Του Κώστα Ράπτη
Η πολιτική, σύμφωνα με μια φράση που αποδίδεται στον Φρανσουά Μιτεράν, δεν είναι παρά η τέχνη της διαχείρισης των συμβόλων. Δεν είναι λοιπόν παράλογο που εξακολουθεί να έχει ισχυρό αντίκτυπο το Sofagate, ήτοι η ταπεινωτική μεταχείριση από τον Ταγίπ Ερντογάν της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην οποία δεν προσφέρθηκε κάθισμα κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο προεδρικό ανάκτορο της Άγκυρας.
Το ότι ο επίσης παριστάμενος πρόεδρος του Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ έλαβε ατάραχος τη θέση του πλάι στον Τούρκο πρόεδρο, ενώ η φον ντερ Λάιεν τακτοποιήθηκε μετά από μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας σε παραδιπλανό καναπέ μας λέει πολλά για τη δύναμη της πατριαρχίας – πόσω μάλλον που η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη βία κατά των γυναικών ήταν ένα από τα σημεία που με ανησυχία έθεσαν οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών στον συνομιλητή τους.
Μας λέει επίσης πολλά για τον “πόλεμο” στους διαδρόμους της εξουσίας των Βρυξελλών, όπου το Συμβούλιο των “27” κυβερνήσεων αντιμετωπίζει την Κομισιόν όχι ως θεματοφύλακα των κοινοτικών συνθηκών αλλά ως ένα είδος γραμματείας. Ακόμη και ο προκάτοχος της φον ντερ Λάιεν, Ζαν Κλον Γιούνκερ υπερασπίστηκε τον Μισέλ, υποστηρίζοντας ότι απλώς η τουρκική πλευρά προέβη σε μια ανελαστική ερμηνεία του πρωτοκόλλου.
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όμως, το Sofagate μαρτυρεί την υποχώρηση του κύρους της Ε.Ε. μάτια των τρίτων, καθώς η προσβλητική συμπεριφορά προς τους εκπροσώπους της τείνει να γίνει συρμός. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τι υπέστη ο Ζοζέπ Μπορέλ στη Μόσχα, όπου ο Σεργκέι Λαβρόφ αποκάλεσε ενώπιόν του αναξιόπιστη την Ε.Ε. και θυμήθηκε τους φυλακισμένους Καταλανούς πολιτικούς.
Από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαία ούτε αυθόρμητη η αντίδραση του πρωθυπουργού της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, ενός ανθρώπου ασκημένου από τη θητεία του στο τιμόνι της ΕΚΤ να μετρά την κάθε του λέξη, αφού αυτή θα μπορούσε να έχει σεισμικό αντίκτυπο στις αγορές.
Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου την Πέμπτη ο Ντράγκι ρωτήθηκε για το Sofagate και απάντησε κατά λέξη: “Διαφωνώ απολύτως με τη συμπεριφορά του Ερντογάν προς την πρόεδρο φον ντερ Λάιεν. Πιστεύω πως δεν ήταν η αρμόζουσα και λυπάμαι για την ταπείνωση που αυτή υπέστη. Με αυτούς τους (ας τους αποκαλέσουμε όπως είναι) δικτάτορες, θα πρέπει κανείς να εκφράζει με ειλικρίνεια τις διαφορετικές του απόψεις και το διαφορετικό του όραμα περί κοινωνίας. Θα πρέπει επίσης κανείς να είναι έτοιμος να συνεργαστεί μαζί τους για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της χώρας του. Πρέπει να βρεθεί η σωστή ισορροπία”.
Ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Λουίτζι ντι Μάιο εξέφρασε, όταν ρωτήθηκε εκ των υστέρων, σύμπνοια με τον πρωθυπουργό του.
Η τουρκική διπλωματία, όπως είναι αναμενόμενο, εξεμάνη και ο Ιταλός πρεσβευτής στην Άγκυρα εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας για διάβημα διαμαρτυρίας. Και αν ο μεν εκπρόσωπος του υπουργείου ζήτησε την ανάκληση των δηλώσεων Ντράγκι ως ασυμβίβαστων με τη συμμαχική σχέση Ιταλίας-Τουρκίας, ο πολιτικός του προϊστάμενος, Μεβλούτ Τσαβούσογλου υπήρξε πάλι πολύ πιο δηλητηριώδης αντιπαραβάλλοντας, σε ανάρτησή του στο Twitter τον “διορισμένο” Ντράγκι (που ως γνωστόν δεν ανέλαβε την εξουσία κατόπιν εκλογών) με τον “εκλεγμένο” Ερντογάν. Μάλιστα εκτός του να χαρακτηρίσει τις δηλώσεις του Ιταλού πρωθυπουργού “λαϊκιστικές”, διευκρίνισε ότι τα θέματα πρωτοκόλλου κατά την υποδοχή στο προεδρικό ανάκτορο της Άγκυρας είχαν ρυθμιστεί σε συνεννόηση με την ευρωπαϊκή πλευρά.
Αμφίσημη η δήλωση
Στη σφαίρα της διαχείρισης των συμβόλων ο όρος “δικτάτορας” ακούγεται ηχηρά – εξ ού και η διεθνής δημοσιογραφική κάλυψη των δηλώσεων Ντράγκι υπήρξε ευρύτατη. Όμως η προσεκτική ανάγνωσή τους αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες αμφισημίες. Πέφτει το βάρος της τοποθέτησης περισσότερο στην “δικτατορική” ιδιότητα του Ερντογάν ή στο “αναπόφευκτο” της συνεργασίας μαζί του; Πρόκειται για διατράνωση των αξιών της Ε.Ε. ή για συμβιβασμό με το γεγονός ότι δεν μπορεί να διαμορφώσει τον περίγυρό της;
Άλλωστε ο ίδιος Ντράγκι που έδωσε την συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης είναι και ο άνθρωπος που μόλις προ δύο εβδομάδων, στις 23 Μαρτίου, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ερντογάν, ο οποίος στάθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της τουρκο-ιταλικής στρατηγικής συνεργασίας (μεταξύ άλλων στη λιβυκή κρίση και στα θέματα της ανατολικής Μεσογείου), έθεσε τον στόχο της αύξησης του όγκου του διμερούς εμπορίου στα 30 δισ. δολάρια, επέμεινε ότι η χώρα του προσβλέπει στην πλήρη ένταξή της στην Ε.Ε. και παραπονέθηκε ότι Άγκυρα και Ρώμη έχουν παραμεληθεί από τις Βρυξέλλες στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Εικάζει πάντως κανείς ότι η τρίτη συνεδρίαση του Ανώτατου Διακυβερνητικού Συμβουλίου Ιταλίας-Τουρκίας, την οποία ο Ερντογάν είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να δει το συντομότερο, μάλλον θα αργήσει… Και μένει να φανεί πώς θα μεταφραστεί αυτό το διπλωματικό επεισόδιο στην αντιμετώπιση της λιβυκής κρίσης, όπου Ιταλία και Τουρκία στηρίζουν από κοινού την νέα μεταβατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
ΠΗΓΗ: capital.gr