Η μικρή Δημητρούλα θεραπεύεται από τον άγ. Νεκτάριο και δεν φεύγει από τη Μονή!
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Σεβ. Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεος: Με τη Γερόντισσα Μαγδαληνή, Χρυσαφένια, πόσα χρόνια γνωρίζεστε;
Μοναχή Χρυσαφένια: Από μικρό παιδάκι.
Ύδρας κ. Ιερόθεος: Πόσων χρονών πήγατε στο μοναστήρι;
Μοναχή Χρυσαφένια: Στο Μοναστήρι πήγα πεντέμισι χρονών! Στην πρώτη τάξη.
Ύδρας κ. Ιερόθεος: Από τότε είσαστε πάνω στο Μοναστήρι;
Μ. Χρυσαφένια: Πήγαινα-κατέβαινα γιατί πήγαινα σχολείο. Κάποτε αρρώστησα. Με πόνεσε το μάτι μου. Με πήγαν σ’ όλους τους γιατρούς και θεραπεία δεν είχα. Αντί καλύτερα, έγινα χειρότερα.
Ύδρας κ. Ιερόθεος: Τι είχε το μάτι σας; Ποιο ήταν;
Μ. Χρυσαφένια: Άσπρο ήταν, το δεξιό. Δεν έβλεπα απ’ αυτό. Με παίρνει μια θεία μου και λέει: «την πήγαμε στους γιατρούς. Έχουμε όμως και ανώτερους ‘γιατρούς’ στην Αίγινα! Θα την πάμε στο Σεβασμιώτατο να τη σταυρώσει με την Αγία Λόγχη».
Όταν λοιπόν ήρθαμε στην Αίγινα, της λέω «καλέ θεία, πάμε στο Δεσπότη που είπες να με σταυρώσει με την Αγία Λόγχη». Νόμιζα -μικρό παιδάκι καθώς ήμουν- πώς ήταν φάρμακο η Αγία Λόγχη! Δεν ήξερα.
Αυτοκίνητα τότε δεν υπήρχαν. Παίρνει η θεία μου ένα γαϊδουράκι και καθίζει. Εμένα μ’ έβαλε στα καπούλια. Όταν φτάσαμε στους Αγίους Πάντες, μου δείχνει το Μοναστήρι.
– Εκεί θα πάμε, μου λέει. Θα δούμε και τον Παππούλη, να σε σταυρώσει.
– Θεία, της λέω, θα κατέβω.
Κατεβαίνω από το ζώο και κάνω τρεις μετάνοιες.
– Παναγίτσα μου, έλεγα κοιτάζοντας στον Ουρανό, Χριστούλη μου κι εγώ εδώ να κατοικήσω! Να γίνω καλόγρια! Στο Μοναστήρι εδώ…
Κατεβαίνει κι η θεία μου κι έφαγα φάπες!
– Δεν θα ξανακατέβεις από το ζώο μέχρι να φτάσουμε στο Μοναστήρι, μου λέει.
– Όχι, θεία μου. Δεν θα ξανακατέβω.
Φτάσαμε στο Μοναστήρι. Στην Αγία Τριάδα. Ο Σεβασμιώτατος καθόταν πίσω, στη μουριά. Είχε μία πολυθρονίτσα κι ένα σκαμνάκι ψαθωτό στα ποδαράκιά του.
– Να ο Παππούλης που θα σου κάνει το ματάκι σου καλά· μου λέει η θεία μου.
Πάω και τον χαϊδεύω στα ποδαράκιά του και του λέω:
– Παππουλάκι μου σ’ αγαπάω, μα πόσο σ’ αγαπάω! Από τη γη ίσαμε τον ουρανό! Κι αν θα μου κάνεις το ματάκι μου καλά, θα σ’ αγαπάω ακόμα περισσότερο!
Κάθισα στο σκαμνάκι που ήταν στα πόδια του και τον παρακαλούσα:
– Έλα, Παππούλη, να μου κάνεις το ματάκι μου καλά.
Σηκώθηκε ο Σεβασμιώτατος, ο Άγιος Νεκτάριος, και πήγαμε στην Εκκλησία. Παίρνει την Αγία Λόγχη και με σταυρώνει. Εγώ περίμενα και φάρμακο να μου δώσει!
Λέει τότε ο Σεβασμιώτατος στη Γερόντισσα Χριστοδούλη:
– Δώσε στη θεία της μερικά τριαντάφυλλα του επιταφίου να τα βράσει, να της πλύνει το ματάκι της.
Τα πήρε η θεία μου. Βγαίνοντας όμως από την πόρτα της Εκκλησίας, το μάτι μου ήταν εντελώς καλά! Είδα το φως μου! Καθάρισε το μάτι μου. Πού να φύγω από τον παππού…
– Παππουλάκι μου, δεν φεύγω ό,τι και να μου πείτε!
– Άμε παιδί μου στο σχολείο, να μάθεις και γράμματα, να ‘σαι και χρήσιμη στο Μοναστήρι.
– Όχι, Παππούλη μου, δεν φεύγω! Θα κάτσω στο Μοναστήρι. Εδώ κοντά σου.
Πάω και κρύβομαι σε κάτι καναπέδες που ‘χουνε στο «Γεροντικό». Φαινόντουσαν μόνο τα ποδαράκιά μου. Οι καλόγριες λέγαν μεταξύ τους: «η μικρή φοβήθηκε και θα πήρε το δρόμο κι έφυγε».
Ο Άγιος Νεκτάριος τους είπε:
– Δεν έχει φύγει. Θα την εύρω εγώ.
Έρχεται και με βρίσκει στο «Γεροντικό».
– Έλα, παιδί μου, μου λέει, βγες έξω.
Βγήκα. Η θεία μου έκλαιγε:
– Θα το μάθει ο πατέρας σου στην Αμερική και θα χάσετε και το ψωμί. Δεν θα ‘χετε ψωμάκι να φάτε…
– Εμείς θα ‘χουμε πιο πολλά, αν έρθω εγώ στο Μοναστήρι, της έλεγα. Δεν έρχομαι κάτω.
– Άμε, παιδί μου, λέει ο Άγιος. Άμε και θα στέλνω εγώ τη Γερόντισσα Αθανασία, τη Γερόντισσα Δαμιανή -που κατεβαίνουνε και ψωνίζουν- και θα σε φέρνουν με το ζώο…
Η συνέντευξη του μακαριστού Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρού Ιεροθέου αναδημοσιεύται από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού, «Μίλησα με τον άγιο Νεκτάριο, Συνεντεύξεις με 30+1 ανθρώπους που τον γνώρισαν», τόμος α’, 13η έκδοση.