Του Σάββα Καλεντερίδη
Οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης Τουρκίας-Αιγύπτου αφορούν πρωτίστως την Κύπρο και την Ελλάδα. Επιλέξαμε να μεταφράσουμε το πιο αντιπροσωπευτικό άρθρο για το θέμα, αυτό του Burak Tuygan από την ahvalnews, γιατί θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμο για τους αναγνώστες μας και όχι μόνο:
Είναι παρελθόν τα δάκρυα του Ερντογάν
Στις 21 Αυγούστου 2013 η αρθρογράφος της τουρκικής εφημερίδας Star, Sibel Eraslan έγραψε ένα άρθρο με τίτλο: «Esra Albayrak: Είδα τον πατέρα μου να κλαίει σήμερα το πρωί.» Η Εσρά είναι η κόρη του Ερντογάν, παντρεμένη με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Μπεράτ.
Δύο ημέρες αργότερα, ο Ερντογάν έχυσε τα δάκρυά του σε τηλεοπτική εκπομπή του καναλιού Ülke TV. Για το θέμα έγραψε η εφημερίδα Türkiye:
«Τα δάκρυα του πρωθυπουργού Ερντογάν ήταν το τέλος του προγράμματος. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν έκλαιγε ενώ παρακολουθούσε βίντεο με την επιστολή του ηγέτη της Αδελφότητας Μωάμεθ Ελ Μπιλτάτσι, που σκοτώθηκε από τους στρατιώτες του Σίσι, προς την κόρη του Έσμα».
Κατά τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2014, ο Ερντογάν δεν παρευρέθηκε στο δείπνο που έδωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν κι Μουν, επειδή τον τοποθέτησαν στο ίδιο τραπέζι με τον Σίσι. Τότε εξέφρασε την αντίδρασή του δηλώνοντας στα τουρκικά ΜΜΕ: «Δεν μπορώ να καθίσω στο ίδιο τραπέζι και να νομιμοποιήσω τους πραξικοπηματίες».
Κατά την επίσκεψή του στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τον Μάιο του 2015, είπε: «Για μένα, ο πρόεδρος της Αιγύπτου είναι ο Μόρσι και όχι ο Σίσι.»
Τον Φεβρουάριο του 2019 συμμετείχε σε εκπομπή του CNN Türk και είπε:
«Πάντα έλεγα ότι ο Σίσι ήταν συνωμότης πραξικοπήματος, δεν το έκρυψα. Αριθμητικά, έχουν εκτελέσει 42 άτομα από τότε που ανέλαβε το αξίωμα ο Σίσι. Εσχάτως εκτέλεσαν 9 νέους ανθρώπους. Αυτό δεν μπορούμε να το καταπιούμε. Θα μας πουν ότι έτσι αποφάσισε η δικαιοσύνη. Εκεί δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχουν εκλογές, αυτά είναι για τα μάτια του κόσμου. Υπάρχει μια αυταρχική, ολοκληρωτική δομή. Όποιον θέλεις τον στέλνεις στην αγχόνη… Δεν πρόκειται συνομιλήσω με ένα τέτοιο άτομο… Ο λαός της Αιγύπτου είναι στην ψυχή μας, αλλά με αυτόν ποτέ!»
Μιλώντας στα διεθνή μέσα ενημέρωσης στις δημοτικές εκλογές του 2019, ο Ερντογάν υπόσχεται ότι δεν θα αφήσει τις δολοφονίες τόσο του Μόρσι όσο και του Σαουδάραβα Κασόγκι ατιμώρητες:
«Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε να ξεχαστεί ποτέ η δολοφονία του αείμνηστου συναδέλφου σας Κασόγκι, ούτε η δολοφονία του Μόρσι. Εγώ πάντα λέω γι’ αυτόν (Σίσι) ότι είναι ένας δολοφόνος, δεν είναι δημοκράτης.»
Το Πρακτορείο Ανατολή στις 19 Ιουνίου αναφέρει το εξής:
«Ερντογάν: (για το θάνατο του Μόρσι) Θα παρακολουθήσουμε την υπόθεση. Θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για να δικαστεί η Αίγυπτος σε διεθνή δικαστήρια.»
Ο Ερντογάν έκανε σημαία του την εχθρική ρητορική εναντίον του Σίσι, στον προεκλογικό αγώνα του 2019.
Ο Σίσι, επειδή νοιώθει αδύναμος τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο, κυρίως λόγω του φράγματος της Αιθιοπίας στο Νείλο και του θέματος της Λιβύης, επέλεξε να μην απαντήσει ανοικτά στις προσβολές Ερντογάν.
Ωστόσο, ο Σίσι, εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία στην περιοχή, έγινε ο κύριος μοχλός του αντι-τουρκικού μετώπου. Το Φόρουμ Φυσικού Αερίου με έδρα το Κάιρο είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Σίσι έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην κινητοποίηση χωρών όπως η Κύπρος, η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Γαλλία και τα ΗΑΕ εναντίον της Τουρκίας.
Όταν αξιολογούμε την προσέγγιση μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου υπό το φως όλων αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ότι οι δύο ηγέτες πραγματικά χρειάζονται ο ένας τον άλλον ή τουλάχιστον δεν πρέπει να είναι εχθροί.
Στις 22 Ιουνίου 2020, όταν τα στρατεύματα της κυβέρνησης της Τρίπολης με την υποστήριξη της Τουρκίας κινήθηκαν προς την πόλη Σύρτη, ο Αιγύπτιος ηγέτης δήλωσε ότι «η Σύρτη και η Τζούφρα είναι οι κόκκινες γραμμές». Επίσης, ξανά στις 18 Ιουλίου, είπε «Δεν θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια, αν επιχειρηθεί κατάληψη της Σύρτης». Ήταν η πρώτη σοβαρή δήλωση Σίσι που στόχευε κατ’ ευθείαν την Τουρκία.
Μετά από τις δηλώσεις αυτές και την παρέμβαση της Ρωσίας, τα στρατεύματα της Τρίπολης που υποστηρίζονταν από την Τουρκία, ενώ θα μπορούσαν να πάρουν την Σύρτη και την Τζούφρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σταμάτησαν ξαφνικά την προέλασή τους και η γραμμή εκείνη αποτέλεσε τη βάση της κατάπαυσης του πυρός και της προσωρινής κυβέρνησης που ιδρύθηκε έπειτα.
Ωστόσο, η πιο οδυνηρή εξέλιξη για τον Ερντογάν ήταν ότι η Αίγυπτος και η Ελλάδα υπέγραψαν συμφωνία θαλάσσιας οριοθέτησης, παρόμοια με το τουρκολυβικό μνημόνιο.
Νομίζοντας ότι η Αίγυπτος ήταν πάντα κοντά στις θέσεις της Τουρκίας στο θέμα των θαλασσίων συνόρων, μετά την υπογραφή συμφωνίας με την Ελλάδα η Άγκυρα άρχισε να τείνει ένα κλαδί ελιάς στην Αίγυπτο χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να ακυρώσει αυτήν την συμφωνία.
Ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 ότι δεν υπάρχει εμπόδιο για τη διεξαγωγή συνομιλιών μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών με την Αίγυπτο. Στη συνέχεια, ο Ερντογάν και οι ανώτεροι Τούρκοι αξιωματούχοι άρχισαν να κάνουν δηλώσεις ότι πραγματοποιήθηκαν συνομιλίες σε επίπεδο υπηρεσιών πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών. Αν και η Αίγυπτος δεν αρνήθηκε κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς γι’ αυτό το ζήτημα, τα αιγυπτιακά ΜΜΕ άρχισαν να γράφουν για όρους που τίθενται στην Τουρκία για να αρχίσουν οι συνομιλίες.
Οι δύο πρώτες βασικές προϋποθέσεις είναι η σιωπή των τηλεοράσεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη και η απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και των μισθοφόρων της Τουρκίας από τη Λιβύη.
Η Τουρκία, ξεκινώντας με το ευκολότερο, ζήτησε από τα τρία κανάλια που ενοχλούσαν την Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο να τερματίσουν τα πολιτικά τους προγράμματα. Αυτό το βήμα άνοιξε τις πόρτες του διαλόγου με την Αίγυπτο.
