”Πράξεις αντίστασης” της Ελλάδας στην γερμανική ”καθοδήγηση”
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
”Ὦ Σόλων, Σόλων, Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν” (Σόλωνα, Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες μένετε πάντα παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Έλληνας γέρος”) είπε με μοναδική διορατικότητα αιώνες πριν – όπως το διασώζει ο Πλάτων στο έργο του ”Τίμαιος” – ένας Αιγύπτιος ιερέας απευθυνόμενος στον Αθηναίο νομοθέτη, φιλόσοφο και ποιητή θέλοντας να περιγράψει γλαφυρά τον διαχρονικό χαρακτήρα των Ελλήνων.
Και εκείνος μεν (ο Αιγύπτιος, δηλαδή) το είπε για καλό, με την έννοια ότι εμείς οι Έλληνες παραμένουμε νέοι στην ψυχή διατηρώντας δροσερό πνεύμα μέσα στον χρόνο, υπό την έννοια ότι αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα με σύγχρονη ματιά απαλλαγμένοι από αγκυλώσεις που εμποδίζουν την εξέλιξη και την ανανέωσή μας.
Ωστόσο αυτό το προτέρημα της αειφόρου νεότητας στην οπτική εκτίμηση των πραγμάτων (που προϋποθέτει ευθυκρισία και διορατικότητα) δεν το αναγνωρίζουμε στις πράξεις και τις συμπεριφορές μας σε θέματα Εξωτερικής πολιτικής.
Έτσι – σε αντίθεση με την Τουρκία που ξέρει να αξιοποιεί και να ανανεώνει τις εμπειρίες του παρελθόντος της προσαρμόζοντας στην σύγχρονη πραγματικότητα την ακομμάτιστη εθνική στρατηγικής της – εμείς, ως Ελλάδα, δεν επωφελούμαστε των διδαγμάτων του ιστορικού παρελθόντος μας για την αποκόμιση διδαγμάτων και αποφυγή λαθών στη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής μας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να επιδεικνύουμε ανωριμότητα στο πλαίσιο της εφαρμογής της. Ανωριμότητα που μας εμποδίζει να εξελιχθούμε και να ανανεωθούμε, γιατί μάθαμε να προσαρμόζουμε την Εξωτερική πολιτική μας στις συγκυριακές πολιτικές εξελίξεις και να ταυτίζουμε τα συμφέροντα των κομμάτων μας με τα εθνικά μας συμφέροντα.
Επιπλέον, ενώ η Τουρκία δεν αφήνει καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη στα μείζονα εξωτερικά της ζητήματα και εφαρμόζει απέναντί μας τη στρατηγική ”βιασμού” της πραγματικότητας εξακολουθητικά, εμείς ασκούμε απέναντί της μια πολιτική χαμηλών τόνων, υποχωρητική, φοβική, ραγιαδίστικη. Μια πολιτική ”ανοχής”, ”ψυχραιμίας”, και… χαμένων ευκαιριών για την ενιαία πατρίδα (την πατρίδα τη ”Μεγάλη” και τη ”μικρή”: την Ελλάδα και την Κύπρο μας).
Πέραν αυτού, αντιδρούμε μονίμως ως Επιμηθείς στα θέματα Εξωτερικής πολιτικής μας. Τρέχουμε πίσω απ’ τα γεγονότα που αφορούν θέματα εθνικής ασφάλειας (βλ. τουρκολιβυκό μνημόνιο, ημιτελή ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία κλπ), αντί να είμαστε ένα βήμα μπροστά απ’ τους Τούρκους και να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για ευόδωση των προσδοκιών μας .
Κοντά σ’ αυτές τις αγιάτρευτες ”παιδικές μας ασθένειες” έρχεται να προστεθεί και η αφέλειά μας να πιστεύουμε ότι η σχέση μας με την Τουρκία θα βελτιωθεί με την ”στρατηγική του κατευνασμού”, τη λογική ”κοινωνικοποίησης” του αντιπάλου και τις συνεχείς υποχωρήσεις μας.
