Οι μεγάλες φυσικές καταστροφές ανατρέπουν δεδομένα που μπορεί να θεωρούνταν αμετακίνητα. Ακόμη και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.
Χρειάστηκε λ.χ. η συμφορά της περασμένης Δευτέρας στην Τουρκία και τη Συρία, ώστε, για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια (διάστημα που σχεδόν συμπίπτει με την ύπαρξη της μετασοβιετικής Αρμενίας ως ανεξάρτητου κράτους), να ανοίξουν για πολίτες τρίτων χωρών τα τουρκο-αρμενικά σύνορα, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας.
Άλλα πράγματα, όμως, μοιάζει να μην αλλάζουν ούτε εν μέσω γενικευμένης καταστροφής – λ.χ. τα πολιτικά ήθη της γείτονος. Το αποδεικνύουν αυτό ειδήσεις, όπως η κατάσχεση από την αστυνομία φορτηγού με ανθρωπιστική βοήθεια που είχε αποστείλει από τη Σμύρνη στο σεισμόπληκτο Οσμάνιε, το υπό διωγμόν κοινοβουλευτικό φιλοκουρδικό κόμμα HDP ή ο καταγγελλόμενος θάνατος από εγκεφαλικές κακώσεις άνδρα ο οποίος κρατούνταν από τη χωροφυλακή ως ύποπτος για τη διάπραξη λεηλασιών.
Ομοίως, η αποποίηση της προσφοράς του Ίλον Μασκ να θέσει το Starlink στην υπηρεσία της αποκαστάστασης των επικοινωνιών στις σεισμόπληκτες επαρχίες υπενθυμίζει ότι η Τουρκία δεν ξεχνά τις ανησυχίες ασφαλείας που τη διακατέχουν, ιδίως σε ό,τι αφορά την παρεμβολή τρίτων στις πιο “ευαίσθητες” περιοχές της επικράτειάς της.
Από την άποψη αυτή, ο θερμός εναγκαλισμός των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας στο αεροδρόμιο των Αδάνων και η από κοινού επιθεώρηση σεισμόπληκτων περιοχών από τον Νίκο Δένδια και τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου την Κυριακή μπορεί να αποτελεί τη “νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις” για την οποία ήδη κάνει λόγο ο Τύπος της γειτονικής χώρας, μπορεί όμως και να αποδειχθεί βραχυχρόνια αναλαμπή.
Ασφαλώς δεν είναι δίχως σημασία το περίσσευμα θετικής ενέργειας που έχει προκύψει στην κοινή γνώμη της γείτονος από την παρουσία των Ελλήνων διασωστών και την αποστολή ελληνικής ανθρωπιστικής βοήθειας. Και οι πολιτικές ηγεσίες εκατέρωθεν δείχνουν αποφασισμένες να αξιοποιήσουν αυτό το κλίμα. Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη λήψης τολμηρών πρωτοβουλιών και από την Αθήνα.
Επανέρχεται άλλωστε, σχεδόν παβλοφικά, στη μνήμη όλων των εμπλεκομένων το προηγούμενο της “διπλωματίας των σεισμών” του 1999, όταν επλήγησαν από τον Εγκέλαδο και οι δύο χώρες, γεγονός που δημιούργησε μιαν αίσθηση κοινής μοίρας. Λησμονείται όμως ότι εκείνη η στιγμή επαναπροσέγγισης σημαδεύθηκε από την έμμεση αναγνώριση τουρκικών συμφερόντων σε χώρους ελληνικού ενδιαφέροντος και ότι το πλαίσιο επίλυσης των διαφορών που κυριαρχούσε ήταν μία ευρωπαϊκή προοπτική για την γείτονα, που τώρα έχει εξαϋλωθεί.
Μια γενιά μετά, η Τουρκία αποτελεί μια πολύ διαφορετική χώρα, λιγότερο προσανατολισμένη στη Δύση και περισσότερο ενδυναμωμένη παραγωγικά, δημογραφικά και διπλωματικά – την ίδια ώρα που ο Εγκέλαδος ήρθε να υπενθυμίσει το εξαιρετικά ευάλωτο υπόστρωμα της προηγηθείσας τουρκικής “ανάδυσης” υπό τον Ερντογάν.
