Λύση στην Κτηνοτροφία Προσφέρει η Σιτηρέσια της Ελληνικής Γης
Τον δρόµο τους προς την αγορά βρίσκουν πρωτοβουλίες γύρω από το πεδίο των ζωοτροφών που εντείνουν τη διασύνδεση της εγχώριας ζωικής και φυτικής παραγωγής και επιχειρούν να δώσουν µια νέα βάση πάνω στην οποία θα συνεχιστεί η ανάπτυξη της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Το πεδίο έρευνας και επενδύσεων πλαισιώνεται από την ανάγκη ανάπτυξης ελληνικών ζωοτροφών και «συνταγών» για τα σιτηρέσια, που κατ’ επέκταση θα συµπληρώσουν και στην προστιθέµενη αξία των γαλακτοκοµικών προϊόντων. «Ξένες φυλές προβάτων και βραζιλιάνικη σόγια, αφήνουν όσο να ‘ναι τον δικό τους χρωµατισµό στην ελληνική φέτα», µε την οριακή αυτή αντίφαση να γίνεται πιο «ενοχλητική» όταν οι διακυµάνσεις των διεθνών τιµών της σόγιας «κόβουν τη χαρά» των κτηνοτρόφων από έναν ανοδικό κύκλο στο γάλα.
Άλλωστε, αυτή η ίδια ανοδική τροχιά στην οποία βρίσκεται η εγχώρια ζώνη γάλακτος σε συνδυασµό µε την πορεία των χρηµατιστηρίων αγροτικών εµπορευµάτων τους τελευταίους µήνες, διευκολύνουν και επιταχύνουν τον βηµατισµό προς την απαγκίστρωση της εγχώριας κτηνοτροφίας από τις εισαγόµενες ζωοτροφές.
Η ανάπτυξη µοντέλων συµβολαιακής καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών βρίσκεται πλέον στα άµεσα σχέδια της οργανωµένης παραγωγής είτε σε επίπεδο βιοµηχανιών είτε σε επίπεδο αγροτικών και κτηνοτροφικών συνεταιρισµών. Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίοι µήνες έγιναν αφορµή ώστε να συνειδητοποιήσουν οι συντελεστές του κλάδου πως η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και το πλάνο επενδύσεων σ’ αυτή, ξεκινούν από τις ζωοτροφές.
Οι ανάγκες της χώρας σε ζωοτροφές είναι πολλές άλλωστε και η ζήτηση για ελληνικά γαλακτοκοµικά προϊόντα είναι ενθαρρυντική και δείχνει ότι η συγκυρία βελτιωµένων τιµών θα κρατήσει. Παράλληλα οι εκµεταλλεύσεις µεγαλώνουν και επενδύουν έτη περαιτέρω στον εκσυγχρονισµό τους.
Δρόμο αυτάρκειας δείχνει στα ψυχανθή η ΟΛΥΜΠΟΣ
Λούπινο, κουκί, μπιζέλι και ρεβίθι αποτελούν ποιοτική εναλλακτική καλλιέργειας και σιτηρεσίου και προστατεύουν τον παραγωγό σε περιόδους μεταβλητότητας των τιμών
Σε πανευρωπαϊκό αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο η ανάγκη επένδυσης στην καλλιέργεια πρωτεϊνούχων φυτών µε κατεύθυνση τη διατροφή των κτηνοτροφικών ζώων ισχυροποιείται, µε κυβερνήσεις και παραγωγούς να προσπαθούν να απεµπλακούν από την σχεδόν αποκλειστική εισαγωγή σόγιας από τη βασίλισσα της καλλιέργειας, την Αµερική. Με το επίπεδο αυτάρκειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε παραγωγή σόγιας να είναι µόλις 5%, τα ευρωπαϊκά κράτη το ένα µετά το άλλο καταβάλλουν αξιοσηµείωτες προσπάθειες να κλείσουν την ψαλίδα, µε την Ιταλία και τη Γαλλία να µπαίνουν δυναµικά στην παραγωγή σόγιας µε 1,06 εκατ. τόνους και 499.000 τόνους, αντιστοίχως.
