Την ώρα που οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο τρέχουν στον τομέα ανάπτυξης μη
επανδρωμένων συστημάτων, την ώρα που η ανάπτυξη αξιόλογης ικανότητας drones
από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για την
Ελλάδα, η χώρα μας εξακολουθεί να απέχει από την τεχνολογία των μη
επανδρωμένων αεροσκαφών.
Η αποχή αυτή δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμη δεδομένου ότι υπάρχουν αξιόλογες
ελληνικές εταιρείες, οι οποίες αναπτύσσουν καινοτόμες λύσεις στον τομέα αυτόν.
Πολύ περισσότερο αυξάνεται ο προβληματισμός τη στιγμή που όλο και περισσότεροι
ειδικοί αναλυτές, στην Ελλάδα και διεθνώς, στρέφουν την προσοχή τους στη
μελέτη και την ανάλυση οπλικών συστημάτων σχετικά χαμηλού κόστους, απολύτως
προσαρμοσμένων και αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας σε ιδιαίτερες τοπικές
γεωγραφικές συνθήκες και στις ανάλογες αμυντικές απαιτήσεις, όπως αυτές που
υπάρχουν σε πιθανά σημεία δημιουργίας θερμών επεισοδίων ή αυξανόμενων
στρατηγικών προκλήσεων.
Ακόμα μια φορά φαίνεται πως προσπαθούμε να βγάλουμε τα μάτια μας μόνοι μας…
Η Τουρκία “τρέχει”
Η αυξανόμενη αυτονομία και επιθετικότητα της Τουρκίας σημαίνει ότι στο μέλλον
θα συνεχίσει να καινοτομεί στις προκλήσεις αλλά και στη διεξαγωγή στρατιωτικών
επιχειρήσεων. Πολλές φορές είδαμε τα τουρκικά drones και UAS να επιχειρούν
στον Έβρο, στο Καστελλόριζο, στο Αιγαίο.
Σημειώνεται ότι, πριν από σχεδόν έναν χρόνο, η Τουρκία χρησιμοποίησε οπλισμένα
drones εξαπολύοντας επίθεση κατά συριακών αρμάτων, οχημάτων και
αντιαεροπορικών συστημάτων. Αλλά και τα διδάγματα από τις επιχειρήσεις στο
Αρτσάχ ήταν σημαντικά για την περαιτέρω εξέλιξη των δογμάτων χρήσης οπλισμένων
drones.
Οι δυνατότητες της Ελλάδας
Είναι βέβαιο πως η χώρα που δεν κατέχει drones θα αναγκαστεί είτε να αγοράζει
συνεχώς από τους συμμάχους της έτοιμο εξοπλισμό και, ως εκ τούτου, να
προσαρμόζει τις επιχειρησιακές της τακτικές σε έτοιμα προϊόντα, ενώ θα
εξαρτάται πάντα από αυτούς για συντήρηση, αναβάθμιση κ.λπ., είτε να
καινοτομήσει στρεφόμενη στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία της.
Ειδικά μάλιστα η Ελλάδα, τον τελευταίο καιρό, έχει πραγματικά να επιδείξει
σημαντικές εξελίξεις και καινοτομίες στον χώρο των μη επανδρωμένων συστημάτων.
Για του λόγου το αληθές, τέτοια παραδείγματα βλέπουμε:
Στην ελληνική SAS – Technology, που σχεδιάζει συστήματα ανοικτής
αρχιτεκτονικής ενσωματώνοντας τις επιχειρησιακές ανάγκες κάθε χρήστη,
επιτρέποντας την επιχειρησιακή αξιοποίησή τους ακόμη και σε αποστολές που δεν
είχαν αρχικά προβλεφθεί.
Στην αξιοσημείωτη προσπάθεια δημιουργίας κοιτίδας σύγχρονων τεχνολογιών για
drone από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο μάλιστα ηγείται
μαζί με την Intracom Defense Electronics για τη σχεδίαση και κατασκευή του
Lotus, στο πλαίσιο μάλιστα ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω πόρων EDIDP (European Defense Industrial Development
Program).
Στην ελληνική UcanDrone, η οποία προσφάτως ανέπτυξε νέα δυναμική στον τρόπο
που τα μη επανδρωμένα «έξυπνα» ιπτάμενα συστήματά της ερευνούν, εποπτεύουν,
συλλέγουν και αναλύουν δεδομένα, με χρήση προηγμένων αισθητήρων και
συστημάτων, και διασύνδεσή τους με συστήματα ελέγχου. Το μέλλον, άλλωστε, των
στρατιωτικών επιχειρήσεων βασίζεται στη διαλειτουργικότητα, δηλαδή την
ανταλλαγή ποικίλων πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο.
Στην Αether Aeronautics, η οποία εξειδικεύεται στη σχεδίαση, την ανάπτυξη και
την κατασκευή εξειδικευμένων μη επανδρωμένων εναέριων στόχων (target drones)
καθώς και στροβιλοκινητήρων υψηλών επιδόσεων. Η εταιρεία έχει σχεδιάσει
περισσότερα από 15 διαφορετικά μοντέλα target drones και οικογένειες
αεροσκαφών, καλύπτοντας όλο το φάσμα των επιδόσεων, από χαμηλές μέχρι και
διηχητικές ταχύτητες.
Περίεργοι διαγωνισμοί
Είναι προφανές ότι τα UAV συστήματα και οι εναέριοι στόχοι των παραπάνω
εταιρειών μπορούν να αντικαταστήσουν όλα τα μέχρι σήμερα εισαγόμενα αντίστοιχα
προϊόντα και να αποτελέσουν μέρος της αλυσίδας της εγχώριας αμυντικής
βιομηχανίας. Υπάρχουν καινοτόμες λύσεις ελληνικές, με τεχνολογία που εστιάζει
στις ανάγκες της Ελλάδας, με προσαρμόσιμες δυνατότητες που μόνο μια εγχώρια
εταιρεία μπορεί να προσφέρει. Σε αντίθεση με τις όποιες δυνατότητες μπορούν να
προσφέρουν τυποποιημένα συστήματα διεθνών κατασκευαστικών οίκων.
Τουναντίον όμως παρατηρείται ότι οι εταιρείες αυτές περνούν πολλές φορές σε
δεύτερη μοίρα στους σχετικούς διαγωνισμούς του κράτους για την προμήθεια
ανάλογων συστημάτων.
Πώς ακριβώς συμβαίνει αυτό; Οι διαγωνισμοί είτε κατακυρώνονται σε ξένους
προμηθευτές (ή τους Έλληνες εκπροσώπους τους, οι οποίοι απλώς τα εισάγουν και
τα μεταπωλούν) χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό προβάδισμα είτε, όταν προκρίνεται
«ελληνική λύση» ως η πλέον συμφέρουσα τεχνικά και οικονομικά, τότε ως διά
μαγείας ο διαγωνισμός… ακυρώνεται!