Τον Μάιο του 2020 το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας απέστειλε έγγραφο προς τους διοικητές αστυνομικών υπηρεσιών, προκειμένου να καταρτιστούν λίστες με αστυνομικούς που έχουν εκπαιδευτεί στη γρήγορη οδήγηση αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.
Ο λόγος; Η σκέψη (που πάντως έως τώρα έχει παραμείνει τέτοια…) για την ανασύσταση μιας ομάδας που οι παλαίμαχοι «εραστές» της ταχύτητας θυμούνται με ανάμεικτα συναισθήματα. Της θρυλικής ομάδας «Σ», που περισσότερο παρέπεμπε σε αγώνες ράλλυ, παρά σε όργανα της τάξης, αλλά στην πραγματικότητα είχε ως μοναδικό στόχο να βάλει ένα τέλος στις αιματηρές κόντρες της παραλιακής. Ίσως, αν είχε μακροημερεύσει, δυστυχήματα, όπως αυτά με θύμα τον Mad Clip, να είχαν αποφευχθεί.
Στην είδηση περί πρόθεσης της ΕΛ.ΑΣ. για ανασύσταση της ομάδας, οι «κοντράκηδες» σίγουρα θα ένιωσαν εκείνο το σφίξιμο που φέρνουν δυσάρεστες αναμνήσεις (όταν τελικά έπεφταν στα χέρια τους) αλλά και το ξύπνημα της αδρεναλίνης, στην ιδέα και μόνο της αναβίωσης του «κυνηγητού» στις αυτοσχέδιες πίστες της παραλιακής, στην Βούτα, στα Λιμανάκια και αλλού.
Ήταν τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν το φαινόμενο είχε πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και οι άνθρωποι της Άμεσης Δράσης συνειδητοποίησαν ότι με τα συμβατικά περιπολικά ή ακόμη και με τα ταχύτερα «ασφαλίτικα», δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να πιάσουν έστω κι έναν από αυτούς που «όργωναν» τους δρόμους με τα θηριωδών δυνατοτήτων αυτοκίνητά τους. Αν ήθελε να είναι αποτελεσματική η ΕΛ.ΑΣ, έπρεπε να παίξει το παιχνίδι όχι με τους δικούς της όρους, αλλά με εκείνους που ίσχυαν όταν έπεφτε η νύχτα και το μόνο φως ήταν αυτό των προβολέων των «super cars» που ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο και χάνονταν εν ριπή οφθαλμού από το οπτικό πεδίο τους, πίσω από ελαστικά που στριγγλίζουν, θορυβώδεις μηχανές και εξατμίσεις που πέταγαν φωτιές.
Παραμένει ακόμη και σήμερα θολό και ανεπιβεβαίωτο το σε ποιον ανήκει η πατρότητα της ιδέας. Όποιος, πάντως, και να την «πέταξε» στο τραπέζι, είδε τα πρόσωπα των υπολοίπων να γνέφουν καταφατικά, ενώ δεν άργησαν και τα ανώτατα κλιμάκια της Ελληνικής Αστυνομίας να συναινέσουν σε αυτήν την κατά πολλούς ακραία στάση. Τα πράγματα ήταν απλά. Μπορεί τα Opel Astra GSi και Nissan Primera GT (και τα δύο με ατμοσφαιρικούς κινητήρες 2.000 κυβικών και ιπποδύναμη πάνω από 150 άλογα) να ήταν εξαιρετικά για… κανονικού τύπου καταδιώξεις, αλλά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τίποτα με τα «τέρατα» των +500 ίππων (κάποια άγγιζαν και τους 800…) που οδηγούσαν θρύλοι της ασφάλτου σαν τον «Καταραμένο» ή τον «Βλάχο», ιδιοκτήτες και οδηγούς αυτοκινήτων που συνέδεσαν όσο ελάχιστοι τα ονόματά τους με τις παράνομες κόντρες.