Η Ελλάδα, αναζητώντας µε τη σειρά της µια θέση αυτονοµίας που τόσο έχει ανάγκη, ώστε να προστατέψει τον κτηνοτροφικό της κλάδο σε περιόδους µεταβλητότητας των διεθνών αγορών που σπρώχνουν προς τα πάνω τις τιµές των ζωοτροφών, στρέφεται σταδιακά όχι µόνο στην καλλιέργεια σόγιας αλλά και στην αξιοποίηση ντόπιων ποικιλιών κτηνοτροφικών ψυχανθών όπως το κουκί, το µπιζέλι, το λούπινο και το ρεβίθι.
Μια από της µεγαλύτερες επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση πραγµατοποίησε η γαλακτοβιοµηχανία ΟΛΥΜΠΟΣ Α.Ε., µε τη διεξαγωγή σε µεγάλη κλίµακα πιλοτικού προγράµµατος την περίοδο 2012-2014, σε συνεργασία µε το εργαστήριο Γενετικής και Βελτίωσης Φυτών του τµήµατος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, και µε το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισµού ∆ήµητρα (πρώην ΕΘΙΑΓΕ). Η αρχή έγινε µε την καλλιέργεια 65 στρεµµάτων πιλοτικών αγρών, µε σόγια (GMO free) ως κύρια ή και ως επίσπορη καλλιέργεια, σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ η συνέχεια ήταν ακόµα πιο εντυπωσιακή µε την αξιοποίηση 120 στρεµµάτων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, για χειµερινή καλλιέργεια πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών φυτών ρεβιθιού και λούπινου, ως προσπάθεια αξιοποίησης όξινων και ξερικών εδαφών, µε στόχο τη µερική ή και πλήρη αντικατάσταση της σόγιας στο σιτηρέσιο των ζωοτροφών.
Παράλληλα, εκπονήθηκε έλεγχος των φυσικοχηµικών ιδιοτήτων και ανάλυση της σύνθεσης και αναλογίας πρωτεϊνών αλλά και αντιθρεπτικών παραγόντων (αναστολείς τρυψίνης) µε σκοπό την εκτίµηση της ασφάλειας και διατροφικής αξίας των προτεινόµενων ψυχανθών. Κατά τη διάρκεια του προγράµµατος ερευνητές και συνεργαζόµενοι κτηνοτρόφοι αξιολόγησαν και συνέκριναν 10 εµπορικές ποικιλίες συµβατικής σόγιας, µε γνώµονα τη δυναµική και την προσαρµοστικότητά τους στις ελληνικές συνθήκες και συνόδευσαν τα αποτελέσµατά που συνέλεξαν, µε πρακτικές καλλιεργητικές οδηγίες.
Στην περίπτωση της σόγιας, λοιπόν, τα δεδοµένα που συλλέχθηκαν από τους πειραµατικούς αγρούς, έδειξαν µέσες αποδόσεις που κυµαίνονταν ανάλογα µε την περιοχή, από 285 κιλά το στρέµµα στη βιολογική καλλιέργεια έως και 430 κιλά το στρέµµα, ενώ διαφοροποίηση παρατηρήθηκε µεταξύ των 10 υβριδίων και των αποστάσεων φύτευσης που δοκιµάστηκαν (75 και 25 εκατοστά µεταξύ των γραµµών). Για τη καλλιέργεια σόγιας, που είναι απαιτητική σε άζωτο, προτείνεται η διαθεσιµότητα 22 µονάδων ανά στρέµµα, καθώς και η λίπανση µε 6-9 µονάδων φωσφόρου και µε 8-12 µονάδες καλίου (Κ2Ο), συνοδευόµενη από 4-6 αρδεύσεις.
