Ό άγιος Συμεών γεννήθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του ιδ’ αιώνος στήν Κωνσταντινούπολη όπου έ’λαβε ελληνική και θεολογική παιδεία. Νέος εκάρη μοναχός στήν μικρή αδελφότητα των ήσυχαστών Ξανθοπούλων6. Έχοντας ήδη από την εποχή εκείνη πολύ ευπαθή υγεία, χαιρόταν να ζή βίον αμέριμνο και να καλλιεργή στήν ησυχία τις αρετές του αγγελικού πολιτεύματος, ιδιαίτερα την ταπείνωσι.
Ή φήμη της εξαιρετικής αρετής και της θεόπνευστης σοφίας που απέκτησε, όταν αργότερα έκήρυττε ώς ιεροκήρυκας στήν Βασιλεύουσα, έπεισε τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β ‘ Παλαιολόγο να τον έκλέξη ώς διάδοχο τού αποθανόντος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γαβριήλ (1397-1416/17).
Απρόθυμος ο Συμεών να δεχθή τον διορισμό, υπέκυψε μεν στις πιέσεις άλλα με οδύνη.
Έφθασε στην Θεσσαλονίκη την κρίσιμη εποχή, κατά την οποία οι δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, οι εσωτερικοί διχασμοί και ή κοινωνική έξαθλίωσις της πόλεως προπαρασκεύαζαν την οριστική άλωσί της άπό τους Τούρκους (1430). Παρά την ασθενική του κράσι, αφιέρωσε αμέσως τις δυνάμεις του στήν άναδιοργάνωσι της επαρχίας του. Άνέτρεφε το ποίμνιο του μέ το μέλι των λόγων του, το δίδασκε μέ τις σοφές επιστολές του, εμψύχωνε όλον τον λαό. Κυρίως όμως επεχείρησε την βελτίωσι της λατρευτικής ζωής και φρόντιζε γιά την ευταξία των ναών και των ιερέων. Παρ’ όλα αυτά Ο ζήλος του γιά την δικαιοσύνη και την αλήθεια, έ’νεκα του οποίου δέν υποστήριζε τις άδικο-πραγίες εις βάρος των πτωχών, του προξένησε άπό την άρχή σχεδόν της αρχιερατείας του πολλές θλίψεις.
Ή κατάστασις επιδεινώθηκε ραγδαία τόσο γιά τον Συμεών, όσο και γιά την πόλι τά έτη 1421/3, όταν Ο Μουράτ Β ‘ άρχισε προετοιμασίες γιά νέα πολιορκία. οι Θεσσαλονικείς απεγνωσμένοι χωρίσθηκαν σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις• οι μέν ήθελαν να παραδοθούν αμαχητί στους Τούρκους- οι δε πίστευαν οτι ή πόλις θα σωζόταν, άν παραδιδόταν στους Βενετούς. Ο Συμεών, αντίθετος και με τις δύο, συνιστούσε πιστότητα στήν Όρθοδοξία και στον αυτοκράτορα, και εμπιστοσύνη στήν βοήθεια τού θαυματουργού αγίου Δημητρίου.
Μολονότι κατάκοιτος, σχεδόν ήμίθνητος από την υπέρ την δύναμί του προσπάθεια να καταστείλη τις ταραχές που τρικύμιζαν την πόλι, τον Ιούνιο τού 1422 άπετόλμησε κρυφή άναχώρησι γιά την πρωτεύουσα, αποβλέποντας στήν έξασφάλισι βοηθείας υπέρ της Θεσσαλονίκης. Άλλά ή κατά την διάρκεια τού ταξιδιού πολιορκία του Βυζαντίου από τά στρατεύματα τού Μουράτ τον ανάγκασε να έπιστρέψη μέ μεγάλες δυσχέρειες στήν έδρα του, καθ’ δν χρόνον έπολιορκείτο και αυτή.
