Παράγοντες υποστηρικτικοί προς την τιµή παραγωγού είναι τα σχετικά µικρά αποθέµατα από την προηγούµενη χρονιά, αλλά και οι χρηµατιστηριακές επιδόσεις των σιτηρών, που όπως αποτιµούν όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά δεν θα επέτρεπαν τιµές παραγωγού για το σκληρό στην Ελλάδα κάτω από τα 22 µε 23 λεπτά το κιλό.
Πάντως είναι γεγονός ότι αυτές τις ηµέρες µεσίτες και έµποροι προσεγγίζουν παραγωγούς για να εξασφαλίσουν µε «ανοιχτές τιµές» ποσότητες, παρά τις προφάσεις για «µαζεµένη» ζήτηση.
Κοµµένες ποσότητες και στον Καναδά
Επιπλέον, στο «δεύτερο ηµίχρονο» της εµπορικής περιόδου, οι µέχρι σήµερα ενδείξεις για µικρότερες του αναµενοµένου ποσότητες από τις όψιµες παραγωγές της Βορείου Αµερικής. Αυτό διατηρεί προοπτικές ενθαρρυντικές για την πορεία της αγοράς από το φθινόπωρο και µετά, αφού απ’ ό,τι φαίνεται η ξηρασία ταλαιπωρεί και εκεί, όπως εδώ, την καλλιέργεια.
Σηµειωτέον ότι η παραπάνω τιµή εκκίνησης προκύπτει λαµβάνοντας υπ’ όψιν την τιµή εξαγωγής µε την οποία κλείνει η χρονιά στην Ελλάδα, στα 265 ευρώ ο τόνος FOB, σε συνδυασµό µε τη στασιµότητα στο εµπορικό κέντρο της Φότζια στην Ιταλία, όπου η πρώτη ποιότητα σκληρού σίτου διαπραγµατεύεται εδώ και µερικές εβδοµάδας στα 295 ευρώ ο τόνος.
Παίζουν τα 25 λεπτά για την α’ ποιότητα
Την ίδια ώρα για τα συµβολαιακά σιτάρια προβλέπεται πριµ ποιότητας που προστίθεται στην τιµή βάσης κατά 1 λεπτό για πρωτεΐνη 13,5% και επιπλέον 1 λεπτό για πρωτεΐνη 14,5% και πάνω. Οι εκτιµήσεις για το µέγεθος της ελληνικής παραγωγής βλέπουν τους 800.000 τόνους, µια αύξηση της τάξης των 70.000 µε 100.000 τόνων, η οποία αποδίδεται στις περισσότερες εκτάσεις (µία αύξηση της τάξης του 25%) που σπάρθηκαν πέρυσι.
Ωστόσο η εξέλιξη του καιρού ήταν για «σεµινάριο», όπως σχολιάζει στην εφηµερίδα Agrenda άνθρωπος της αγοράς, λέγοντας πως τις λίγες βροχές το χειµώνα τις ακολούθησαν ζεστές θερµοκρασίες που ενθάρρυναν τα φυτά να αναπτυχθούν νωρίτερα µε αποτέλεσµα ο παγετός να συµπέσει µε την ανάπτυξη του σταχιού.
Το φθηνό δολάριο και η εξαγωγή
Πέρα πάντως από τη δυσφορία του εγχώριου εµπορίου που θέλει να κλείσει εκ νέου την αγορά στα στεγανά του ώστε να συγκρατήσει τις τιµές, το βασικό «βαρίδι» στη φετινή χρονιά είναι η εξοµάλυνση της κατανάλωσης από τη βιοµηχανία και τους µύλους σε προ πανδηµίας επίπεδα. Το φθηνό δολάριο την ίδια στιγµή καθιστά πιο ελκυστική για τους Ιταλούς την περσινή καναδέζικη σοδειά, µε τους αγοραστές να µπαίνουν επιλεκτικά στα αλώνια. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αυτό που αναµένουν άνθρωποι της αγοράς ότι θα συµβεί είναι να πληρωθούν µεν καλά τα ποιοτικά σιτάρια, χωρίς όµως να επαναληφθούν φαινόµενα αντίστοιχα µε τα περσινά, όπου πληρώθηκαν µε 25 και 26 λεπτά και ποσότητες δεύτερης ποιότητας.
