής συνόρων.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επεκτατισμού. Αλλά οι ενέργειες του Ισραήλ και της Ινδίας στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Κασμίρ αντίστοιχα προσφέρουν μια ιδέα για την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να δράσει η Τουρκία. Ο Ερντογάν θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προβεί σε επιθετικές ενέργειες στη θάλασσα για να επεκτείνει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, να εγκαταστήσει δημοκρατίες μαριονέτες στη μεθόριο με τη Συρία ή ακόμη και να προσπαθήσει μια μονομερή προσάρτηση στην Κύπρο. Όμως, όλες αυτές οι ενέργειες θα απαιτούσαν προσεκτικό χρονοδιάγραμμα, ώστε να μη γυρίσουν μπούμερανγκ υπονομεύοντας τη φιλοδοξία του Ερντογάν να τον θυμούνται ως τον πρόεδρο που οδήγησε την Τουρκία στην πορεία να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη.
Η οπτική Ερντογάν για τη μεγάλη Τουρκία
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ερντογάν, το 2002, η Τουρκία ζούσε ακόμα στη σκιά των εταίρων της στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Όμως ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) άρχισαν γρήγορα να διεκδικούν την ανεξαρτησία της χώρας από τη συμμαχία.
Σε μια πρώτη κίνηση το 2003, το τουρκικό κοινοβούλιο μπλόκαρε την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ από αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία. Η κίνηση γέννησε δυσπιστία μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας — και η μνησικακία εδραιώθηκε με τα χρόνια, καθώς η Τουρκία άρχισε να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της δύναμη και το πολιτικό της κεφάλαιο για να αναδιαμορφώσει τη διεθνή φήμη της, από κοσμικό κράτος με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ σε πρωτοϊσλαμιστικό, πρόθυμο να επέμβει σε συγκρούσεις κοντά ή και πιο μακριά, ανεξάρτητα από τη διεθνή κυρίαρχη γνώμη. Η Τουρκία δεν εγκατέλειψε το ΝΑΤΟ, ούτε το ΝΑΤΟ εγκατέλειψε την Τουρκία. Αλλά ο Ερντογάν είχε αποφασίσει πως η Τουρκία πρέπει να κοιτάξει τα δικά της συμφέροντα, μερικές φορές επιθετικά, κάτι που δεν έκανε το ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία όταν σήμαινε η αρχή του τέλους για το μεταψυχροπολεμικό μονοπολικό momentum της αμερικανικής κυριαρχίας. Ακόμη και τότε, ο Ερντογάν δεν έβλεπε τον κόσμο με όρους «τέλους της ιστορίας», κατά Φράνσις Φουκουγιάμα, και επικράτησης του φιλελεύθερου δημοκρατικού καπιταλισμού, αλλά ως εφαλτήριο για ιστορικές δυνάμεις και ιδεολογίες προκειμένου προοπτικά να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα καταστολής από τους παγκόσμιους πολέμους και τις ιδεολογικές διαμάχες του 20ού αιώνα. Η Τουρκία θα έμοιαζε γεωπολιτικά περισσότερο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία: μια μεγάλη δύναμη που, αν χρειαζόταν, θα επιδίωκε μονομερώς και επιθετικά το εθνικό συμφέρον της.
Δεν φαίνεται ότι η επόμενη θητεία Ερντογάν θα αλλάξει αυτή την προσέγγιση. Η Τουρκία δεν θέλει να είναι μέρος της Ανατολής ή της Δύσης, ή αναγκαστικά μέρος του ισλαμικού κόσμου (εκτός αν είναι ηγέτιδα δύναμη). Θέλει να είναι η Turkiye, βάσει της επίσημης αλλαγής ονομασίας του 2021. Όπως το βλέπει ο Ερντογάν, η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη από μόνη της, με ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή, το Ισλάμ, τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, την Κεντρική Ασία, ακόμη και μέχρι την Αφρική. Και πιστεύει ότι τα επόμενα χρόνια θα καθορίζει τις πολιτικές του όλο και περισσότερο με στάτους μεγάλης δύναμης, ακόμη και οδηγώντας σε προσαρτήσεις εδαφών.
Ο Ερντογάν στην εποχή των προσαρτήσεων
Ιστορικά, πρωταρχικό χαρακτηριστικό των μεγάλων δυνάμεων είναι ο εδαφικός επεκτατισμός. Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα, ούτε χτίστηκε με ειρηνικές εκλογές. Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επεκτατισμός έγινε ταμπού (σε μεγάλο βαθμό αντικαταστάθηκε με ιδεολογικό επεκτατισμό, μέσω θεσμών όπως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Οι υπερδυνάμεις ανησυχούσαν ότι κράτη που θα προσπαθούσαν να κατακτήσουν το ένα το άλλο θα μπορούσαν να οδηγήσουν σ’ έναν καταστροφικό Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά σήμερα αυτό το ταμπού έχει αποδυναμωθεί. Το Ισραήλ, η Ινδία και η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχουν προσαρτήσει εδάφη, επίσημα ή ανεπίσημα, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας ή αποτυχίας, χωρίς να πυροδοτηθεί πυρηνικό ολοκαύτωμα ή διηπειρωτικές εχθροπραξίες. Και το έκαναν για να αναδιαμορφώσουν τα κοντινά τους εξωτερικά περιβάλλοντα και να εκπληρώσουν ιδεολογικές επιταγές. Για παράδειγμα, ο στρατηγικός φόβος της Ρωσίας για στρατιωτική περικύκλωσή της από τη Δύση επικαλύπτεται με τη ρωσοκεντρική κοσμοθεωρία που αρνείται την ουκρανική εθνικότητα.
για τη συνέχεια Euro2Day