Υποχωρήσεις οι οποίες διανθίζονται περιοδικά με εναγκαλισμούς, αβρότητες και διαχύσεις, πασπαλισμένες με μπόλικη δόση ψευδαίσθησης και γλυκανάλατες δηλώσεις του τύπου εκείνων που αντάλλαξαν πρόσφατα στη συνάντησή τους οι ΥΠΕΞ Ελλάδας-Τουρκίας (Δένδιας-Τσαβούσογλου), κατά μίμηση παλαιότερων συμπεριφορών υπουργών ή πρωθυπουργών της Ελλάδας στο όνομα της… ”ελληνοτουρκικής φιλίας” (βλ. ζεϊμπέκικα και κουμπαριές του πολιτικού παρελθόντος).
Αντιλαμβάνομαι, ασφαλώς, ότι η ατέρμονη ελληνοτουρκική διαμάχη γεννάει την πρόκληση τιθάσσευσής της από τον εκάστοτε υπουργό Εξωτερικών. Ωστόσο η μη απάντηση εκ μέρους μας στις προκλήσεις επιθετικότητας της Τουρκίας επαυξάνει το θράσος και τις διεκδικήσεις της, αφού είναι αποδεδειγμένο ότι ”εάν δώσεις ένα μέτρο σ’ αυτήν, θα σου ζητήσει χιλιόμετρο”…
Έπειτα είναι ολοφάνερο ότι δεν βρίσκει ανταπόκριση η άοκνη προσπάθειά μας να γεφυρώσουμε το χάσμα των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών με κινήσεις καλής θέλησης (βλ. ελληνική έγκριση για πτήσεις τουρκικών UAV σε περιοχή που δέσμευσαν νότια της Ρόδου, Ιούνιος 2020), αφού η Τουρκία όχι μόνο δεν καταβάλλει προσπάθεια για να καλύψει τις γεμάτες ρωγμές ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά προσθέτει νέες στις ήδη υπάρχουσες.
Το μόνο ευοίωνο στον υβριδικό πόλεμο που μας έχει κηρύξει είναι η αποφασιστικότητα που δείχνουμε εμείς – σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο – για υπεράσπιση των εδαφικών κεκτημένων μας. Η αποφασιστικότητα να απαντάμε στο χωρίς τέλος παιχνίδι προκλήσεων και εκφοβιστικών απειλών της στο Αιγαίο με την σθεναρή υπεράσπιση του status quo των συνόρων μας.
Συνόρων τα οποία χαράχτηκαν από Διεθνείς Συνθήκες [(της Λωζάνης, 1923) και Συμβάσεις (Του Δικαίου της Θάλασσας, 1982, UNCLOS)] και γι’ αυτό δεν επιδέχονται αναθεωρητισμούς, όσο είμαστε αποφασισμένοι να κρατήσουμε αλώβητη απ’ την τουρκική βουλιμία την ελληνική Επικράτεια.
Την Επικράτεια που είναι προϊόν απελεθερωτικών αγώνων και κρουνών αίματος το οποίο έχυσαν αν αφθονία οι πρόγονοί μας, για να καρποφορήσει το δέντρο της ελευθερίας στον τόπο μας. Κι αυτό ας μην το ξεχνούν οι επιλήσμονες του ιστορικού παρελθόντος Έλληνες πολιτικοί και, προπάντων, οι εκάστοτε κυβερνώντες, αφού εξακολουθεί να ισχύει το του Ουίνστον Τσώρτσιλ απόφθεγμα: ”Όσο πιο πίσω πάμε στο παρελθόν, τόσο πιο μακριά στο μέλλον μπορούμε να δούμε”.
Όπως ισχύει και η διαπίστωση του φιλοσόφου-συγγραφέα της εποχής μας Παναγιώτη Κονδύλη ότι ”ο ελληνικός πολιτικός κόσμος στο σύνολό του δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα πάγιο και αθόρυβο θεσμικό πλαίσιο ικανό να εξουδετερώσει κατά το δυνατόν τους πειρασμούς κομματικής εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων”.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να διαμορφώνουμε περιστασιακή εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία και ευάλωτη σε πειρασμούς κομματικής εκμετάλλευσης των εθνικών μας θεμάτων, σε μια εποχή όπου όλα δείχνουν πως τα δύσκολα έπονται, δεδομένης της τουρκικής επιθετικότητας η οποία συνιστά μόνιμη ζωτική απειλή για τα εθνικά συμφέροντά μας.
