Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή κι ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νού.
Έρχεται ένα φώς. Τότε εχεις μια αλλη αίσθηση. Τότε το κατανοείς καλά. Όχι πρός το ετυμολογικό. Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή.
Και λές:
«Τι αλλο να λέω;» Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: » Κύριε ελέησον!»
Δίχως να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. Αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει άλλα και πολλά. Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί. Η προσευχή είναι ποίηση. Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.
Λυπάμαι όταν δεν μπορώ να προσευχηθώ. Και τούτο προσευχή είναι, μου’ πε ένας διακριτικός γέροντας. Όπως χαίρομαι όταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.
Πιστεύω πως για την ταπείνωση τους θα τους ελεήσει ο Κύριος. Προτιμώ, έλεγε ένας άλλος γέροντας, την προσευχή από τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες.
Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλά λόγια δεν αναπαύουν.
Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.
Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.
Κύριε, συγχώρεσε με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δείλιαζα γιατί δεν είχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησον».
+Μωυσής μοναχός Αγιορείτης