Η ιστορία του πυροβολητή Δημητρίου Κωστάκη, ενός από τους πολλούς ήρωες του
έπους του 40′ για τους οποίους δεν ακούμε και δεν διαβάζουμε συχνά.
Γράφει ο Νικηφόρος Κατσένος
Για μια ακόμη χρονιά και πάλι φέτος, το Έθνος μας, θυμάται τη μεγάλη του
στιγμή της νεώτερης ιστορίας του, την 28η Οκτωβρίου 1940.
Ό,τι χαρακτηρίζει τη μοναδική και ανεπανάληπτη αυτή ελληνική σελίδα, είναι πως
πέρασε αμέσως, ενώ ακόμη γραφόταν στο Καλπάκι και την Πίνδο, στην περιοχή όπου
το γεγονός γίνεται πνεύμα και μύθος και όπου ο πόνος και το πνεύμα
εξαγιάζονται μέσα στην αίσθηση της ευθύνης και του χρέους.
Θεωρεί κανείς ότι το έπος αυτό, που πραγματοποίησαν οι δικοί μας πατεράδες και
παππούδες, έγινε για να ερμηνεύει ολόκληρη την περιπετειώδη και θαυμαστή
εθνική μας ζωή, να τη ζωντανέψει στις μέρες μας και να την καταστήσει
αλάνθαστο κριτήριό της.
Παρουσιάζεται σαν συμπύκνωση μιας τρισχιλιόχρονης γόνιμης ιστορίας, αλλά με
πλάτος μεγαλύτερο, με έκταση δυσανάλογη και με ένταση ισχυρή.
Ένας από εκείνους που μεγαλούργησαν στον ανυπέρβλητο εκείνο αγώνα του 1940 και
πρόταξαν τα στήθη τους για την Ελλάδα, ήταν και ο θρυλικός ταγματάρχης του
πυροβολικού Δημήτριος Κωστάκης.
Μαζί με τον Διοικητή της VIII Μεραρχίας, Υποστράτηγο Χαρ. Κατσιμήτρο και τον
Συνταγματάρχη Παναγ. Μαυρογιάννη αποτελούσαν το Επιτελείο της Μεραρχίας που
έπαιρνε τις οριστικές αποφάσεις για τον αγώνα και τις υλοποιούσε με άφθαστο
ηρωισμό και πείσμα ο ελληνικός στρατός.
Ο Δημήτριος Κωστάκης γεννήθηκε στα Μπεστιά-Λάκκας Σουλίου Ιωαννίνων.
Φοίτησε στο Σχολαρχείο Άνω Πεδινών-Ζαγορίου και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε
χωριά του Νομού Ιωαννίνων.
Στη συνέχεια νεαρός ακόμη, πήγε για αναζήτηση καλύτερης τύχης στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε και δραστηριοποιούνταν με πολυάριθμη
ελληνική παροικία.
Έρχεται στην Ελλάδα και τον Ιανουάριο του 1913 κατατάσσεται εθελοντής του
Ελληνικού στρατού στην Πρέβεζα και μαζί με άλλους αγωνίζεται για την
απελευθέρωση της Ηπείρου.
Πολέμησε το 1914-16 στη Βόρειο Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες,
δείχνοντας πνεύμα ηρωισμού και τόλμης.
Γι’ αυτό μάλιστα του απονεμήθηκαν και πολλά παράσημα ανδρείας και προήχθη
στο βαθμό του Επιλοχία.
Ο Δημήτριος Κωστάκης πήρε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας και το 1923
ονομάζεται ανθυπολοχαγός.
Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει απόστρατο ταγματάρχη και τον Αύγουστο του
ίδιου χρόνου ανακαλείται στις τάξεις του στρατού ως έφεδρος εκ μονίμων.
Στο σημείο αυτό ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Στη μεθόριο με την Αλβανία είχαν συγκεντρωθεί Ιταλικές μεραρχίες,
θωρακισμένα και βαρύ πυροβολικό.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε τις παραμεθόριες δυνάμεις της Ηπείρου.
Οι Ιταλοί άρχιζαν τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, στις 5.30 την επίθεσή τους σε όλο
το πλάτος του αλβανικού μετώπου.
Άρχιζε ο μεγάλος αγώνας.
«Δύναται να είπει κανείς χωρίς δισταγμό, ότι ίσως εκεί επάνω, εις τα βουνά
της Ηπείρου, κρίνεται η τύχη ολοκλήρου του πολέμου», έγραφε η Αμερικανική
Εφημερίδα, Κρίστιαν Σάιεν Μόνιτορ.
