Επί της ουσίας, η ανάπτυξη δράσης στον τοµέα της αγροτικής παραγωγής οριοθετείται χρόνο µε το χρόνο σε τρια επίπεδα:
Στους κλασικούς θα λέγαµε αγρότες µε µεγάλη προσωπική συνεισφορά στην εξέλιξη της παραγωγικής προσπάθειας.
Στους αγρότες µε µεγαλύτερες κατά βάση µονάδες και καλή οργάνωση των εκµεταλλεύσεών τους από πλευράς υποδοµών.
Στους αγρότες της νέας εποχής µε πολύπλευρη δραστηριότητα και συµµετοχή σε επόµενους κρίκους της αλυσίδας αξίας.
Στην τελευταία περίπτωση σηµαντική είναι η παρουσία κάποιων startups µε έντονο το χαρακτήρα της καινοτοµίας στις προσπάθειές τους, ενώ την ίδια στιγµή, οι παραδοσιακοί συντελεστές της αγροτικής παραγωγής αρχίζουν να γίνονται δέκτες ισχυρή πίεση από µεγάλα funds και κεφαλαιούχους που βλέπουν µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια τις επενδύσεις στο χώρο.
Ήδη η κινητικότητα που αναπτύσσεται στο πεδίο της αγροτικής γης είναι µεγάλη, µε τις τιµές αγοράς ή ακόµα και ενοικίασης των παραγωγικών γαιών να βαίνουν αυξανόµενες, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα κόστη παραγωγής. Στο σηµείο αυτό να αναφερθεί ότι οι «µεγάλες δουλειές» που βάζουν συνήθως στα σχέδιά τους τα funds µπορούν να βγουν και µε ακριβότερη γη. Αντίθετα, για τους κλασικούς αγρότες ο ανταγωνισµός γίνεται συχνά αδιέξοδος.
Ανεξαρτήτως λοιπόν βαθµίδας και κύκλου δραστηριότητας των αγροτών, οι επενδύσεις καθίστανται µονόδροµος. Μόνο που αυτές δεν µπορούν να τρέξουν, καθώς τα οικονοµικά περιθώρια που αφήνει εδώ και χρόνια η ίδια η δραστηριότητα είναι στενά, ενώ η πρόσβαση στο δανεισµό παραµένει ιδιαίτερα δύσκολη. Αρκεί να αναφερθεί ότι για την αγορά ενός κτήµατος 50 στρεµµάτων ο αγρότης θα καλείται να καταβάλλει 150.000 ευρώ, ενώ η τράπεζα του προσφέρει δανειακά κεφάλαια στο 80% της αντικειµενικής αξίας, δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση 40.000 ευρώ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόµα και µε επιδοτούµενο επιτόκιο από κάποιο πρόγραµµα η αγορά δεν καθίσταται δυνατή. Εποµένως η ανάπτυξη της εκµετάλλευσης παραµένει ζητούµενο.
Αυτό είναι το πλαίσιο καλούνται να διαχειρισθούν οι εγχώριοι «λαξευτές» του πλαισίου της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αυτά είναι τα µεγάλα ζητήµατα που θα πρέπει να καθορίσουν τις νέες αποφάσεις.
Η κυβέρνηση και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχουν να διαλέξουν αν η ελληνική γεωργία θα αναδείξει τις δυνατότητές της µέσα από σύγχρονα ευέλικτα επιχειρηµατικά σχήµατα µε ή χωρίς αναφορά σε ευρύτερες οργανώσεις, ή αν θα επιτρέψει την «ασφυξία» του υπάρχοντος δυναµικού, προς χάρην των επενδυτικών συµµετοχών. Την ίδια στιγµή, οι αγρότες, όποιας ειδικότερης βαθµίδας, οφείλουν να επαγρυπνούν.
Όχι προφανώς για να αποτρέψουν τη νέα… φεουδαρχία, αλλά για να αποδείξουν στην πράξη ότι η θέση τους στην ελληνική γεωργία, µε τα πιο µοντέρνα µάλιστα αυτής χαρακτηριστικά, είναι απαραίτητη και ικανή να οδηγήσει στην κατάκτηση αγορών.