Βραχυπρόθεσμα η στρατηγική του Ζελένσκι φαίνεται ότι αποδίδει. Στο εσωτερικό,
επιδεικνύοντας τις πατριωτικές του αρετές, ενδυνάμωσε τη θέση του. Όσον αφορά
την εξωτερική πολιτική, κατάφερε να επαναφέρει το θέμα της χώρας του ξανά στο
προσκήνιο, κερδίζοντας την έμπρακτη στήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των συμμάχων
στην ΕΕ
Γιάννης Γιωργαλλής
Κάθε ημέρα που περνάει, ολοένα και μεγαλώνει ο φόβος για μια γενικευμένη
σύρραξη στην ανατολική Ουκρανία. Κίεβο και Ρωσία, φλερτάροντας φανερά πλέον με
την ανοιχτή σύγκρουση, συγκεντρώνουν στρατεύματα και αλληλοκατηγορούνται για
την κλιμάκωση της έντασης. Τη δυναμική τους παρουσία φροντίζουν να δείχνουν οι
ΗΠΑ, εργαλειοποιώντας το εντεινόμενο κλίμα για να κτυπήσουν με κυρώσεις τη
Ρωσία. Από την άλλη εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει πραγματικός κίνδυνος
πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών. Αν και δεν μπορεί να εξαχθεί
αβίαστα μια απάντηση, μια προσεκτική ανάλυση των εσωτερικών ζητημάτων της
Μόσχας και του Κιέβου δίνει μιαν ασφαλέστερη εικόνα των επιδιώξεών τους.
«Καταφύγιο» ή ίσως και μονόδρομος για την Ουκρανία αποτελεί το ενδεχόμενο της
ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Σε διαφορετική περίπτωση, η σύγκριση της στρατιωτικής
ισχύος των δύο χωρών δείχνει πόσο απαγορευτική είναι για την Ουκρανία μια
ένοπλη σύγκρουση.
Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος γενικευμένης σύρραξης
Οι κινήσεις τόσο από πλευράς Ρωσίας όσο και από πλευράς Ουκρανίας δεν είναι
εύκολα ερμηνεύσιμες από τους ειδικούς, οι οποίοι παραμένουν διχασμένοι ως προς
τις προβλέψεις τους για το εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ευρείας κλιμάκωσης
στην περιοχή ή εάν πρόκειται για παιχνίδια εντυπώσεων.
Η σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι η Ρωσία επιδιώκει την πρόκληση μιας
γενικευμένης σύρραξης στηρίζεται στο στοιχείο τής συγκέντρωσης ρωσικών
στρατευμάτων στην ανατολική Ουκρανία. Εάν θέλουμε να μιλήσουμε με νούμερα,
μέχρι στιγμής το Κρεμλίνο μετακίνησε περίπου 40.000 στρατιώτες, άρματα μάχης
και πυραύλους, αλλά εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι «κανείς δεν σχεδιάζει να
πάει σε πόλεμο».
Στο επιχείρημα των Ρώσων αξιωματούχων ότι αυτές οι μετακινήσεις οφείλονται σε
στρατιωτικές ασκήσεις, μερίδα αναλυτών επικαλούνται ερασιτεχνικά βίντεο, που
δείχνουν μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού κοντά στη δυτικότερη πόλη της
Ρωσίας, το Voronezh, 250 χλμ. ανατολικά της Ουκρανίας και αρμάτων μάχης στα
νοτιοδυτικά της περιοχής Krasnodar.
Υπάρχουν επίσης φωτογραφίες από δορυφόρους, οι οποίες δείχνουν την ανάπτυξη
των ρωσικών στρατευμάτων σε αρκετές περιοχές και ενισχύουν την πεποίθηση ότι
οι προετοιμασίες για πόλεμο βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Ακόμα και αν η Ρωσία
δεν σχεδιάζει να αρχίσει τον πόλεμο αύριο, τουλάχιστον δημιουργεί τις
προϋποθέσεις για να γίνει εφικτός στο άμεσο μέλλον.
Γιατί θεωρείται απομακρυσμένο το σενάριο της εισβολής
Από την άλλη, άτομα που γνωρίζουν καλά το ουκρανικό ζήτημα θεωρούν
απομακρυσμένο σενάριο μια ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική
Ουκρανία. Μάλιστα, αποδίδουν αυτήν την κινητοποίηση και των δύο πλευρών στα
εσωτερικά ζήτημα της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Ουκρανίας.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη Ρωσία, ο Πούτιν βλέπει τα ποσοστά του να βουλιάζουν
κάτω από το βάρος της πανδημίας και των κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα υπέρ του
Αλεξέι Ναβάλνι, λίγους μόνο μήνες πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών
εκλογών.
Μέσα στα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει όμως ο Πούτιν είναι και η
ασφυκτική εξωτερική πίεση, που ήδη άρχισε δέχεται από τις ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν με
την είσοδό του στον Λευκό Οίκο αναβάθμισε τη Ρωσία σε υπ’ αριθμόν ένα
προτεραιότητα για τη χώρα του. Δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Πρόεδρο της
Ρωσίας «φονιά», να επιβάλει κυρώσεις και να κυνηγήσει τα εθνικά συμφέροντα του
αντιπάλου του, όπως τον αγωγό Nord Stream II.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, άμεσα συνυφασμένο με τις ΗΠΑ, εξετάζονται οι σχέσεις
της Ρωσίας με την ΕΕ, οι οποίες βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο. Η «ειδική»
σχέση με τη Γερμανία βρίσκεται πλέον σε κρίση, ενώ ο ανύπαρκτος διάλογος με τη
Γαλλία έχει παγώσει, με τους αναλυτές να συνδέουν αυτές τις εξελίξεις με τη
μετακίνηση του Μπάιντεν προς τις Βρυξέλλες και την προσπάθεια υιοθέτησης
κοινών πολιτικών έναντι της Μόσχας.
Πάντως, ο επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, Τοντ Γουόλτερς,
εκτίμησε ότι ο κίνδυνος μιας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία εντός των επόμενων
εβδομάδων είναι «χαμηλός έως μεσαίος». Ο Γουόλτερς πρόσθεσε ότι οι πιθανότητες
εισβολής, μετά τις επόμενες λίγες εβδομάδες, θα εξαρτηθούν από έναν αριθμό
παραγόντων, όμως, με βάση την τρέχουσα πορεία και τη διάταξη των ρωσικών
δυνάμεων, η πιθανότητα αυτή θα αρχίσει να μειώνεται.
Οι επιδιώξεις της Ουκρανίας
Επτά χρόνια μετά τα γεγονότα που οδήγησαν στην προσάρτηση της Κριμαίας, η
Ουκρανία παραμένει μια χώρα με σημαντικά προβλήματα. Οικονομικά, το ΑΕΠ της
παραμένει κάτω από το 20% σε σχέση με το 2014. Πολιτικά δεν έχει καταφέρει να
βρει την ισορροπία μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Από το 2019 το
«άστρο» του Βολοντίμιρ Ζελένσκι άρχισε να ξεθωριάζει, πληρώνοντας τα
δυσεπίλυτα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα.
Σύμφωνα με τη ρωσική θεώρηση για τα αίτια της σύγκρουσης, την ανάφλεξη της
σύγκρουσης πυροδότησε ο Ζελένσκι, ο οποίος άρχισε μια εκστρατεία κατά της
ρωσόφωνης αντιπολίτευσης, κλείνοντας τηλεοπτικούς σταθμούς και διώκοντας
πολιτικούς του αντιπάλους. Επιπρόσθετα, αναβάθμισε το Εθνικό και Αμυντικό
Συμβούλιο στην κορυφή της Ουκρανικής Κυβέρνησης, εγκρίνοντας στρατηγικό σχέδιο
για «επιστροφή των εδαφών που κατακτήθηκαν παράνομα από τη Ρωσία και
ετοιμότητα για πιθανή κλιμάκωση της έντασης».
Επιπρόσθετα, τον Φεβρουάριο ο Ουκρανός Πρόεδρος διέταξε τη μετακίνηση
στρατιωτών και βαρέων όπλων κοντά στην εμπόλεμη ζώνη στο Ντονμπάς, κίνηση η
οποία δεν πέρασε απαρατήρητη από τη Μόσχα. Αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν
θα μπορούσε να κερδίσει έναν άμεσο πόλεμο με τη Ρωσία, δεν αποκλείεται να
επιδιώκει με αυτές τις κινήσεις να προκαλέσει την αντίδραση των δυτικών
υποστηρικτών της Ουκρανίας και να επιδεινώσει περαιτέρω τις σχέσεις των ΗΠΑ
και της ΕΕ με τη Μόσχα. Ουσιαστικά, με βάση αυτήν τη θεώρηση, το Κίεβο
προσπαθεί να παρουσιαστεί εκ νέου ως το θύμα της ρωσικής επιθετικότητας και ως
το κράτος ανάχωμα για την περαιτέρω εξάπλωση της Ρωσίας προς την Ευρώπη.
Βραχυπρόθεσμα η στρατηγική του Ζελένσκι φαίνεται ότι αποδίδει. Στο εσωτερικό
επιδεικνύοντας τις πατριωτικές του αρετές, ενδυνάμωσε τη θέση του. Όσον αφορά
την εξωτερική πολιτική, κατάφερε να επαναφέρει το θέμα της χώρας του ξανά στο
προσκήνιο, κερδίζοντας την έμπρακτη στήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των συμμάχων
στην ΕΕ. Μάλιστα, αφού «ο τροχός γυρίζει», δεν παρέλειψε να επαναφέρει το
αίτημα για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Η εναλλακτική οδός
Πριν από 13 χρόνια στη διάσκεψη του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι είχε αποφασίσει ότι
μελλοντικά η Ουκρανία και η Γεωργία, και τα δύο κράτη της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης, θα εντάσσονταν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Εντούτοις, οι φόβοι του ανοιχτού ανταγωνισμού με τη Ρωσία και η περιφερειακή
αστάθεια εμπόδισαν τελικά την ένταξη αυτών των χωρών στο ΝΑΤΟ. Ανάλυση του
Foreign Policy εξετάζει τι θα άλλαζε για την Ουκρανία, εάν εντασσόταν στους
κόλπους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι το ΝΑΤΟ για να αποφύγει την επανάληψη όσων έχουν
συμβεί τόσο στην Ουκρανία όσο και στην Γεωργία, θα πρέπει να διαμορφώσει την
«αντιρωσική» του στρατηγική όχι για τις δύο αυτές χώρες αλλά μαζί τους. Γι’
αυτό υποστηρίζουν ότι η επιτάχυνση της ένταξης της Ουκρανίας στη Συμμαχία θα
πρέπει να είναι ένα από τα βασικά στοιχεία στρατηγικής που θα διαμορφωθεί,
ώστε να λειτουργήσει και ως δίοδος του δυτικού δημοκρατικού συστήματος στον
μετα-σοβιετικό χώρο.
Θεωρούν λάθος την τρέχουσα προσέγγιση του ΝΑΤΟ απέναντι στην Ουκρανία, αφού
βασίζεται στη βαθύτερη ολοκλήρωση με αντάλλαγμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις,
αλλά παραγνωρίζει την τεράστια δυναμική του Κρεμλίνου. Υποστηρίζουν ότι η
Μόσχα έχει το δικό της γεωπολιτικό σχέδιο για την περιοχή και το εφαρμόζει
συστηματικά από το 1991.
Οι διαφορές στην στρατιωτική ισχύ
Όταν άρχισε η σύγκρουση μεταξύ του κυβερνητικού στρατού και των αυτονομιστών
το 2014, οι Ουκρανοί στρατιώτες πολεμούσαν με «κουρελιασμένα παπούτσια και
δανεικά αλεξίσφαιρα γιλέκα», δρώντας κάτω από τις διαταγές μιας άπειρης
στρατιωτικής διοίκησης.
Αν και σήμερα ο ουκρανικός στρατός θεωρείται καλύτερα εκπαιδευμένος και πιο
στελεχωμένος, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια ευρείας
κλίμακας ρωσική επίθεση. Ο ειδικός σε θέματα άμυνας, Yuriy Butusov,
υποστηρίζει ότι θα κατάφερνε μεν ισχυρά πλήγματα στη Μόσχα αλλά θα δεχόταν
ταπεινωτική ήττα λόγω της μεγάλης διαφοράς στη στρατιωτική ισχύ και των
δομικών προβλημάτων στην οργάνωση του στρατού της.
Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται η Politico, η Ουκρανία ξόδεψε το 3,4% του
ΑΕΠ της σε αμυντικές δαπάνες το 2019, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2014 ήταν
μόλις 2,2%. Το ποσοστό της Ρωσίας για αμυντικές δαπάνες ήταν 3,9% του ΑΕΠ,
αλλά μόνο εάν εξετάσουμε την αναλογία σε δολάρια, διαφαίνεται η τεράστια
διαφορά. Το 3,4% της Ουκρανίας αντιστοιχεί σε 5,2 δισεκατομμύρια, ενώ το 3,9%
της Ρωσίας σε 65 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πλέον, η Ουκρανία διαθέτει περίπου 255.000 ενεργούς στρατιώτες και 900.000
εφέδρους, σύμφωνα με το Global Firepower Index. Στη Ρωσία ο ενεργός στρατός
αριθμεί σε ένα εκατομμύριο μέλη, ενώ διαθέτει άλλα δύο εκατομμύρια εφέδρους.
Την ίδια ώρα, η Ουκρανία κατατάσσεται 13η στον κόσμο όσον αφορά τα άρματα
μάχης (2.430) και έβδομη στα τεθωρακισμένα οχήματα (11.435). Από την άλλη, η
Ρωσία κατατάσσεται πρώτη σε άρματα μάχης (13.000) και τρίτη σε τεθωρακισμένα
(27.100).