Κλεισμένος σάν δέσμιος μέσα στήν αρχιεπισκοπή Ο ασθενής ιεράρχης, μέ οδύνη ψυχής παρακολουθούσε τά δεινά των πολιορκουμένων συμπολιτών του. το βαρύτερο όμως γιά τόν Συμεών ήταν ή αποστασία τους. Στόχος της κατακραυγής και των δύο παρατάξεων, καθημερινά δεχόταν θορυβώδεις αποδοκιμασίες, εξευτελιστικούς όνειδισμούς, απειλές γιά την ζωή του και γιά κατεδάφισι των ναών, εάν δέν ενεργούσε κατά την θέλησί τους. Άφού ήταν αδύνατον να άποτρέψη την παράδοσι της πόλεως, την τελευταία στιγμή παρενέβη προσωπικά στήν σύναψι της συμφωνίας μέ τούς Βενετούς και παρά τις παπικές αξιώσεις επέτυχε να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν όροι που προστάτευαν τά δικαιώματα των κατοίκων και τούς εκκλησιαστικούς θεσμούς, αρνούμενος σθεναρά στους Λατίνους και την παραμικρή εκκλησιαστική παραχώρησι. Έτσι, ή πόλις παραδόθηκε στους Βενετούς (1423), σώθηκε όμως από την Ούνία.
Τήν εποχή της βραχείας άλλά τυραννικής Βενετοκρατίας (1423-1430) ο Συμεών καθημερινά θυσίαζε τόν εαυτόν του γιά την άνακούφισι της ποίμνης του. Συνεργαζόταν στενά μέ τούς Βενετούς γιά τόν επισιτισμό τού λαού και την άμυνα της πόλεως έναντι των Τούρκων, παρέμενε όμως ανένδοτος στις πιέσεις τους γιά παραχωρήσεις επί των όρων της συμφωνίας. Συγκροτούσε δημόσιες λιτανείες και τελετές γιά τούς πτωχούς, τά ορφανά και τις χήρες που άφηνε Ο λιμός έξ αιτίας τού συνεχούς αποκλεισμού, παρηγορούσε και εμψύχωνε τόν λαό. Οι Θεσσαλονικείς, απελπισμένοι από την σκληρή συμπεριφορά των Βενετών, δικαίωσαν έκ των υστέρων την πρώην αρνητική του στάσι γιά την παράδοσι της πόλεως και σ’ αυτόν ένεπιστεύοντο πλέον την σωτηρία τους. Ή παρουσία του ένέπνεε όλους ώς «δύναμις ζωτική».
Λίγο πριν άπό την τελευτή του Ο άγιος Συμεών είδε καθ’ ύπνον ότι είχε εισέλθει σέ λαμπρόν και παμμεγέθη οίκο. Καθώς έθαύμαζε το κάλλος και το μέγεθος του, άκουσε φωνή που τού έλεγε: «Αυτός ο οίκος, Δέσποτα, του οποίου την λαμπρότητα παρατηρείς μέ τόση προσοχή, εντός ολίγου κρημνίζεται, και έξελθε γρήγορα, γιά να μή σέ καταπλακώση». Έκοιμήθη αιφνιδίως περί τά μέσα Σεπτεμβρίου 1429, έξι μήνες πριν άπό την άλωσι της Θεσσαλονίκης άπό τον Μουράτ (29 Μαρτίου 1430), γιά να μή δή μέ τά μάτια του την αγαπημένη του πόλι στά χέρια των άθεων. Τον θάνατο του θρήνησαν όλοι οι Έλληνες, οι Βενετοί και αυτοί ακόμη οι Εβραίοι- τον θεώρησαν απορφανισμό της πόλεως και προάγγελο των επερχομένων συμφορών.
Ό Συμεών υπήρξε συνεχιστής της θεολογίας τού αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (βλ. 14 Νοεμ.) και ο κορυφαίος λειτουργιολόγος της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Συνέθεσε πλήθος ύμνων και προσευχών, και συμπλήρωσε αρχαία τυπικά που βρήκε να ισχύουν στήν Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, βασισμένος πάντα στήν λατρευτική της πράξι- συνέταξε επίσης εκτενές υπόμνημα γιά όλα τά σύμβολα, τά τυπικά και τά μυστήρια της Εκκλησίας, χάρις στο οποίο αυτοί οι θησαυροί της βυζαντικής λατρείας διασώθηκαν και έφθασαν έως εμάς. Άσειστα θεμελιωμένος στον βράχο της πίστεως, εξέθεσε μέ σαφήνεια την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία έναντι τού Ιουδαϊσμού, τού Ισλαμισμού και των Λατίνων σέ επιστολές ή εγκυκλίους, απευθυνόμενες σέ παραλήπτες όχι μόνον της επαρχίας του αλλά και της Κεντρικής Ασίας, της Θεσσαλίας, των νήσων κ. ά.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος