Του Simon A. Waldman
Ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι πρωτάρης στα διεθνή ζητήματα.
Έχοντας θητεύσει επί οκτώ χρόνια ως Αντιπρόεδρος, επί Μπαράκ Ομπάμα, και για δύο θητείες ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ο 46ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ήξερε ακριβώς τι έκανε όταν έσπασε την τακτική των προκατόχων του αναγνωρίζοντας τη γενοκτονία των Αρμενίων το περασμένο Σάββατο.
Ο Μπάιντεν ήξερε ότι χρησιμοποιώντας τον όρο “γενοκτονία” για να περιγράψει την καταστροφή που έπληξε τους Αρμένιους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα κινδύνευε να δηλητηριάσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία και θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στη διπλωματική και στρατιωτική συνεργασία με την Άγκυρα.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν ξέρει πολύ καλά ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, πρώην προπύργιο του Ψυχρού Πολέμου ενάντια στην κομμουνιστική επέκταση, εταίρος στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, μια γραμμή άμυνας ενάντια σε απειλές που προέρχονται από μια εχθρική περιοχή και μια χώρα που φιλοξενεί σημαντικές στρατιωτικές βάσεις που χρησιμοποιεί το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν τήρησε τη δέσμευση που έκανε προεκλογικά και αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων εντός τριών μηνών από την προεδρία του και κατά τη διάρκεια ενός έτους χωρίς εκλογές – όχι ότι η πολιτική υποστήριξη των Αρμενίων της Αμερικής είναι καθοριστικός παράγοντας, ίσως εκτός από μερικές περιοχές στην Καλιφόρνια.
Η αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας, και όσων βίωσε ο αρμενικός λαός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν το αποκορύφωμα της αναγνώρισης του γεγονότος πως η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ.
Πράγματι, οι πολιτικές της Άγκυρας κατά τα τελευταία 10 έως 15 χρόνια υπονομεύουν συνεχώς τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Θυμηθείτε το 2010, όταν Τουρκία, Βραζιλία και Ιράν συνήψαν μια συμφωνία για ανταλλαγή πυρηνικών καυσίμων. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε τότε ότι δεν βλέπει πλέον να υπάρχει ανάγκη επιβολής κυρώσεων στο Ιράν, ύστερα από τη συμφωνία. Το ίδιο δήλωσε και ο (τότε) Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Αυτή η συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να μείνουν ανίσχυρες να “περάσουν” από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΝΑΤΟ αυστηρότερες κυρώσεις στο Ιράν.
Η τουρκική βοήθεια στο ιρανικό καθεστώς δεν σταμάτησε εκεί. Υπενθυμίζεται πως στις 3 Μαΐου δικάζεται σε ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης η κορυφαία τουρκική τράπεζα Halkbank με βαρύτατες κατηγορίες για επιχείρηση που έστησε με σκοπό την παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν και με ένα κατηγορητήριο “βαρύ” σε αναφορές για εμπλοκή στην υπόθεση του γαμπρού του Ερντογάν, αλλά και του ίδιου του Τούρκου προέδρου.
Επίσης, ενώ η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθούσε σοκαρισμένη την άνοδο και τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών, μελών του Ισλαμικού Κράτους, στο Ιράκ και τη Συρία, η Τουρκία έκλεινε τα μάτια στις δεκάδες χιλιάδες ξένων μαχητών και όπλων που διέσχιζαν τα σύνορά της για να φτάσουν στα χέρια του ISIS.
Όταν η Τουρκία εντάχθηκε τελικά στον συνασπισμό κατά του ISIS και ανέλαβε τον έλεγχο των συνόρων της, το έπραξε απρόθυμα και αντί να δώσει προτεραιότητα στην ήττα του ISIS, επικεντρώθηκε στην κατάκτηση εδάφους από τις μονάδες της κουρδικής πολιτοφυλακής (YPG) μέσω μιας σειράς στρατιωτικών παρεμβάσεων στη Συρία, μεταξύ 2016 και 2020.