Αμέσως μετά την είδηση ότι η Αίγυπτος είχε εκτελέσει 17 εξέχοντα μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μια τουρκική αντιπροσωπεία μετέβη στο Κάιρο. Στις δηλώσεις και των δύο πλευρών, αναφέρεται ότι το έδαφος είναι πολύ κατάλληλο για συμβιβασμό.
Η Τουρκία στις 30 Απριλίου έκανε ένα ακόμη βήμα και ήρε το βέτο της στο ΝΑΤΟ εναντίον της Αιγύπτου.
Αναμφίβολα, τα κύρια θέματα που θα τεθούν στο τραπέζι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών είναι η απαγόρευση των δραστηριοτήτων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τουρκία και η παράδοση ορισμένων σημαντικών προσωπικοτήτων.
Δεν είναι σαφές για τώρα σε ποιο βαθμό θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα της Αιγύπτου που αφορούν τη Λιβύη. Δεν είναι δυνατόν για την Τουρκία να εγκαταλείψει άμεσα τα πλεονεκτήματά που έχει εξασφαλίσει. Ωστόσο, η Τουρκία μπορεί να προσφερθεί να μοιραστεί μερικά από αυτά τα πλεονεκτήματα με την Αίγυπτο. Μια εταιρική σχέση που μπορεί να επιτευχθεί μπορεί να φέρει μεγάλα πλεονεκτήματα και στις δύο χώρες, αλλά άλλοι μεγάλοι παίκτες, όπως η Ρωσία και η Γαλλία, δεν είναι πιθανό να προσεγγίσουν αυτό το είδος δράσης πολύ θερμά.
Αν λοιπόν η Τουρκία κάνει αυτά τα βήματα, τι θα πάρει ως αντάλλαγμα; Αναμφίβολα, αν η Τουρκία πάρει στο πλευρό της την Αίγυπτο, αυτό θα είναι μια μεγάλη κίνηση για τη μοναξιά που βιώνει η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η θέση της Κύπρου και της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας θα γίνει ακόμη πιο αδύναμη και η Άγκυρα θα είναι σε θέση να επιβάλει την υπεροχή της στην Ανατολική Μεσόγειο στους αντιπάλους της.
Ωστόσο, σε όλα αυτά τα σενάρια, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον παράγοντα Μπάιντεν, ο οποίος αιωρείται σαν Δαμόκλειος Σπάθη και στα δύο καθεστώτα. Αν και η πρόβλεψη ότι ο Μπάιντεν θα αποφύγει μεγάλες κινήσεις που δεν θα απομακρύνουν ούτε την Τουρκία ούτε την Αίγυπτο από αυτόν, είναι γνωστό ότι δεν του αρέσουν και τόσο οι δικτάτορες όσο άρεσαν στον Τραμπ.
Ο Μπάιντεν, που ήδη αναγνώρισε την γενοκτονία των Αρμενίων, αναμένεται να κρατήσει αποστάσεις από τους δύο ηγέτες, λόγω του κακού ιστορικού τους στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά, ούτε ο Σίσι ούτε ο Ερντογάν είναι σε θέση να αντέξουν να συνεχιστεί η μεταξύ τους κρίση. Και οι δύο χρειάζονται πάντα εχθρούς για να κρατήσουν την κοινωνία υπό μεγαλύτερη πίεση για να διατηρήσουν τις θέσεις τους.
Ωστόσο, η θέση του Ερντογάν είναι αδύναμη. Γι’ αυτό υποχρεώθηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών και να «καταπιεί» τα όσα έλεγε εναντίον του Σίσι. Όμως, ό,τι και να κένει, δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια γέφυρα φιλίας με την Αίγυπτο.
Οι δύο χώρες μπορεί να προσπαθήσουν να αναπτύξουν ένα μοντέλο παρόμοιο με τη σχέση Τουρκίας-Ρωσίας, αλλά το περιθώριο δράσης τους είναι πολύ περιορισμένο.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα δημοκρατία