Ωστόσο, η παρούσα συγκυρία αντικειμενικά στερεί από την Τουρκία μεγάλο μέρος της υλικής βάσης για την υλοποίηση των φιλοδοξιών της, την υποχρεώνει να απορροφηθεί από τη μέριμνα της εσωτερικής της ανοικοδόμησης, προκαλεί εσωτερικές μετακινήσεις πληθυσμών, πλήττει το κύρος της εξουσίας και καθιστά εκτός τόπου και χρόνου τους λεονταρισμούς (κατεξοχήν έναντι της Ελλάδας) με τους οποίους ο Ερντογάν πορευόταν προς τις εκλογές, που ο χρόνος διεξαγωγής και η έκβασή τους αποτελούν πλέον ένα μυστήριο.
Οι στρατηγικές επιδιώξεις, πάντως, της Τουρκίας δεν αποτελούν συγκυριακό καπρίτσιο, όσο και αν η πραγματικότητα προς το παρόν τις βάζει στο ράφι.
Το μέγα ερώτημα της ουσιαστικής βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων υποδιαιρείται ωστόσο σε δύο μικρότερα: ποιον βαθμό ανεξαρτησίας θα διατηρήσει η μετασεισμική Τουρκία στη χάραξη πολιτικής και πώς θα μετατραπεί το πλαίσιο που ορίζεται από το τριγωνικό σχήμα στην κορυφή του οποίου βρίσκονται οι ΗΠΑ.
Οι τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες που προκύπτουν από το έργο της ανοικοδόμησης θα αποτελέσουν και έναν διεθνή “διαγωνισμό” άσκησης επιρροής και επιβολής όρων. Η προοπτική προσφυγής στο ΔΝΤ, που αποτελούσε την απόλυτη “κόκκινη γραμμή” του Ερντογάν, καθίσταται πολύ πιθανή σε έναν δεύτερο χρόνο – αφού δηλ. θα έχουν πραγματοποιηθεί οι εκλογές και θα έχει περάσει το πρώτο διάστημα της συγκέντρωσης μεγάλων ελλειμμάτων για την αποκατάσταση των ζημιών. Η Δύση έχει πιθανότατα την επιθυμία να ανακτήσει χαμένο έδαφος στην Τουρκία (αν και αποτελεί ένα ερώτημα κατά πόσον διαθέτει χρηματοδοτικά εργαλεία αντίστοιχα του μεγέθους της πρόκλησης), ενώ η Κίνα θα πρέπει να αναμετρηθεί με το ξεπέρασμα ποικίλων αναστολών της. Προς το παρόν, ο Ερντογάν επιμένει “παραδοσιακά”: ο μόνος ξένος ηγέτης που έχει υποδεχθεί μετά τον σεισμό είναι μέχρι τώρα ο Εμίρης του Κατάρ.
Σε σχέση δε με τις ΗΠΑ αξίζει να υπογραμμισθεί η αντίδραση του Αμερικανού πρεσβευτή στην Άγκυρα, ο οποίος σχολίασε ως κάτι το “υπέροχο” τον εναγκαλισμό Δένδια-Τσαβούσογλου. Μας υπενθυμίζει έτσι ότι για την εκτελεστική εξουσία στην Ουάσιγκτον η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί πάντοτε προτεραιότητα. Όμως αυτό δεν αναιρεί τη βαθιά αντιπάθεια που έχει αναπτυχθεί στο Καπιτώλιο και στον χώρο των δεξαμενών σκέψης (ιδίως όπου η επιρροή του ισραηλινού λόμπι είναι περισσότερο ισχυρή) απέναντι στον Ερντογάν. Το αν η δεύτερη αυτή πτέρυγα πρόκειται να επικρατήσει και το κατά πόσον θα είναι δεκτική σε περιπετειώδη σενάρια είναι και ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τις ελληνικού ενδιαφέροντος εξελίξεις.
capital.gr