Άγιος Νικόλαος, Επίσκοπος Ζίτσας και Αχρίδος (23/12/1880 – 05/03/1956)
Γεννήθηκε από φτωχούς, πολύτεκνους κι ευσεβείς γονείς στο χωριό Λέλιτς της Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου 1880. Τα πρώτα του γράμ¬ματα τα έμαθε στη μονή Τσέλιε. Αγάπησε από μικρός ένθερμα τη μελέτη και την προσευχή. Σε όλες του τις σπουδές αρίστευσε. Αγά¬πησε τη θεολογία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Μιλούσε άπται¬στα εφτά γλώσσες. Ήταν φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάνθρωπος, φιλάδελφος, φιλομαθής και φιλάσθενος. Το 1909 εκάρη μοναχός στη μονή Ρακόβιτσα και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς.
Έκανε πολλά ταξείδια. Τα σημαντικότερα θεωρούσε στο Άγιον Όρος. Ερχόταν για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο και επί πολύ. Ξεκίνησε να έρχεται το 1920. Κυρίως παρέμενε στη μονή του Αγί¬ου Παντελεήμονος, όπου γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με τον όσιο Σιλουανό (+1938), του οποίου νωρίς αντελήφθη κι έκανε γνωστή την αγιότητα. Η επίδραση του Αγίου Όρους και των απλών μο¬ναχών του και κυρίως του οσίου Σιλουανού ήταν αρκετά δυνα-τή επάνω του, μεγαλύτερη των λαμπρών σπουδών του, όπως έλε¬γε. Εδώ γνωρίσθηκε και με τον Γέροντα Σωφρόνιο (+1993), εξαι¬ρετικό βιογράφο του οσίου Σιλουανού, τον οποίο και χειροτόνη¬σε διάκονο.
Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης και το 1920 Αχρίδος, όπου ανέπτυξε πλούσια και αξιόλογη ποιμαντική δράση. Ανακαίνισε μο¬νές κι εκκλησίες, ίδρυσε ορφανοτροφεία, κήρυττε κι έγραφε ακατάπαυστα. Υπήρξε αγιολόγος, υμνογράφος, ποιητής, συγγραφέ¬ας κι επιστολογράφος, ιεροκήρυκας και Ιεραπόστολος. Ονομάσθηκε ο νέος Χρυσόστομος της Σερβίας.
Το 1941, για την αγέρωχη στάση του, συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίσθηκε επί τριετία στις απαίσιες φυλακές του Νταχάου, όπου δέχθηκε άφθονη την ανθρώπινη σκληρότητα και βαρβαρότητα. Εκεί όμως είχε και τις θερμότερες και ωραιότερες προσευχές του, όπως λέει ο ίδιος. Μετά την ελευθέρωσή του, το 1945, μετέβη στην Αμερική, το 1946. Το άθεο καθεστώς τον θεωρούσε εχθρό του λαού. Ανεδείχθη ως ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ομολογητής και όσιος. Ανεπαύθη στις 5 Μαρτίου 1956, καθώς ετοιμαζόταν για τη θεία λειτουργία. Το 1991 μετεφέρθηκαν τα τίμια λείψανά του στη μονή Τσέλιε κι αναπαύονται δίπλα στον τάφο του εξαίρετου μαθητή του π. Ιουστίνου Πόποβιτς (+1979). Βιογράφος του καλός υπήρξε ο επίσης μαθητής του επίσκοπος Ράσκας Αρτέμιος Ραντοσάβλιεβιτς. Η επίσημη αναγνώρισή του από τη Σερβική Εκκλησία έγινε τον Μάϊο του 2003. Η μνήμη του τιμάται στίς 5 Μαρτίου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007