Τα Ελληνικά τμήματα προκαλύψεως υποχωρούν στη βασική γραμμή άμυνας όπου
βρίσκεται η VIIIΜεραρχία στα υψώματα Γκραμπάλα – Ασόνισσα – Βελλά – Άγιος
Αθανάσιος Βροντισμένης – Σιάτση – Μονή Σωσίνου Παρακαλάμου.
Οι Ιταλικές δυνάμεις προωθούνται σε θέσεις μάχης στα Δολιανά και τον
Παρακάλαμο.
Το ελληνικό πυροβολικό, με τα παρατηρητήριά του σε θέσεις πλεονεκτικές,
βάλλει συνέχεια κατεπάνω τους.
Εδώ τα ηρωικά κατορθώματα του θρυλικού και σεμνού ταγματάρχη Δημητρίου
Κωστάκη, του φοβερού πολέμαρχου, που δεν άφησε να πάει χαμένη καμιά κανονιά,
είναι ανυπέρβλητα. Ο Δημήτριος Κωστάκης με όλες του τις δυνάμεις,
εμψυχώνοντας τους στρατιώτες και ο ίδιος στην πρώτη γραμμή, έγινε σύμβολο
κάθε απλού αγωνιζόμενου Έλληνα, φίλος, αδελφός και πατέρας κάθε στρατιώτη,
που πολεμούσε με ενθουσιασμό και απαράμιλλο ηρωισμό.
Γι’ αυτό και ύστερα από τον πόλεμο του ’40 κάθε μαχητής με περηφάνια και
χαρά στην ερώτηση: Πού πολέμησες εσύ; απαντούσε: – Ήμουν με τον Κωστάκη!
Είδα τον Κωστάκη!
Είναι αμέτρητα τα περιστατικά και τα επεισόδια της πολεμικής δράσης του
Κωστάκη, που έλαβαν χώρα στα βουνά και τα λαγκάδια της Ηπειρωτικής γης.
Το κύριο βάρος της επίθεσης στο Καλπάκι ανέλαβε η Μεραρχία Κενταύρων με τη
βοήθεια της Μεραρχίας Φερράρα.
Τη νύχτα της 4 προς 5 Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα βόρεια του Καλαμά,
συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα εχθρικά άρματα.
Την άλλη μέρα 80 Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων επιτίθενται στα
υψώματα Καλπακίου.
Τα άρματα αυτά βάλλονται από το Ελληνικό πυροβολικό με επικεφαλής τον
Δημήτριο Κωστάκη, κάτω από τις ιαχές των φαντάρων μας.
Δώσ’ του Κωστάκη! Δώσ’ του Κωστάκη!
Μερικά άρματα του εχθρού καταστρέφονται και τα υπόλοιπα οπισθοχωρούν σε
αταξία.
Απόπειρα διάβασης του Καλαμά, κοντά στον Παρακάλαμο από 60 εχθρικά άρματα
αποτυγχάνει, ενώ 15 άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά.
Η συντριβή των αρμάτων μάχης των Ιταλών είναι έργο του Κωστάκη και του
Ελληνικού πυροβολικού και ο ίδιος αποθεώνεται.
Στα Δολιανά, δίπλα στο άγαλμα του Γεωργίου Γενναδίου, ένας Ιταλός
υποστράτηγος και δύο συνταγματάρχες παρατηρούν με κυάλια το Καλπάκι, όπου οι
Έλληνες αμύνονται.
Ένα βλήμα του Κωστάκη τους θέρισε, χωρίς το άγαλμα του Γεννάδιου να πάθει
μεγάλες ζημιές.
Οι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Δολιανών.
Είναι γεγονός ότι ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μέτρησης του
πυροβόλου.
Για όργανα μέτρησης χρησιμοποιούσε τις δύο γροθιές του και έδειχνε στους
πυροβολητές: τόσες μοίρες δεξιά, τόσες αριστερά.
Και αυτοί έριχναν τα βλήματα με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει
ο Κωστάκης.
Μια μέρα οι Ιταλοί έπαιρναν συσσίτιο στα νερά της Σιταριάς.
Μια ομοβροντία που σημάδεψε τα πυροβόλα του Κωστάκη και το καζάνι των
Ιταλών, όπου έβραζε το φαγητό, τινάχτηκε στον αέρα!
Ο ταγματάρχης Κωστάκης πέταξε το δίκωχο στον αέρα και έβγαλε κραυγή
ενθουσιασμού.
Χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο επεισόδιο. Στις 30 Οκτωβρίου στο χωριό
Κουκλιοί, ένα ολόκληρο Σύνταγμα με 1.200 αιχμαλώτους Ιταλούς έπεσε στα χέρια
του Κωστάκη.
Ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε:
– Ήθελα να δω τον περιβόητο Ταγματάρχη Κωστάκη, και ο Κωστάκης του είπε:
– Εγώ είμαι. Ο Ιταλός πήδηξε από το άλογο και γονάτισε μπροστά του.
Ο Κωστάκης τον σήκωσε και κουβέντιαζε για ώρα μαζί του, φιλικά.
Όταν ο Ελληνικός στρατός μπήκε στην Αλβανία, με τη μεγάλη αντεπίθεση, ο
Κωστάκης έδειξε το μεγάλο του ανθρωπισμό.
Μια μέρα έδωσε φαγητό σ’ ένα πεινασμένο Αλβανό, αν και γνώριζε ότι τα δύο
του παιδιά υπηρετούσαν στον Ιταλικό στρατό και συμβούλεψε τους στρατιώτες
του.
«Όταν παίρνετε κάτι απ’ τους φτωχούς Αλβανούς, να το πληρώνετε.
Ή σε χρήμα ή σε είδος.
Και αν κάποιος πεινάει, δώστε του να φάει.
Δεν φταίνε σε τίποτε οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν θέλανε τον πόλεμο».
Να πώς περιγράφει τον Κωστάκη ο Άγγελος Τερζάκης:
«Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης.
Τον ακούγαμε, μα δεν τον είχαμε ιδεί.
Τον καιρό που βρισκόμουνα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πολεμούσε αδιάκοπα με
τις πυροβολαρχίες του στη Χειμάρα και σ’ άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου.
Ξάφνου ο Αρχηγός Πυροβολικού, που ήταν συντοπίτης και φίλος, αποφάσισε να
τον ξεκουράσει.
Τον μετακάλεσε στο στρατηγείο για ένα διάστημα.
Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία: Έρχεται ο Κωστάκης!
Περιέργεια ανυπόμονη, συγκίνηση γέμισε όλους εμάς, που τον καρτερούσαμε να
φτάσει.
Και μια μέρα, το βήμα του βαρύ, βροντερό, αντρίκιο, ακούστηκε ν’ ανεβαίνει
τη σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού.
Ήταν ένας μάλλον ψηλός στ’ ανάστημα γέροντας, πρόσωπο χαρακωμένο από τα
χρόνια και τις κακουχίες.
Βροντούσε περπατώντας με την αχώριστη μαγκούρα του με νταϊλίκι πεισματερό.
– Γεια σας παιδιά!
Σταθήκαμε προσοχή να περάσει.
Όμως στα χείλη μας σχεδιάστηκε κιόλας ένα χαμόγελο φιλικό.
Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωνέικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν
ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός.
Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισια από τα σπλάχνα του λαού».
Με αυτούς τους επώνυμους αλλά και όλους τους ανώνυμους ήρωες στρατιώτες
γράφτηκε στην Πίνδο και τα Βορειοηπειρωτικά βουνά το μεγάλο εκείνο έπος του
’40, που άφησε εμβρόντητο όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Γι’ αυτό και πρώτα απ’ όλα η 28η Οκτωβρίου ήταν πρόσκληση για θυσία, που
όλος ο λαός διατράνωνε από την πρώτη στιγμή και διακήρυξε την απόφασή του να
διαφυλάξει την ελευθερία και την ακεραιότητα του τόπου.
Αυτό το μήνυμα και αυτό το χρέος, ιδιαίτερα σήμερα οφείλουμε να το
μεταλαμπαδεύσουμε στους νέους μας, ενθυμούμενοι μνήμες και κατορθώματα από
τον τιτάνειο εκείνο αγώνα.
Μνήμες που δεν πρέπει να χαθούνε, αλλά να βιώνονται καθημερινά.
Χωρίς τέτοια βιώματα, το 1940 μένει μακρυά μας, απόκοσμο και αναξιοποίητο
και γίνεται ευκαιρία μόνο για πανηγυρισμούς και ομιλίες.
Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να είναι διαρκής παρουσία.
pyrovolitis.org.cy