Το Κυπριακό πρόβλημα οι ελληνικές κυβερνήσεις το αντιμετώπιζαν σαν ένα άχθος
της εξωτερικής πολιτικής. Να υπενθυμίσω στον αναγνώστη πως στις 29 Σεπτεμβρίου
1950, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τότε υπουργός Εσωτερικών δήλωσε στον δήμαρχο
Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη: «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονες. Έναν
αμερικανικόν και έναν αγγλικόν. Και δι’ αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού να
πάθει ασφυξία». Ενώ ένα χρόνο μετά ο Πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας αρνήθηκε να
στηρίξει το αίτημα του Μακαρίου για Ένωση λέγοντας του μεταξύ άλλων «…μου
ζητάς να κάψω την Ελλάδα χωρίς να μπορώ να ωφελήσω την Κύπρον. Καθίστε λοιπόν
ήσυχα».
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία, ευθύς εξ αρχής, προσέγγισε το Κυπριακό ως
ζήτημα εθνικής ασφάλειας, λόγω της εγγύτητας της Κύπρου με τα παράλια της
Νότιας Τουρκίας. Στις 24 Νοεμβρίου 1956 ο συνταγματολόγος Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε
στον Τούρκο πρωθυπουργό Μεντερές μια έκθεση για το Κυπριακό που αποτελεί από
τότε τον οδηγό της τουρκικής πολιτικής στο συγκεκριμένο θέμα. Στην έκθεση του
αυτή δεχόταν πως η Τουρκία, με την συνθήκη της Λωζάνης, παρέδωσε την κυριαρχία
της Κύπρου στην Μ. Βρετανία.
Συνεπώς, αν ενωνόταν η Κύπρος με την Ελλάδα αυτό θα σήμαινε de facto
αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης, και επειδή θα διαταρασσόταν η
γεωστρατηγική ισορροπία της περιοχής που η συνθήκη προνοούσε, αυτό θα έδινε το
δικαίωμα στην Τουρκία να θέσει προς διαπραγμάτευση μια σειρά ελληνοτουρκικών
προβλημάτων. Ήταν τόση η στρατηγική σημασία της Μεγαλονήσου για την ασφάλεια
της Τουρκίας που Τούρκος αξιωματούχος είχε πει «και Τουρκοκύπριοι να μην
υπήρχαν, θα έπρεπε να τους εφεύρουμε.»
Γι’ αυτόν τον λόγο η Τουρκία επέμενε στην πολιτική των εγγυήσεων που
καθιστούσαν την Κύπρο κράτος περιορισμένης κυριαρχίας. Σήμερα, και πάλι το
ζήτημα των εγγυήσεων και του χρόνου αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων
αποτελούν μέρος των βασικών προβλημάτων που εμποδίζουν την λύση του Κυπριακού.
Η Ελληνική-Ελληνοκυπριακή πλευρά επιθυμεί την λύση του προβλήματος; Έχοντας
οχυρωθεί πίσω από την λύση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας μήπως δεν
επιθυμούν τελικά μιαν οριστική λύση; Μήπως υπάρχει σύμπτωση συμφερόντων
Ελλάδας και Κύπρου να παραμείνει η κατάσταση ως έχει;
Αναμφίβολα στην ελληνική εξωτερική πολιτική βολεύει να υπάρχει το αγκάθι του
Κυπριακού σφηνωμένο στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η Τουρκία βρίσκεται
υπό πίεση -έστω περιορισμένη, έστω υποκριτική- για την εφαρμογή των ψηφισμάτων
του ΟΗΕ. Και η Ελλάδα επιδεικνύει την αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς σε αυτό
το blame game.
Οι Ελληνοκύπριοι, είναι εμφανές, δεν θέλουν να μοιρασθούν την πολιτική
κυριαρχία. Γιατί η περίφημη πολιτική ισότητα σημαίνει ένα περίπλοκο σύστημα
λήψης αποφάσεων που ανακατανέμει την εξουσία, που σήμερα ελέγχουν απολύτως
αυτοί. Επί πλέον, η Ελληνοκυπριακή πλευρά, ως ισχυρότερο και πλουσιότερο μέρος
της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, θα κληθεί να επωμισθεί και το υψηλότερο
κόστος της επανένωσης. Γιατί λοιπόν οι Ελληνοκύπριοι να επιθυμούν την λύση
στην βάση της διζωνικής-δικοινοτικής; Έχουν κάθε λόγο, έστω την τελευταία
στιγμή, όπως στο Κραν Μοντανά -να τορπιλίζουν την επίλυση του προβλήματος.
Προφανώς εκτιμούν πως τα προβλήματα που θα ανακύψουν με την
διζωνική-δικοινοτική θα είναι σημαντικότερα από τα υφιστάμενα.
Επειδή στην εξέλιξη των γεγονότων καλόν είναι να επιζητούμε πρωτίστως τις
λογικές τους αιτίες, ας έχουμε υπ’ όψη και αυτήν την οπτική, όταν αναλύουμε
την στρατηγική της ακινησίας της Ελληνικής-Ελληνοκυπριακής πλευράς.