Μοναχός Χριστόφορος Κουτλουμουσιανοσκητιώτης (1874 – 30 Μαρτίου 1953)
Το 1874 γεννήθηκε στο Χελυδόριο Κορινθίας. Μικρός έμεινε ορφανός. Νέος πήγε στην Αθήνα για να εργασθεί. Το Πάσχα του 1898 μετέβη στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και κατόπιν ήλθε στο Άγιον ’Όρος. Το 1900 εκάρη μοναχός στη μονή Κουτλουμουσίου. Το επόμενο έτος τον κάλεσε ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ στα Πατριαρχεία για να βοηθήσει στη γραμματεία. Το 1911 ήλθε στη σκήτη μας, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος του Ιαματικού, στην Καλύβη του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου.
Διακρίθηκε για την ολοσχερή αφοσίωσή του στον μοναχισμό και στις παραδόσεις της Εκκλησίας μας. Ήταν πάντοτε συνεπής στα μοναχικά του καθήκοντα, φιλόθεος, φιλάγιος και φιλάρετος. Αναφέρει με συγκίνηση θαύματα που του έκανε ο Θεός διά των αγίων του κι εσώθη από βέβαιο θάνατο δύο φορές και από οδυνηρές ασθένειες. Είχε αγωνία για τη σωτηρία των συνανθρώπων του. Προς τούτο είχε τακτική αλληλογραφία με πολλούς. Ήταν στο έπακρον ελεήμων. Λέγεται πως και το λουκούμι το κόβε στα τέσσερα στους επισκέπτες του. Εκούσια πτωχός. Για ν’ αποφύγει την πολυλογία, έβαζε τους επισκέπτες να διαβάζουν από ένα βιβλίο. Άφησε φήμη φιλότιμου, φιλομαθούς, φιλόκαλου, φιλακόλουθου, φιλάδελφου, φιλότεκνου και φιλάνθρωπου Γέροντος. Είχε την αδιάλειπτη προσευχή κατά το του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον».
Ο ένθερμος φιλοαθωνίτης εκδότης Σ. Σχοινάς επισκεπτόμενος τη σκήτη αναφέρει: «Διεκρίνομεν τον πατέρα Χριστοφόρον εκ της Καλύβης του Αγίου Αθανασίου, η σοφία και η σύνεσις του οποίου μας κατέπληξε. Ελυπήθημεν διότι δεν μας ήτο δυνατόν να παραμείνωμεν παρ’ αυτώ ολόκληρον ημέραν, να φωτισθώμεν και συνετισθώμεν από τα άγια λόγια του».
Ανεπαύθη στις 30.3.1953 ειρηνικά στην Καλύβη του κατόπιν εβδομαδιαίας ασθένειας. Λίγες μέρες πριν έγραφε σ’ επιστολή του: «συμφώνως τη θεία γραφή, δεν γνωρίζομεν την ώραν και την στιγμήν της αναχωρήσεώς μας, μήτε προεξοφλώ ότι και όντως εφέτος θα αποθάνω, μήτε και σύμβασιν έχω με τον Θεόν ότι θα ζήσω. Το νήμα της ζωής μας το κρατά ο Θεός και οίαν ώραν και στιγμήν θέλει το κόπτει». Ο γείτονάς του μοναχός Αντώνιος έγραφε: «Δεν του ευρήκαμε τίποτε χρηματικόν ποσόν, εφ’ όσον αυτός τα διέθετε όπως ήθελε είτε εις φιλανθρωπικούς σκοπούς είτε εις μοναχούς και μοναχές, που είχε τακτική αλληλογραφία…».
Πηγή – Βιβλιογραφία
Σωτηρίου Σχοινά, Του Αγίου Όρους εικών άνευ εικόνος, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 58-60/1940-41, σσ. 317-318. Χριστοφόρου Κολοκύθα αρχιμ., Χριστοφόρος Μοναχός Ασκητοκουτλουμουσιανός (1874-1953), Καμένα Βούρλα 2002.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Α΄ 1901-1955, σελ.493-495