Η Άγκυρα θεωρεί την κουρδική πολιτοφυλακή YPG και το PKK ως ένα και το αυτό. Ωστόσο, οι Κούρδοι αυτονομιστές του YPG δεν αποτελούν απειλή για τη Δύση και ήταν καθοριστικοί στον αγώνα κατά του ISIS. Με άλλα λόγια, η Τουρκία εμπόδισε την προσπάθεια του αμερικανικού συνασπισμού να νικήσει το ISIS.
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο τους το 2018, όταν η Άγκυρα φυλάκισε τον Αμερικανό πάστορα, Άντριου Μπράνσον, με την κατηγορία του γκιουλενιστή. Αυτή ήταν μια προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης, στο πλαίσιο της “διπλωματίας ομήρων”, να πιέσει την Ουάσινγκτον να παραδώσει τον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος κατηγορείται από τον Ερντογάν ως ηθικός αυτουργός του πραξικοπήματος το 2016. Τελικά, αντιμετωπίζοντας την οργή της Ουάσιγκτον και τις πιθανές κυρώσεις από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, η Άγκυρα απελευθέρωσε τον Μπράνσον.
Από το 2015, η Τουρκία επιδιώκει στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία. Αυτό συνέβη παρά την απειλητική στάση της Μόσχας έναντι των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων της με πράξεις όπως η εισβολή στην Κριμαία, οι κυβερνοεπιθέσεις εναντίον στόχων των ΗΠΑ και η φερόμενη παρέμβαση στις εκλογές των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η Τουρκία επέκτεινε τους εμπορικούς δεσμούς της με τη Ρωσία, συνέχισε με τον αγωγό αερίου TurkStream και αγόρασε, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από τις ΗΠΑ, το πυραυλικό αμυντικό σύστημα S-400 της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον φοβάται ότι, εάν η Τουρκία θέσει σε λειτουργία τους S-400, θα επέτρεπε στη Μόσχα την πρόσβαση σε ευαίσθητο υλικό σχετικά με τη δύναμη πυρός των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Οι φιλορωσικές επιλογές της Τουρκίας είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρών κυρώσεων από την Αμερική και την έξωσή της από το αμερικανικό πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35, μια κίνηση που επιβεβαιώθηκε από το Πεντάγωνο λίγες μέρες πριν η κυβέρνηση Μπάιντεν αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Σε όλα αυτά προστέθηκε η ασεβής συμπεριφορά της Άγκυρας απέναντι στις ΗΠΑ τον Μάιο του 2017. Ενώ ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκεπτόταν τις ΗΠΑ, οι σωματοφύλακές του χτύπησαν ειρηνικούς διαδηλωτές έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη. Εν τω μεταξύ, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης και τα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία ακολουθούν τη γραμμή της κυβέρνησης, είναι γεμάτα με αντι-αμερικανικά μηνύματα και κατηγορούν τις ΗΠΑ για πολλά από τα προβλήματα της Τουρκίας.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να αναρωτιόμαστε για ποιους λόγους ο πρόεδρος Μπάιντεν, όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα να τηρήσει την προεκλογική του υπόσχεση ή να υποστεί την όποια οργή του Προέδρου Ερντογάν (που για πάνω από μια δεκαετία ενεργεί ενάντια στα αμερικανικά συμφέροντα), επέλεξε το πρώτο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος υπολόγισε πως, είτε αναγνώριζε ή όχι τη Γενοκτονία των Αρμενίων και παρά την “επίθεση φιλίας” της Τουρκίας σε Ισραήλ, Αίγυπτο, Ευρώπη και ΗΠΑ, θα είναι απίθανη οποιαδήποτε αληθινή υποστήριξη στα αμερικανικά συμφέροντα από την Άγκυρα.
Πηγή: haaretz.com
*Ο Δρ Simon A. Waldman είναι ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου “The New Turkey and Its Discontents” (Oxford University Press, 2017)