Ως εκ τούτου, δεν έχουμε παρά μία και μόνη επιλογή για να αντιμετωπίσουμε τα κακώς κείμενα της Εξωτερικής πολιτικής μας: Να κάνουμε ό,τι περνά απ’ το χέρι μας για την αναβάθμιση και ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας (σε επίπεδο εξοπλισμών και στρατιωτικού προσωπικού) και την αναβάθμιση της ελληνικής διπλωματίας παράλληλα.
Μια αναβάθμιση που θα πρέπει να περιλαμβάνει την αναβάπτισή της στα νάματα της ιστορικής ενσυναίσθησης και της εθνικής ευαισθησίας, από τα οποία απέχει πολλά χρόνια τώρα αυτή, γιατί έριξε αποκλειστικά το βάρος στα τυπικά της διπλωματικής… αριστείας.
Στο πλαίσιο της εξωστρέφειας της Εξωτερικής πολιτικής μας είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να ”σιγουρέψουμε” τις στρατηγικές συμμαχίες μας, αλλά και να διαμορφώσουμε ένα σταθερό και διευρυμένο στα σημερινά ενεργειακά του όρια γεωπολιτικό όραμα με βάση τις πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και τις εθνικές προοπτικές μας οι οποίες συνδέονται άμεσα με τη θάλασσα του Αιγαίου και τον ρόλο του στη μοίρα και πορεία της Ελλάδας στο πέρασμα των αιώνων.
Είμαστε υποχρεωμένοι, επίσης – στο όνομα της ιστορικής και εθνικής μας υπόστασης – να διαμορφώσουμε προϋποθέσεις αντίστασης στα… προαποφασισμένα της Γερμανίας σε βάρος μας. Και θα το καταφέρουμε αυτό, πέραν όλων των άλλων, και:
• Με την ανανέωση του συστήματος Εθνικής Ασφαλείας της χώρας μας. Με την αντικατάσταση, δηλαδή, του παλαιού και ξεπερασμένου συστήματος από ένα σύγχρονο το οποίο θα ανταποκρίνεται στις σημερινές της ανάγκες, πράγμα που προϋποθέτει αναβαθμισμένο ποιοτικά προσωπικό σε επίπεδο Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και ΕΥΠ.
• Με την άμεση σύσταση, επίσης, Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που να απαιτεί μεγαλύτερη συλλογικότητα εκ μέρους των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων του Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων των ΕΔ της χώρας μας (ΚΥΣΕΑ), ώστε να διαμορφώσουμε μια ενιαία, ακομμάτιστη και αταλάντευτη εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία.
• Με την απεμπλοκή μας, τέλος, απ’ τα σχέδια της Γερμανίας που μας εργαλειοποιεί συστηματικά προωθώντας μας – υπό δυσμενείς όρους και με προδιαγεγραμμένη ατζέντα σε βάρος μας – σε διακρατικές διαβουλεύσεις με την Τουρκία, οι οποίες θα μας οδηγήσουν προ τετελεσμένων στη Χάγη.
Της Γερμανίας στην οποία επιτρέψαμε, ως πολιτική εξουσία – παρά τις αποδείξεις που είχαμε για την μεροληπτική στάση της υπέρ της Τουρκίας – να μας κατευθύνει σε όλο και πιο υποχωρητική στάση απέναντί της πότε δια της συνέχισης των αδιέξοδων κύκλων των ΜΟΕ (Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) και πότε δια των διερευνητικών επαφών μαζί της.
Έτσι που τελικά οι μόνες ”πράξεις αντίστασης” στην γερμανική ”καθοδήγηση” να είναι η πρόσφατη δυσαρέσκεια του ΥΠΕΞ μας Νίκου Δένδια, με συνακόλουθη αυτήν του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (γιατί η Γερμανία άφησε πάλι έξω την Ελλάδα απ’ την Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη) και η διευκρίνιση από πλευράς Ελληνικής Αντιπροσωπείας (από την οποία φημολογείται ότι θα αποχωρήσουν δύο μέλη πριν την έναρξη του 63ου γύρου των διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη) ότι ο διάλογος με την Τουρκία – καθ’ υπόδειξη Μέρκελ – είναι άτυπος και μη δεσμευτικός για την χώρα μας…
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)