Νέο status quo διαμορφώνει η πανδημία για βαμβάκι, σιτάρι, καλαμπόκι, ηλίανθο. Νέους όρους αλλά και δυναµικές φαίνεται ότι επιφυλάσσει για το 2021 η αγορά στις εκτατικές καλλιέργειες οι περισσότερες εκ των οποίων, έπειτα από τη δοκιµασία της πανδηµίας εισέρχονται σε έναν κύκλο ανάπτυξης.
Ανακατανοµή εκτάσεων, αλλαγή καλλιεργητικής φιλοσοφίας και δοµών στην αγορά, καθώς και ανάπτυξη νέων καναλιών προσφοράς και ζήτησης αποτελούν τις βασικές µεταβολές στις αγορές του σκληρού σίτου, του καλαµποκιού και του βαµβακιού αρχής γενοµένης από τη νέα εµπορική περίοδο, που εγκαινιάζεται µε τα αλώνια τον ερχόµενο Ιούνιο. Από την άλλη, η αγορά του ηλίανθου και των υπόλοιπων ενεργειακών φυτών δείχνει ακόµα ζαλισµένη από τα σκαµπανεβάσµατα που σηµείωσε την περασµένη άνοιξη λόγω, πετρελαίου παρά το γεγονός ότι η βιοµηχανία αυτή βρίσκει ξανά βηµατισµό.
Σηκώνει επενδύσεις για εισροές το σκληρό
Αναµφίβολα το σκληρό σιτάρι δικαίωσε όσους επέµειναν στην καλλιέργεια έπειτα από µια τριετία στασιµότητας και οριακών τιµών παραγωγού. Οι εκτάσεις για τη χρονιά αυτή, σύµφωνα µε εκτιµήσεις ανθρώπων της αγοράς, αναµένεται ότι θα είναι αυξηµένες γύρω στο 30%, µε το κτηνοτροφικό κριθάρι και σε λιγότερο βαθµό το βαµβάκι να παραχωρούν στρέµµατα. Παρά την αύξηση των εκτάσεων, τα θεµελιώδη στην αγορά διατηρούν ανοδική προοπτική. Τόσο τα εγχώρια όσο και τα παγκόσµια αποθέµατα βρίσκονται σε ιστορικά χαµηλά, τη στιγµή που η Ρωσία, από τους πιο ανταγωνιστικούς παίκτες της αγοράς, επιχειρεί να περιορίσει τις εξαγωγές της προς αποφυγήν πληθωριστικών τάσεων στο εσωτερικό, ενώ παράλληλα επιδιώκει ενίσχυση των τιµών του προϊόντος που εξάγει.
Τα παραπάνω προσδίδουν στις αξιώσεις των Ελλήνων παραγωγών, που απ’ ό,τι φαίνεται είναι διατεθειµένοι να επενδύσουν σε βέλτιστες καλλιεργητικές πρακτικές και εισροές για να αυξήσουν την ποιότητα και τις αποδόσεις της σοδειάς τους, κάτι που είχε ατονήσει τα προηγούµενα χρόνια.
Στη λογική αναζήτησης υπεραξίας για την κτηνοτροφία το καλαµπόκι
Η διαµόρφωση των τιµών παραγωγού στο καλαµπόκι σε επίπεδα άνω των 20 λεπτών το κιλό σχεδόν από την αρχή της τρέχουσας εµπορικής περιόδου, η σταθεροποίησή του στα υψηλά των 25 λεπτών, αλλά και η αύξηση των τιµών ζωοτροφών σε συνδυασµό µε έναν αναπτυξιακό κύκλο για την εγχώρια κτηνοτροφία καθορίζουν τις προοπτικές του προϊόντος στο µέλλον. Πολλοί αποδίδουν την ενίσχυση των τιµών στην ξηρασία που έπληξε τα µεγάλα παραγωγικά κέντρα των Βαλκανίων το 2020. Όπως φαίνεται το εµπόριο δεν έχει αυτούς τους µήνες την επιλογή των φθηνών εξαγωγών, µε τα ευρωπαϊκά αποθέµατα καλαµποκιού να βρίσκονται σε πολύ χαµηλά επίπεδα. Άνθρωποι της αγοράς εκτιµούν ότι η ζήτηση για καλαµπόκι σε παγκόσµιο επίπεδο είναι σε θέση να στηρίξει αυτά τα επίπεδα τιµών και για την επόµενη εµπορική περίοδο.
Από την άλλη η ιστορία έχει δείξει ότι σε φυσιολογικές συνθήκες αγοράς, η εγχώρια παραγωγή δεν µπορεί να ανταγωνιστεί εκείνη των χωρών στα Βαλκάνια. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αρκετοί τοποθετούν την προοπτική του προϊόντος στην παραγωγή ενσιρώµατος και στην παραγωγή καρπού µε κλειστά συµβόλαια για την εγχώρια κτηνοτροφία. Πρόκειται για επιδίωξη που έρχεται να ταιριάξει στο ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον γύρω από την κτηνοτροφία, που µέχρι στιγµής το βασικό µελανό σηµείο που βαραίνει την περαιτέρω βραχυπρόθεσµη ανάπτυξη του κλάδου να αφορά στο κόστος των ζωοτροφών.
Αλλάζουν οι ισορροπίες στο βαµβάκι, που χάνει στρέµµατα
∆εν µπορεί παρά να επιδιώξει ένα θετικό πρόσηµο η αγορά βάµβακος τη νέα καλλιεργητική και εµπορική περίοδο. Όλοι οι συντελεστές του κλάδου αναµένουν µείωση των εκτάσεων, αλλά ταυτόχρονα βλέπουν µια στροφή σε καλλιεργητικά πρωτόκολλα που εγγυούνται υψηλότερες τιµές όσο παράλληλα µεγαλώνει το παράθυρο εξόδου των παραγωγών προς την αγορά, µέσω του µοντέλου προπωλήσεων (αναλυτικό ρεπορτάζ στη σελίδα 16).
«Είναι ξεκάθαρο ότι το βαµβάκι θα έχει θετικό πρόσηµο σε όλα τα επίπεδα, εκτός από τα στρέµµατα που δυστυχώς θα φύγουν πολλά» εξηγεί σε συνέντευξή του ο Βασίλης Ανδριώτης της εταιρείας εισροών Σπύρος Ανδριώτης που φιλοξενείται στην ειδική έκδοση Μεγάλες Καλλιέργειες, η οποία θα κυκλοφορήσει την επόµενη εβδοµάδα µε την.
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι οι έµπειροι παραγωγοί βάµβακος έχουν πράγµατι στραφεί σε ποιοτικές ποικιλίες που εξασφαλίζουν προστιθέµενη αξία, ενώ παράλληλα ακολουθούν καλλιεργητικά πρότυπα που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ποιοτικής πρώτης ύλης. Σ’ αυτή τη φάση το στοίχηµα των υψηλότερων τιµών δείχνει να περνάει στα χέρια του επόµενου κρίκου της αλυσίδας, µε τους εκκοκκιστές να αποµακρύνονται σταδιακά από την εύκολη λύση της Τουρκίας, αναζητώντας πιο ακριβές αλλά απαιτητικές αγορές.