Του Κώστα Ράπτη
Μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο ο Ταγίπ Ερντογάν αμφισβητούσε την νοητική
ευστάθεια του Εμανουέλ Μακρόν, συμβούλευε τη Γαλλία να δώσει τη Μασσαλία στους
Αρμενίους του Ναγκόρνο Καραμπάχ, αφού ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την τύχη τους
και προειδοποιούσε ότι τα “κίτρινα γιλέκα” θα αντικατασταθούν από “κόκκινα
γιλέκα” αν παραμείνει για καιρό στη θέση του ο ένοικος των Ηλυσίων.
Χθες, πάλι, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Τουρκίας είχαν βιντεοσύσκεψη σε
φιλικό κλίμα κατά την οποία συζητήθηκαν οι δυνατότητες βελτίωσης των σχέσεων
των δύο χωρών και ενδυνάμωσης της συνεργασίας τους για την καταπολέμηση της
τρομοκρατίας, την προώθηση της περιφερειακής ασφάλειας και την αντιμετώπιση
της πανδημίας.
Μάλιστα, με την ιδιόμορφη αίσθηση της Ιστορίας που τον διακρίνει ο Ταγίπ
Ερντογάν θυμήθηκε ότι το 2021 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη συμφωνία της
Γαλλίας με το κίνημα του Κεμάλ, η οποία διευκόλυνε την επικράτηση του
τελευταίου στη Μικρά Ασία, ενώ πρόσθεσε ότι οι τρέχουσες δυσκολίες δεν είναι
κάτι το ασυνήθιστο στη μακρά διαδρομή των γαλλο-τουρκικών σχέσεων που ξεκινά
από την εποχή του Φραγκίσκου Α’ και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν Υβ Λε Ντριάν φρόντιζε την ίδια στιγμή,
μιλώντας σε κοινοβουλευτική επιτροπή, να προσγειώσει τα πνεύματα. “Οι
προσβολές έχουν σταματήσει και η γλώσσα είναι περισσότερο καθησυχαστική”
δήλωσε, συγκαταλέγοντας επίσης στα θετικά σημάδια την αποχώρηση των τουρκικών
σκαφών από την θαλάσσια περιοχή της Κύπρου και την επανέναρξη των
ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών. Ωστόσο, επισήμανε, ότι το θετικότερο
κλίμα είναι “εύθραυστο, διότι η λίστα των διαφωνιών είναι μακρά” και
“χρειάζονται πράξεις”, ενώ μέχρι τώρα παρακολουθούμε μόνο “φραστική δράση”.
Γεγονός πάντως παραμένει ότι ήδη από τις επιστολές που αντάλλαξαν τον
Ιανουάριο οι Εμανουέλ Μακρόν και Ταγίπ Ερντογάν έδωσαν το σήμα της σταδιακής
εκτόνωσης των εντάσεων, που κλιμακώθηκαν το περασμένο φθινόπωρο. Έχουν και οι
δύο σοβαρούς λόγους για αυτό.
Ο μεν Τούρκος πρόεδρος καλλιεργεί τους τελευταίους μήνες ένα κλίμα
αναθέρμανσης των σχέσεων με την Ε.Ε., προκειμένου με αυτό τον τρόπο να
περιορίσει τα πολλαπλά ανοικτά μέτωπά του και να ενισχύσει τη θέση του έναντι
των ΗΠΑ, όσο ακόμη παραμένουν αδιευκρίνιστες οι πραγματικές προθέσεις της νέας
κυβέρνησης Μπάιντεν απέναντί του. Δεν είναι άλλωστε διόλου τυχαίο ότι ακριβώς
αυτές τις ημέρες οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν γνωρίζουν θεαματική
επιδείνωση, ενώ και η Μόσχα αντιμετωπίζει την Άγκυρα με όλο και μεγαλύτερη
καχυποψία, ενόσω κυοφορείται η “επάνοδος” της “άτακτης” Τουρκίας στους κόλπους
της ατλαντικής οικογένειας και τους σχεδιασμούς της.
Ο Γάλλος πρόεδρος, από την πλευρά του, είναι λιγότερο ενθουσιώδης, αλλά
υποχρεωμένος να συνυπολογίσει το γεγονός ότι η θέση του μέσα σε μια Ε.Ε., η
οποία έχει εν πολλοίς προσχωρήσει στη γερμανικής εμπνεύσεως “θετική ατζέντα”
με την Τουρκία, είναι όλο και πιο μοναχική. Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος της
Γαλλίας ως “ελεύθερου σκοπευτή”, ο οποίος επιθυμεί να αξιοποιήσει οποιοδήποτε
άνοιγμα θα προσφερόταν για την επανείσοδό της στον αλλοτινό χώρο αποικιακής
κυριαρχίας της στην ανατολική Μεσόγειο, επιβάλλει ταχείς ελιγμούς.
Ούτως ή άλλως, τον πραγματικό τόνο στις σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία θα
τον δώσει η υπερατλαντική ηγέτιδα του ΝΑΤΟ και άπαξ και ανοίξει τα χαρτιά της
οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι δεν θα έχουν πολλές αντοχές να κινηθούν διαφορετικά. Η
ανανέωση και διεύρυνση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας αποδεικνύεται πολύ
ευκολότερη υπόθεση από την εξεύρεση μιας ικανοποιητικής απάντησης στην
πρόκληση που ενσαρκώνει ο Ταγίπ Ερντογάν.
Σε κάθε περίπτωση, και ενώ η γειτονική χώρα πραγματοποιεί τη μεγάλη ναυτική
άσκηση “Γαλάζια Πατρίδα” στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, οι φιλοδοξίες
για μία “στρατηγικά αυτόνομη” Ευρώπη σχετικοποιούνται, ενώ η “πολιτική αξιών”
των 27 τραυματίζεται από το κρεσέντο αυταρχισμού του ισχυρού άνδρα της
Άγκυρας, κατάλληλα συγχρονισμένο με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που αυτός
εξαγγέλλει προς κατανάλωση των διεθνών συνομιλητών του.