Με 20 λεπτά στην πλάστιγγα κριθάρι για ζωοτροφή
Πράξεις από 18 µέχρι 19 λεπτά το κιλό κλείνονται αυτό το διάστηµα για ζωοτροφικά κριθάρια, µε την τιµή να φτάνει ακόµα και τα 20 λεπτά σε περιπτώσεις απευθείας πώλησης σε κτηνοτρόφους. Η ζήτηση για ζωοτροφή παραµένει υψηλή, µε αποτέλεσµα η τιµή της ελεύθερης αγοράς να έχει υπερβεί εκείνη που πληρώνει η βιοµηχανία βυνοποίησης, έχοντας παράλληλα σηµειώσει άλµα συγκριτικά µε τα περσινά αλώνια, όπου η υψηλότερη τιµή προσέγγισε τα 13 λεπτά το κιλό.
Λίγο θέλει το 25άρι µέσα στ’ αλώνια
- Πριµ ποιότητας για σκληρό σιτάρι µε πρωτεΐνες άνω του 13% επιφυλάσσει η αγορά
- Νωχελικό σ’ αυτή τη φάση το ενδιαφέρον προς εξαγωγή, µε πράξεις στα 265 ευρώ
Ζεστό διατηρείται το κλίµα στην αγορά σκληρού σίτου, µε την επερχόµενη εµπορική περίοδο να δείχνει µεν µια τάση εξισορρόπησης, αποκλείοντας ταυτόχρονα, µε βάση τα θεµελιώδη αλλά και τη χρηµατιστηριακή εικόνα, σενάρια συµπίεσης των τιµών. Όπως όλα δείχνουν, η αγορά «ακούει» πιο ευχάριστα εύρος τιµών κοντά στα 23 λεπτά το κιλό, επιφυλάσσοντας παράλληλα πριµ ποιότητας για πρώτη ύλη µε πρωτεΐνες άνω του 13%.
Οι πληροφορίες πάντως θέλουν το εµπόριο να προσεγγίζει παραγωγούς το διάστηµα αυτό, προκειµένου να εξασφαλίσουν ποσότητες, χωρίς ωστόσο να κάνουν κουβέντα για τιµή. Με άλλα λόγια, παρά το εµπορικό ενδιαφέρον, οι αγοραστές προσπαθούν να δείξουν ένα µάλλον µετριοπαθές προσωπείο προκειµένου να αποφευχθεί κάποια έντονα ανοδική κινητικότητα στην αγορά.
Βασικό επιχείρηµα που θέλει να ανακόψει κάπως τη φόρα στην εγχώρια αγορά σκληρού σίτου, το νωχελικό ενδιαφέρον προς εξαγωγή, αυτήν τη περίοδο, το οποίο δεν µπορεί να προεξοφλεί όµως απραγία και στο υπόλοιπο της σεζόν. Η τελευταία τιµή της εµπορικής περιόδου 2020-2021 έκανε κοιλιά στα 260-265 ευρώ ο τόνος FOB, όταν νωρίτερα φέτος κυµαινόταν πάνω από τα 280 ευρώ, κάτι σύνηθες για την εποχή.
Σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι της αγοράς εκτιµούν πως η αναµενόµενη παραγωγή θα είναι κατώτερη ποσοτικά από τις αρχικές εκτιµήσεις και δεν θα υπερβεί κατά πολύ τους 800.000 τόνους, παρά το γεγονός ότι οι εκτάσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 25% το περασµένο φθινόπωρο. Αντίστοιχα µετριοπαθής αύξηση της παραγωγής αναµένεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, µε τις πρώτες εκτιµήσεις να αποτιµούν στους 8,7 εκατ. τόνους τη συνολική παραγωγή. Από την άλλη, πιο ισορροπηµένη φαντάζει η αναλογία αποθεµάτων και κατανάλωσης, αφού σε αντίθεση µε την περσινή χρονιά, φυλάχτηκε στις αποθήκες ένα µικρό µέρος της παραγωγής του περασµένου έτους.
Ενδεικτικό πάντως της µάλλον ήπιας διάθεσης στο εµπόριο είναι και το γεγονός ότι τουλάχιστον µέχρι στιγµής δεν έχουν ακουστεί προπωλήσεις της νέας σοδειάς, µε τις διερευνητικές συζητήσεις που γίνονται να οριοθετούν την τιµή ανάµεσα στα 260 και τα 265 ευρώ ο τόνος. Την ίδια στιγµή στην Ιταλία, η βιοµηχανία ζυµαρικών ανακοινώνει µείωση της κατανάλωσης κοντά στο 15% συγκριτικά µε την προηγούµενη χρονιά, επικυρώνοντας την πρόθεση του εµπορίου για πιο συγκρατηµένη είσοδο στα αλώνια.
Κοινοποιήστε το:
Διαβάστε Επίσης