Από τη στιγμή που εντείνεται ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, αναπόφευκτα
η θέση της Ελλάδας θα επηρεαστεί. Αλλά επειδή η γαλλο-αμερικανική κρίση πολύ
δύσκολα θα εξελιχθεί σε διαζύγιο, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τεράστια
επιτυχία για Κίνα και Ρωσία, η ελληνική αμυντική πολιτική θα συνεχίσει να έχει
δύο πνεύμονες, το Παρίσι και την Ουάσινγκτον. Ερώτημα ωστόσο είναι η στάση που
θα κρατήσει η Τουρκία, όπως λέει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας Μ.
Καραγιάννης*από το King’s College London και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, καθώς
η ένταση μεταξύ ΗΠΑ, Γαλλίας και Κίνας δημιουργεί ευκαιρίες στην Αγκυρα να
παίξει τορόλο που επιδιώκει στο διεθνές σύστημα. Μπορεί να δούμε, για
παράδειγμα, μια προσέγγιση ανάμεσα σε Άγκυρα και Πεκίνο.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Μπορεί οι σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ να έχουν βελτιωθεί επί Μπάιντεν, ωστόσο ο
αιφνιδιασμός της τελευταίας μετά την ανακοίνωση της AUKUS, εγείρει ξανά
ερωτηματικά. Αυτός ο αποκλεισμός της EE, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις
σχέσεις τους με τις ΗΠΑ στα μεγάλα θέματα, πόσο επηρεάζει την Ελλάδα;
Τελικά πέσαμε θύματα των προσδοκιών μας! Η πολιτική του Μπάιντεν δεν φαίνεται
να διαφέρει πολύ από εκείνη του Τραμπ. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να
αντιμετωπίζει την ΕΕ σαν έναν οργανισμό ήσσονος σημασίας για ζητήματα
παγκόσμιας ασφάλειας. Αυτό από μόνο θα πρέπει να προβληματίσει πάρα πολύ τις
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που είναι απορροφημένες με τη διαχείριση της πανδημίας.
Η σύναψη της συμφωνίας AUKUS δεν αλλάζει απλά τα δεδομένα στην περιοχή του
Ειρηνικού. Βρισκόμαστε μπροστά σε κατακλυσμιαίες αλλαγές στο διεθνές σύστημα
που ξαναγίνεται πολυπολικό. Η οικονομική και στρατιωτική άνοδος της Κίνας
είναι το σημαντικότερο γεγονός του 21ου αιώνα, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Η
Αμερική επιλέγει με αυτή τη συμφωνία να ακολουθήσει τη στρατηγική που εφάρμοσε
και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή τη στρατηγική της ανάσχεσης.
Από τη στιγμή που εντείνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις
είναι αναπόφευκτο να επηρεαστεί και η θέση της Ελλάδας.
Η Ελλάδα έχει πολύ καλές σχέσεις τόσο με τη Κίνα, όσο κυρίως με ΗΠΑ και
Γαλλία. Αν αυτή η ρήξη στις σχέσεις Παρισιού – Ουάσινγκτον ενταθεί, σε τι
βαθμό μπορεί να μας επηρεάσει;
Σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου επικρατεί η ανασφάλεια και η
αλληλεξάρτηση, οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν να ανταγωνίζονται και να
συνεργάζονται ταυτόχρονα. Καταρχάς, παρά την αμοιβαία καχυποψία τους, οι ΗΠΑ
και η Κίνα παραμένουν στενοί εμπορικοί εταίροι. Η Ουάσινγκτον και το Παρίσι
έχουν μάθει να διαφωνούν σε μείζονα ζητήματα (π.χ. πόλεμος στο Ιράκ το 2003),
αλλά οι διμερείς σχέσεις παραμένουν πάντα καλές. Η γαλλο-αμερικανική κρίση που
εξελίσσεται πολύ δύσκολα θα καταλήξει σε «διαζύγιο». Εξάλλου η διάσπαση της
Δύσης θα ήταν μια τεράστια επιτυχία για την Κίνα και τη Ρωσία. Δεν
πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι Αμερικανοί θα βρουν έναν τρόπο να
«αποζημιώσουν» τον Μακρόν που είναι ένας από τους πιο φιλοαμερικανούς Γάλλους
προέδρους. Μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία έχει ήδη εισέλθει σε προεκλογική περίοδο.
Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η Ουάσινγκτον είναι να εκλεγεί η Μαρί Λεπέν.
Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν χρειάζεται να διαλέξει ανάμεσα στην Αμερική και στη
Γαλλία. Αν ζούσε σήμερα ο Γεώργιος Παπανδρέου θα έλεγε ότι η ελληνική αμυντική
πολιτική έχει δύο πνεύμονες: τον αμερικανικό και τον γαλλικό. Ωστόσο, θα
μειωθούν σημαντικά τα περιθώρια της Αθήνας να αναπτύξει περαιτέρω την εμπορική
της σχέση με την Κίνα για προφανείς λόγους.
Κερδίζει η Τουρκία από αυτό το νέο τοπίο και αν ναι, γιατί; Και γενικότερα,
αυτό το νέο σκηνικό και η διαφαινόμενη αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ, ενισχύει την
ενδυνάμωση διμερών συμμαχιών, όπως για παράδειγμα, Άγκυρας – Μόσχας ή Αθήνας –
Παρισιού;
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι η Τουρκία πιάστηκε εξαπίνης από τις εξελίξεις,
όπως εξάλλου και εμείς. Η Άγκυρα φιλοδοξεί όμως να παίξει έναν αυτόνομο ρόλο
στο διεθνές σύστημα, όπως έκανε για αιώνες η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ένταση
ανάμεσα στην Αμερική, στην Γαλλία και στην Κίνα δημιουργεί μερικές ευκαιρίες
για να παίξει η τουρκική ηγεσία αυτόν τον ρόλο. Μπορεί να δούμε, για
παράδειγμα, το επόμενο διάστημα μια προσέγγιση ανάμεσα στην Άγκυρα και στο
Πεκίνο. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά επωφελές για την ελληνική πλευρά, αφού
θα ενδυνάμωνε το δικό μας αφήγημα περί αξιόπιστου συμμάχου της Δύσης στην
Ανατολική Μεσόγειο. Πάντως, είναι εμφανές ότι ο ρόλος του ΝΑΤΟ αποδυναμώνεται
και αυτό πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι λήπτες αποφάσεων στην Αθήνα.
Μάλλον είχε δίκιο ο Μακρόν όταν έλεγε ότι το ΝΑΤΟ είναι κλινικά νεκρό.
Τους επόμενους μήνες θα ανοίξει για τα καλά η συζήτηση για τον Ευρωστρατό και
την αυτονόμηση της ΕΕ. Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα;
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ανοίξει η συζήτηση, αλλά είναι επίσης σχεδόν βέβαιο
ότι δεν θα καταλήξει σε ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δεν υπάρχουν οι
προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας κοινής αμυντικής πολιτικής για τρεις
λόγους. Πρώτον, η Γερμανία είναι απρόθυμη να συνεισφέρει πόρους προς μια
τέτοια κατεύθυνση. Βέβαια, θα έχουμε μια καλύτερη εικόνα για τις γερμανικές
προθέσεις μετά τις επικείμενες εκλογές. Δεύτερον, υπάρχουν αρκετές
φιλοατλαντικές χώρες που δεν επιθυμούν τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης
(π.χ. Δανία, Πολωνία, Βαλτικές Δημοκρατίες). Τρίτον, στη σημερινή εποχή της
μετα-ηρωικότητας, η Ευρώπη δεν θέλει οι στρατιώτες της να πολεμούν μακριά. Σε
κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις επιτάσσουν τη χάραξη μια μακροχρόνιας ελληνικής
στρατηγικής που να ξεπερνά τον εκλογικό κύκλο μιας κυβέρνησης. Για να γίνει
αυτό, όμως, χρειάζεται η δημιουργία των κατάλληλων οργάνων και διαδικασιών που
να «αποπροσωπικοποιούν» την εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας μας.
Δυστυχώς, δεν βλέπω να υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο.
* Ο Μάνος Καραγιάννης είναι Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο
King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας