Οι ηγέτες της Ρωσίας, της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας αναζητούν δύναμη και εμπλέκονται σε επικίνδυνα παιχνίδια. Η διπλωματία των προσωπικών σχέσεων, η προθυμία για χρήση βίας και γιατί τελικά ρυθμιστής θα είναι το… ψυγείο.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν έχουν πολλά κοινά. Οι ηγέτες της Ρωσίας, της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας είναι εθνικιστές με περιφερειακές φιλοδοξίες. Είναι αυταρχικοί ηγέτες, που έχουν συγκεντρώσει πάνω τους τις εξουσίες και υπήρξαν ανελέητοι στην εγχώρια πολιτική αντιπολίτευση. Και είναι άνθρωποι που παίρνουν ρίσκο και ευχαρίστως χρησιμοποιούν στρατιωτική δύναμη.
Αυτοί οι τρεις ισχυροί άνδρες πιστεύουν επίσης στη διπλωματία των προσωπικών σχέσεων. Σαν τους «νονούς» της μαφίας, μπορεί να είναι τη μια μέρα οι καλύτεροι φίλοι και την επόμενη, οι χειρότεροι εχθροί. Αυτό έχει σημασία, διότι τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντά τους υποδαυλίζουν τις συγκρούσεις σε μια μεγάλη περιοχή, από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη βόρεια Αφρική και τον Καύκασο. Αν οι αντιπαλότητές τους ξεφύγουν, τότε οι πολίτες θα υποφέρουν.
Η σχέση μεταξύ του κ. Πούτιν και του κ. Ερντογάν είναι ιδιαίτερα περίεργη. Οι πρόεδροι της Ρωσίας και της Τουρκίας έχουν στηρίξει αντίπαλες πλευρές σε τρεις περιφερειακές συγκρούσεις, στη Συρία, στη Λιβύη και τώρα στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Κάποιες φορές, συγκρούστηκαν άμεσα, οι Τούρκοι κατέρριψαν ρωσικό μαχητικό πάνω από τη Συρία το 2015. Τούρκοι στρατιώτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών στη Συρία, στις αρχές του έτους, από συριακές δυνάμεις που στηρίζει η Μόσχα.
Εντούτοις, οι ηγέτες της Ρωσίας και της Τουρκίας διατηρούν μια επιφυλακτική φιλία. Εξοργίζοντας τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία επέλεξε να αγοράσει αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 από τη Ρωσία. Όταν ο κ. Ερντογάν παραλίγο να ανατραπεί με την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ο κ. Πούτιν έσπευσε να προσφέρει στήριξη, ενώ οι ΗΠΑ παρέμειναν σιωπηρές.
Ο λόγος είναι ότι οι δύο πρόεδροι ενστικτωδώς καταλαβαίνουν πως ο λόγος για τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους είναι ο λόγος για τον οποίον αλληλοσυγκρούονται. Και οι δύο είναι αντι-αμερικανοί αυταρχικοί ηγέτες που επιδιώκουν να επεκτείνουν την επιρροή τους στο κενό εξουσίας που δημιούργησε ο μειωμένος ρόλος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Είναι πρόθυμοι να ενεργήσουν, την ώρα που η ΕΕ κινείται στο περιθώριο.
Ο κ. Πούτιν και ο κ. Ερντογάν δεν είναι οι μόνοι φιλόδοξοι ισχυροί ηγέτες που κονταροχτυπιούνται για επιρροή στην κοινή γειτονιά τους. Ένας τρίτος παίκτης-κλειδί είναι ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν -ο διάδοχος του θρόνου και de facto ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας-, που είναι πολύ πιο ευθυγραμμισμένος με την Ουάσινγκτον.
Η προθυμία για χρήση βίας -στο εσωτερικό και το εξωτερικό- συνδέει και τους τρεις. Ο κ. Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία το 2014, επενέβη στη Συρία το 2015 και εξουσιοδότησε σειρά μυστικών επιχειρήσεων (black-ops), περιλαμβανομένης της φερόμενης απόπειρας δολοφονίας του Αλεξέι Ναβάλνι, του πιο επικίνδυνου εγχώριου πολιτικού αντιπάλου του. Ο πρίγκιπας Μοχάμεντ έχει εξαπολύσει πόλεμο στην Υεμένη, έχει κάνει αποκλεισμό στο Κατάρ και έχει αναλάβει την ευθύνη ως Σαουδάραβας ηγέτης της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι το 2018, αν και αρνείται πως είχε προσωπική ανάμειξη.
για τη συνέχεια Euro2Day