Η πρόσφατη αναφορά του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, κατά τη συνομιλία του μέσω τηλεδιάσκεψης με τους ομολόγους του της ΕΕ, θεωρείται ενδεικτική για τη στάση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Όπως τόνισε ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Τουρκία είναι μεν σημαντικός εταίρος, αλλά και χώρα που δημιουργεί προβλήματα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να καταβληθούν προσπάθειες για να παραμείνει στη Δύση.
Η αναδυόμενη πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν δεν φαίνεται ότι θα συμπορευτεί με τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή και αναμένεται ότι τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και των Κούρδων θα έχουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Οι «ανακατατάξεις ισχύος» που θα επιδιώξει η νέα ηγεσία των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τα μεγάλα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας και την αυξανόμενη αντίδραση μέσα στην Τουρκία για τις αυταρχικές πολιτικές του Ερντογάν, θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση για την Άγκυρα, υπό την έννοια ότι σε κάποια στιγμή θα βρεθεί μπροστά σε σοβαρό δίλημμα για τις συμμαχίες της με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Ο Ψυχρός Πόλεμος και ο γεωστρατηγικός ρόλος της Τουρκίας είχαν προσφέρει στην ηγεσία της τη δυνατότητα να «ξεγελάει» τους συμμάχους της, ειδικότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε διάφορες χρονικές περιόδους. Την ίδια τακτική ακολούθησε και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, εκμεταλλευόμενη την αστάθεια και τους πολέμους από τον Περσικό Κόλπο και τη Μέση Ανατολή έως τον Καύκασο και τα Βαλκάνια. Μέχρι πρόσφατα σχεδόν, αν συνυπολογιστεί η πλήρης κάλυψη και στήριξη που παρείχε ο Ντόναλντ Τραμπ στον τυχοδιώκτη Ερντογάν, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι η Ουάσινγκτον «έπινε νερό στο όνομα» της Άγκυρας.
Τώρα, για πρώτη φορά, είναι ορατό το ενδεχόμενο να αλλάξει μια πραγματικότητα δεκαετιών επειδή ο σουλτάνος ξεπέρασε κάθε όριο, ακόμη και στους ελιγμούς ξεγελάσματος και αποπροσανατολισμού. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τους αλαζόνες, που μπροστά στη μεγαλομανία τους ξεχνούν ότι η ύβρις φέρνει τη νέμεση. Νόμιζε ότι μπορεί πάντα να επιβάλλει τους δικούς του όρους και ότι τίποτα δεν θα τον σταματήσει, εκμεταλλευόμενος τις αντιπαραθέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, αλλά και την ανοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω κυρίως της γερμανικής στάσης.
Με ισλαμοφασιστικές πρακτικές προχώρησε στη σταδιακή κατάργηση του κράτους δικαίου στη χώρα του και παράλληλα (με πειρατικές ενέργειες ή στρατιωτικές επιχειρήσεις ή αποστολές τζιχαντιστών) εισέβαλε σε άλλα κράτη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, θεώρησε ότι η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ έχει τη δύναμη να αναγκάσει τις ΗΠΑ να χωνέψουν την αγορά και τη χρήση των ρωσικών αντιπυραυλικών συστημάτων S-400. Επιπλέον, ίσως και να ευελπιστούσε ότι αν κατάφερνε να ξεπεράσει αυτό το «αντιμετωπίσιμο εμπόδιο», όπως το αντιλαμβανόταν, τότε θα ήταν πολύ πιο εύκολο να προχωρήσει στον επόμενο στόχο του για να καταστήσει την Τουρκία πυρηνική δύναμη.
Μετά τη συμφωνία Πούτιν – Ερντογάν, συνεχίζεται η κατασκευή του πρώτου σταθμού παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στην Τουρκία (στη σεισμογενή περιοχή Άκκουγιου της Μερσίνας) και ο οποίος θα τεθεί σε λειτουργία το 2023. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απειλή κατά της υγείας και της ασφάλειας εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων και, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν συντονισμένες και αποφασιστικές αντιδράσεις από χώρες της περιοχής και κυρίως από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Πέρα από την κατασκευή πυρηνικών σταθμών από ρωσικές εταιρείες, η Μόσχα θα εποπτεύει τη λειτουργία τους τουλάχιστον για 49 χρόνια. Άρα, θα ελέγχει ένα υπολογίσιμο κομμάτι των τουρκικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για τη ρωσική επιρροή στην Τουρκία. Επομένως, οι επεμβάσεις στο πλαίσιο του τουρκικού επεκτατισμού, η αγορά των S-400 και η λειτουργία πυρηνικών σταθμών εντάσσονται στο «πρώτο βήμα» των ηγεμονικών βλέψεων του Ερντογάν. Το «δεύτερο βήμα» αφορά την απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Την επικίνδυνη αυτή φιλοδοξία του την αποκάλυψε λίγο καιρό πριν δώσει την εντολή για την τουρκική εισβολή στη Συρία και τη σφαγή των Κούρδων. «Κάποια κράτη διαθέτουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές. Η Δύση επιμένει ότι δεν πρέπει να αποκτήσουμε τέτοια όπλα. Αυτό δεν μπορώ να το δεχθώ» είχε πει με το γνωστό απειλητικό ύφος του. Κι αφού κανένας δεν τον εμπόδισε στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και αφού μετά απ’ όλα αυτά δεν έχει υποστεί ακόμα κανένα σοβαρό αντίποινο για τις παρανομίες και τα εγκλήματά του, ήταν σίγουρος ότι το ίδιο θα ισχύσει και για την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος, καθώς και για την προσπάθειά του να αποχτήσει πυρηνικά όπλα με τη συμμαχία του Πούτιν και τη βοήθεια του Πακιστάν.
«Μοχλοί πίεσης»
Η νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ έχοντας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τα νέα δεδομένα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας των επιλογών και της πολιτικής Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, εμφανίζεται αποφασισμένη, αλλά συνάμα και συγκρατημένη προς το παρόν, για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Κατ’ αρχάς, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ δεν είχε δώσει σημασία στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, η κυβέρνηση Μπάιντεν άρχισε να προτάσσει τα εν λόγω ζητήματα ως «υψίστης σημασίας». Μετά τις πρόσφατες τηλεφωνικές συνομιλίες του κ. Μπλίνκεν με τους ομολόγους του της Ελλάδας και της Τουρκίας, Δένδια και Τσαβούσογλου αντίστοιχα, από τις ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαφάνηκε ότι οι ΗΠΑ, ανάμεσα στους «μοχλούς πίεσης» που σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν για να πιέσουν το καθεστώς Ερντογάν ώστε να επιστρέψει στο δυτικό στρατόπεδο και να σεβαστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, θα είναι τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και των Κούρδων σε Συρία και Ιράκ.
Φιλελεύθερος