Ο όσιος Νεκτάριος της Όπτινα και το άφθαρτο σκήνωμά του (12 Μαΐου)
Ο Όσιος Νεκτάριος της Όπτινα, κατά κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε το 1853 στην πόλη Γιελέτς της επαρχίας Οριόλ, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους, τον Βασίλειο και την Ελένη. Σε ηλικία επτά ετών, έχασε τον πατέρα του, ο οποίος λίγο πριν το θάνατό του, ευλόγησε τον υιό του με την εικόνα του Αγίου Νικολάου αναθέτοντας το παιδί του στην κηδεμονία του μεγάλου αυτού Αγίου. Ο μελλοντικός Στάρετς δεν αποχωρίσθηκε την εικόνα αυτή σε ολόκληρη την ζωή του.
Οι προσευχές της μητέρας του και η αυστηρή ανατροφή, που του έδωσε, τον προστάτευαν από πειρασμούς και συμφορές. Σιγά – σιγά μεγάλωνε και έγινε πράος, ήσυχος και ευλαβής, έξυπνος και φιλομαθής. Φοίτησε στο ενοριακό σχολείο του χωριού του, όπου φοιτούσαν οι άποροι, όπου έμαθε να διαβάζει, να γράφει, να μετράει και να μελετά το νόμο του Θεού.
Όταν έγινε ένδεκα ετών, εργάσθηκε στο κατάστημα του πλούσιου εμπόρου Χάμωφ, στο σπίτι του οποίου έζησε 9 χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας του. Στις ελεύθερες ώρες του μελετούσε πνευματικά βιβλία και πήγαινε στην εκκλησία. Τον διέκρινε η πραότητα, η μετριοφροσύνη και η καθαρότητα της καρδιάς.
Εκείνο τον καιρό ζούσε στην Γιελέτς μια σχεδόν εκατοντάχρονη μοναχή, η Θεοδώρα, πνευματική θυγατέρα του Οσίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ, που οι κάτοικοι είχαν την ευλαβή συνήθεια να την συμβουλεύονται σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις τους. Ο εργοδότης του Νικολάου, που πληροφορήθηκε ότι του ετοίμαζαν ένα προξενιό, τον έστειλε σε αυτήν να πάρει ευλογία για το γάμο. Η γερόντισσα του είπε: «Παιδί μου, πήγαινε στην Όπτινα στον Στάρετς Ιλαρίωνα και αυτός θα σου πει τι θα κάνεις». Ο Στάρετς Ιλαρίων του συνέστησε να επισκεφθεί τον Στάρετς Αμβρόσιο. Ο Γέροντας τον δέχθηκε και μίλησε μαζί του για δύο ώρες. Μετά από αυτή τη συνομιλία η ζωή του Νικολάου άλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οικονομίαν Θεού ανακάλυψε την πραγματική του κλίση.
Ο Νικόλαος εκτελούσε κάθε διακόνημα με πολλή υπακοή, ταπείνωση και ζήλο. Στις 3 Απριλίου 1876 εκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετά ένδεκα χρόνια, στις 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακή των Νηστειών, εκάρη μικρόσχημος και έλαβε το όνομα Νεκτάριος, προς τιμήν του Οσίου Νεκταρίου της Λαύρας του Κιέβου.
Η είσοδός του στο αγγελικό τάγμα των μοναχών του έφερε μεγάλη χαρά. Σε προχωρημένη ηλικία θυμόταν: «Επί ένα ολόκληρο χρόνο ένοιωθα σα να είχα φτερά στους ώμους μου». Ήταν ταπεινός και αισθανόταν την αναξιότητά του. Χειροτονήθηκε διάκονος, στις 19 Ιανουαρίου 1894 και πρεσβύτερος στις 21 Οκτωβρίου 1898.
Ο Όσιος Νεκτάριος δίδασκε στα πνευματικά του παιδιά την ταπείνωση και την υπομονή, περισσότερο από όλες τις αρετές. Για την κάθαρση της ψυχής του ανθρώπου δίδασκε πως επιτυγχάνεται με την προσευχή. Ο Όσιος δίδασκε σε όλους την προσευχή και ιδιαίτερα την ευχή του Ιησού. Μάλιστα, όταν πλησίαζε η σοβιετική λαίλαπα, τόνιζε στα πνευματικά του παιδιά: «σε αυτές τις έσχατες ημέρες είναι καιρός για προσευχή. Κατά την διάρκεια της εργασίας σας να λέτε συνεχώς την ευχή του Ιησού. Στην αρχή με τα χείλη, μετά με το νου και ύστερα θα εισχωρήσει μέσα στην καρδιά σας».
Μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής επαναστάσεως, την Κυριακή των Βαΐων του 1923 η Όπτινα έκλεισε οριστικά. Ο Όσιος Νεκτάριος συνελήφθη και φυλακίσθηκε στο αρτοποιείο της μονής, μετά οδηγήθηκε στην φυλακή του Κοζέλσκ και καταδικάσθηκε χωρίς δίκη σε θάνατο διά τουφεκισμού. Μετά από διαμαρτυρίες ο Όσιος απελευθερώθηκε στις 17 Απριλίου και έζησε ως εξόριστος σε αγρόκτημα του Πλόχινο. Αργότερα εξορίζεται στο χωριό Χόλμισι της επαρχίας Μπριάνσκ. Εκεί δεχόταν τους επισκέπτες και πλήθος επιστολών από απλούς ανθρώπους, αλλά και από μεγάλους ιεράρχες. Ο Άγιος Πατριάρχης Τύχων τον συμβουλευόταν διά μέσου έμπιστων ανθρώπων. Ο Άγιος Θεός είχε δωρίσει στον Όσιο το διορατικό χάρισμα. Έτσι όλοι τον εμπιστεύονταν και έκαναν υπακοή στον λόγο του.
Ο Όσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετά από ασθένεια, το 1928. Η είδηση της κοιμήσεώς του διαδόθηκε αστραπιαία. Χιλιάδες πιστοί άρχισαν να συρρέουν συνεχώς από διάφορες πόλεις στο Χόλμισι.
Το 1935 κλέφτες έσκαψαν τον τάφο του Οσίου ψάχνοντας για πολύτιμα αντικείμενα. Έβγαλαν έξω από τον τάφο το φέρετρο και αφού έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτε, το παράτησαν ανοιχτό μαζί με το λείψανο του Οσίου στηριγμένο σε ένα δένδρο. Μια ομάδα από εργάτες, που δούλευαν δίπλα στα αγροκτήματα, έτρεξαν στο κοιμητήριο και είδαν έκπληκτοι πως ο Όσιος ήταν εκεί άφθαρτος, επτά ολόκληρα χρόνια μετά την κοίμηση και την ταφή του. Το δέρμα του είχε το χρώμα του κεριού και τα χέρια του ήταν ευλύγιστα και μαλακά. Μια γυναίκα έφερε λευκό μεταξωτό ύφασμα και κάλυψε το πρόσωπό του. Έπειτα έκλεισαν το φέρετρο και ενταφίασαν τον Όσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στις 16 Ιουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του Οσίου και η επιστροφή του στην Όπτινα.
Πηγή: pemptousia.gr