από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου εξ Οικονόμων
Μετά τον απαγχονισμό του Μεγάλου Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και το χλευασμό του ιερού του λειψάνου από τα πλήθη των Οθωμανών και των Εβραίων της Κων/λεως αυτό ρίχθηκε στη θάλασσα. Εκεί παρέμεινε έξι ημέρες. Το ανέσυρε από τα κύματα ελληνικό πλοίο με ρωσική σημαία του Κεφαλωνίτη Ιωάννη Σκλαβου ο οποίος το μετέφερε στην Οδησσό. Εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και με τιμές αρχηγού κράτους έγινε μεγαλοπρεπής ταφή στις 17 Ιουλίου 1821 από τον Μητροπολιτικό Ναό της Μεταμοφώσεως. Παραθέτουμε απόσπασμα από τον εντυπωσιακό Επιτάφιο Λόγο που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων.
«Έμελλες λοιπόν Παναγιώτατε και Οικουμενικέ Πατριάρχα Γρηγόριε, αφ’ ον μ’ έδωκας πολλών λόγων υποθέσεις και αφορμάς, έμελλες τελευταίον να κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν και εις τον επιτάφιον λόγον σου, άλλοτε ενδεδυμένος επί του Πατριαρχικού σου Θρόνου όλην την λαμπρότητα της αξίας σου, με εγκαρδίωνες να ευαγγελίζωμαι της θείας δικαιοσύνης τους λόγους εις την Μεγάλην σου Εκκλησίαν, αλλά τώρα, ξένος εις ξένην γην προκείμενος νεκρός γίνεσαι συ αυτός υπόθεσις λυπηράς ακροάσεως εις τους συνελθόντας…
Συμβαίνει ποτέ πολιτική διχόνοια μεταξύ των της Σμύρνης χριστιανών. Εις μάτην ο αρχιερεύς εσπούδασε να τους ειρηνεύση. Παρεσύρθη ο Γρηγόριος εις το έτερον των αντιμαχομένων μερών και κατά δυστυχίαν το αδικώτερον. Αλλ’ ευθύς γνωρίζει το παράπτωμα. Όθεν κατ’ αυτήν αυτού την Ιεράν Μητρόπολιν ημέραν εορτάσιμον, συνηγμένου πολυαρίθμου λαού, πρώτον μεν δημηγορεί περί ειρήνης και ομονοίας και έπειτα καταβάς από του θρόνου, φορών την αρχιερατικήν του στολήν, το σχήμα ταπεινός, την καρδίαν συντετριμμένος, πλήρης δακρύων τους οφθαλμούς, ομολογει το αμάρτημα και προσπίπτει και ζητεί συγχώρησιν. Τούτο το υψηλον της ταπεινοφροσύνης αυτού κίνημα συνεκίνησε τας καρδίας των διαφερομένων…
Ποσάκις ο αοίδημος κατεπάλεσεν ανδρείως ή φρονίμως ωκονόμησε προσταγάς τυραννικάς, αίτινες απέβλεπον εις καταφρόνησιν της Εκκλησίας του Χριστού. Πόσους ιδρώτας έχυσεν ίνα διατηρήση τα προνόμια της Ορθοδοξίας, διά των οποίων και εις την κοσμικήν αυτής δουλείαν περιεχαράκωσεν αυτήν η πρόνοια του Υψίστου. Ανήγειρεν εκ βάθρων το Πατριαρχείον συνέστησεν εν αυτώ Τυπογραφείον πρός ευκολωτέραν των της παιδείας φώτων μετάδοσιν. Εξέδωκε θεσπίσματα και Τόμους Συνοδικούς αφορώντας εις του κλήρου την κοσμιότητα…
Δις εξεβλήθη της πατριαρχείας ο μακάριος, ως άλλος Χρυσόστομος υπό της εξουσίας του σκότους. Δις απήλθεν εις το του Άθωνος Όρος, ουχ ίνα ησυχάση αργός, αλλ’ ίνα μεταλλάξη τους πολυπόνους αγώνας. Εκεί εγίνετο τύπος και υπογραμμός της μοναδικής πολιτείας. Εκεί συνέγραψε τα εκδοθέντα και άλλα ανέκδοτα ψυχωφελή συγγράμματα. Εκεί ομοιούμενος πελεκάνι ερημικώ επανήρχετο πάλιν εις την Πατριαρχικήν αυτού καθέδραν, επίσης ποθεινός και γλυκύς, καθώς μετά την συννεφίαν ο ήλιος. Αλλά τελευταίον, επί της τρίτης αυτού πατριαρχείας, εις την οποίαν ήλθε, καθώς φαίνεται, μόνον και μόνον ίνα αποθάνη υπέρ Χριστού, έδειξε μάλλον εκπεφρασμένως και το τρίτον όνομα, το υπέρ παν όνομα, του υπερανθρώπου Ιησού, το οποίον έμελλε να λαμπυνθή και δια του μαρτυρικού αυτού αίματος…
Από της ανεξερευνήτου των θείων κριμάτων αβύσσου εξερράγη και ο παρών πολιτικός της Ελλάδος κλονισμός επί της τρίτης πατριαρχείας του Γρηγορίου. Ήχησε της Επαναστάσεως σάλπιγξ και ευθύς μάχη και τρόμος και φρίκη διασκορπίσθη παντού. Παντού όπλα, παντού φόνοι, παντού αθώων αίματα βάπτουσι και μεθύουσι της βασιλευούσης το έδαφος. Ο γηραιός Πατριάρχης, όσον ηδύνατο και όσον ηκούετο, έτρεχεν ίνα οικονομήση τας ανοικονομήτους και φοβεράς περιστάσεις του Έθνους και εν τούτω τον ηκολούθει κατόπιν βηματίζουσα βήματα μεγάλα η δόξα του μαρτυρίου. Ήλθεν η Μεγάλη Εβδομάς, ο γενναίος Γρηγόριος μεταξύ μυρίων βαρβαρικών όπλων και κραυγών και σφαγών, ετέλεσεν ευλαβώς την ακολουθίαν των κοσμοσωτηρίων Παθών, δακρύων συγχρόνως και των θλιβομένων ομοφύλων τα πάθη…Εκτελέσας τους ιερούς της Αναστάσεως ύμνους, ελειτούργησε την εσχάτην επί γης ιερουργίαν και έφαγε το τελευταίον Πάσχα το μυστικόν…
… Ιδού της ασεβείας οι υπηρέται, τον αρπάζουσι βιαίως και καταβιβάζουσιν εις σκοτεινήν φυλακήν. Δι’ όλης της τριημέρου Αναστάσεως εκρέμματο επί ξύλου ο παναγιώτατος και μετέπειτα παραδίδοται εις τους Εβραίους…Οχούμενος εις της θαλάσσης τα νώτα και υπηρετούσης υπό γαληνίων κυμάτων ο τρισόλβιος νεκρός αντιπλέει πρός τα ρεύματα… Ο ευλαβής Σκλάβος βλέπει τον Πατριάρχην, τον μετακομίζει, τον εμπιστεύει εις τούτο το άσυλον της ευσεβείας νεκρόν άφθορον δι’ όλου σχεδόν μηνός άφθορον διαμείναντα και ακήρατον».
( + Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, Γρηγόριος Ε΄, ο Εθνάρχης της οδύνης, Εκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2004,σ.605-606).