Αντίθετα, ο ΟΔΔΥ ήταν γεμάτος από… αμαξάρες που είχαν κατασχεθεί και αποτέλεσαν μια εκπληκτική δεξαμενή από την οποία η Άμεση Δράση θα μπορούσε να βρει ακριβώς αυτό που ήθελε. Ακόμη και Porsche 911 Turbo ή Lancia Delta HF Integrale και Thema 2.0i Turbo. Ψάχνοντας λιγάκι παραπάνω, στον στόλο σύντομα προστέθηκαν μυθικά αυτοκίνητα όπως τα Alfa Romeo 155 και 166 Q4, Audi RS2, BMW M5 E34 και M3 E30, Ford Sierra Cosworth, Ford Mustang, Mercedes 190E 2.3 16V, αλλά και μια Porsche 924, μεταξύ άλλων.
Ως αρμόδιος υπουργός, ο Σήφης Βαλυράκης είπε το «ναι» και η ομάδα «Σ», τουλάχιστον από τροχοφόρα, ήταν πλέον πλήρης. Εκείνο που απέμενε για να τεθεί σε λειτουργία ήταν να στρατολογηθούν μέσα από τις τάξεις της αστυνομίας εκείνοι οι τολμηροί που θα κάθονταν πίσω από τα τιμόνια τους και θα ρίχνονταν στο κατόπι των παρανόμων. Ευτυχώς για την ΕΛ.ΑΣ, εκείνη την εποχή διέθετε τον Γρηγόρη Νιώρα, ο οποίος είχε γράψει ήδη την δική του ιστορία ως οδηγός αγώνων, έχοντας συμμετοχές ακόμη και στο πανελλήνιο πρωτάθλημα ράλλυ, με το εντυπωσιακό Subaru Impreza WRX STI, με το οποίο «κατάπινε» τις ειδικές διαδρομές.
Μαζί με τον αδελφό του, ανέλαβε την εκπαίδευση των οδηγών αυτής της επίλεκτης ομάδας και μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, η «Σ» βγήκε στους δρόμους, παίζοντας αυτή τη φορά επί ίσοις όροις με τους παράνομους λάτρεις της ταχύτητας.
Το μάλλον παράδοξο (τουλάχιστον για όσους είναι μακριά από τον χώρο) ήταν ότι μεταξύ των δύο φαινομενικά αντίθετων άκρων αναπτύχθηκε μια σχέση σεβασμού, που σπάνια συναντάς σε άλλους τομείς. Όλοι ήταν σε θέση να αντιληφθούν τον τρόπο σκέψης των «απέναντι», ενώ το όλο σκηνικό μετατράπηκε σε μια «μονομαχία» στην βάση συγκεκριμένων όρων, με πολλούς από τους οδηγούς να θεωρούν τιμή τους μια κλήση από τους αστυνομικούς της «Σ» και να την αντιμετωπίζουν ως παράσημο.
Ωστόσο δεν έλειψαν και οι αντίθετες φωνές για τον τρόπο δράσης αυτής της επίλεκτης ομάδας, με πολλούς να κάνουν λόγο για μεγάλο κίνδυνο στον οποίο υποβάλλονταν αστυνομικοί, οδηγοί, αλλά και ανυποψίαστοι πολίτες, ενώ άλλοι συμπλήρωναν στην κριτική τους το υψηλότατο κόστος λειτουργίας της, καθώς η συντήρηση τέτοιων αυτοκινήτων μόνο φτηνή υπόθεση δεν θα μπορούσε να είναι.
Οι τίτλοι τέλους γράφτηκαν το 2001, μετά από μόλις σκάρτα 6 χρόνια παρουσίας της στους δρόμους της παραλιακής. Στη θέση της εμφανίστηκε για λίγο η «Πήγασος», η δράση της οποίας αποδείχτηκε βραχύβια. Έτσι κι αλλιώς, σε ό,τι αφορά στους «μαχητές των δρόμων» μία ήταν η ομάδα. Η «Σίγμα». Και σ’ αυτά δεν χωρούν… οπαδικά…