Το λούπινο ταιριάζει στη φυσιολογία της Ελλάδας
Τα πιο συνηθισµένα είδη από τα καλλιεργούµενα είναι το λευκό, το κίτρινο και το µπλέ λούπινο. Τα λούπινα είναι σπουδαία ετήσια κτηνοτροφικά φυτά, που τα σπέρµατά τους περιέχουν πρωτεΐνη σε υψηλό ποσοστό (28-40%), σηµαντικά υψηλότερο και από τα κτηνοτροφικά κουκιά. Λόγω της ψηλής του αζωτοδεσµευτικής ικανότητας το λούπινο απαιτεί µόνο φωσφορούχο λίπανση (µε 6-9 µονάδες).
Στην ίδια έρευνα φάνηκε ότι το λούπινο έχει τη µεγαλύτερη ικανότητα προσαρµογής σε ξηρά, όξινα και φτωχά εδάφη, ενώ είναι κατάλληλο για καλλιέργεια και σε ορεινές και ηµιορεινές περιοχές. Η σπορά απαιτεί 14 κιλά σπόρου ανά στρέµµα (αποστάσεις 30-50 εκ. και 10-15εκ.), µε αποδόσεις που φτάνουν τα 348 κιλά το στρέµµα, στην περίπτωση φθινοπωρινής σποράς. Ο συγκοµιζόµενος σπόρος έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, είναι πλούσιος σε ενέργεια και διαθέτει καλή βιολογική αξία. Πιο συγκεκριµένα, ανάλυση της χηµικής σύνθεσής του αναδεικνύει την ανωτερότητά του έναντι του σογιάλευρου (και των υπολοίπων υπό εξέταση ψυχανθών) σε περιεκτικότητα ξηρής και οργανικής ουσίας, λιπαρών και ινωδών ουσιών καθώς και στην τρείς φορές χαµηλότερη περιεκτικότητα στου αντιθρεπτικό παράγοντες «παρεµποδιστές τρυψίνης», καθιστώντας το µια πειστική πρόταση για αντικατάσταση του σογιάλευρου στη διατροφή των παραγωγικών ζώων.
Επιπλέον, λόγω των υψηλών επιδόσεων του λούπινου, της προσαρµοστικότητάς του σε συστήµατα µειωµένων εισροών και της υψηλής θρεπτικής αξίας των σπόρων του, οι ερευνητές προχώρησαν στη σχεδίαση διαλληλικές διασταυρώσεις µεταξύ ποικιλιών σόγιας και ποικιλιών λούπινου µε στόχο την παραγωγή ετερωτικών F1 (υβριδίων) µε την προοπτική δηµιουργίας υψηλοαποδοτικών ποικιλιών προσαρµοσµένων στις ελληνικές συνθήκες και µε επιθυµητές διατροφικές ιδιότητες.
Ένταξη στο σιτηρέσιο
Ενδιαφέροντα αποτελέσµατα συλλέχθηκαν όµως και από τους πιλοτικούς αγρούς που καλλιεργήθηκαν µε τα λοιπά κτηνοτροφικά ψυχανθή, όποως µπιζέλι, ρεβίθι και κουκί, όπου χρησιµοποιήθηκαν οι προτεινόµενες από το υπουργείο ποικιλίες, ενώ η χηµική ανάλυση αποκάλυψε ότι οι σπόροι και από τα τρία αυτά είδη έχουν διπλάσια περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες από το λούπινο και το σογιάλευρο.Παράλληλα, βρέθηκε ότι ο καρπός του κουκιού αποτελεί άριστη συµπυκνωµένη πρωτεϊνούχο ζωοτροφή, µε υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (25-34%) κατάλληλη για χοίρους, πρόβατα, βοοειδή, πουλερικά και άλογα.
Εν κατακλείδι, οι ερευνητές προτείνουν αντικατάσταση του σογιάλευρου µε σπέρµατα ψυχανθών σε αναλογίες 5:2 (ρεβίθι: σογιάλευρο) έως 5:4 (λούπινο: σογιάλευρο). Για να διευκολυνθεί η επέκταση της καλλιέργειας των κτηνοτροφικών ψυχανθών και να καταστεί οικονοµικά συµφέρουσα για τους παραγωγούς η αντικατάσταση του σογιάλευρου, θα πρέπει η διάθεσή των σπόρων τους στην κτηνοτροφία να γίνεται σε τιµή ζωοτροφής και όχι σε τιµή σπόρου.
Ελληνικές ζωοτροφές ρίχνουν 10% το κόστος στα σιτηρέσια
Μίγμα με 75% λιγότερη σόγια από ΕΑΣ Αγρινίου και Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Οι δυναµικές ελληνικές ποικιλίες
Tο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει εκδώσει ανακοίνωση, στην οποία καταγράφονται οι προτεινόµενες ποικιλίες ανά καλλιέργεια κτηνοτροφικού ψυχανθούς µε τις καλύτερες αποδόσεις στα ελληνικά δεδοµένα. Σύµφωνα µε αυτή, το ρεβίθι έχει εξαιρετική αντοχή στην ξηρασία,
µε χαµηλές απαιτήσεις σε έδαφος και µε µορφολογία τέτοια που διευκολύνει τη µηχανική συγκοµιδή, ενώ προτείνεται η χρήση της µικρόσπερµης ποικιλίας Αµοργός (ανθεκτική στην ασθένεια της ασκοχύτωσης, κατάλληλη και για βιολογική γεωργία) και των µεσόσπερµων ποικιλιών Γαύδος
και Θήβα. Αντίστοιχα για το κτηνοτροφικό µπιζέλι καλές επιδόσεις δίνουν οι ποικιλίες Οδυσσέας, Όλυµπος και ∆ωδώνη, και για το κτηνοτροφικό κουκί οι Σόλων, Πολυκάρπη και Τανάγρα.
Ένα εγχείρηµα απαγκίστρωσης της εγχώριας προβατοτροφίας από τις ευµετάβλητες χρηµατιστηριακές αγορές αγροτικών πρώτων υλών έχει ήδη ολοκληρωθεί στην Αιτωλοακαρνανία , όπου η ΕΑΣ Αγρινίου σε συνεργασία µε το Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, κατάφεραν να διαµορφώσουν µίγµα ζωοτροφής µε 75% λιγότερη σόγια που εξασφαλίζει 10% µείωση κόστους στα σιτηρέσια.
Κραµβάλευρο, βαµβακόπιτα και κτηνοτροφικό κουκί γίνονται τα βασικά συστατικά ενός νέου µίγµατος ζωοτροφών, ιδανικού για τις ανάγκες αιγοπροβατοτρόφων, το οποίο µάλιστα θα παντενταριστεί από την ΕΑΣ Αγρινίου που θέλει µέχρι το 2022 να έχει αναπτύξει συνεργασίες µε αγρότες και κτηνοτρόφους, ώστε η ενσωµάτωση των νέων σιτηρέσιων να εδραιωθεί το συντοµότερο δυνατόν στην παραγωγική διαδικασία.
Το πρόγραµµα Feed for Milk ξεκίνησε στις αρχές του 2019 και χρηµατοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα «∆υτική Ελλάδα, 2014-2020». Σήµερα τα αποτελέσµατα είναι έτοιµα, µε τον καθηγητή του ΓΠΑ Αθανάσιο Γελασάκη, να επισηµαίνει ότι η αποδέσµευση της κτηνοτροφίας από τις διακυµάνσεις της σόγιας συνιστά µια µεγάλη νίκη για τον εγχώριο κλάδο. «Ποιος θα περίµενε ότι θα µπορούσαµε να µειώσουµε κατά 75% τη σόγια από τα σιτηρέσια, χωρίς να αλλάζει η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόµενου γάλακτος, όσο οι δείκτες ευζωίας των ζώων παραµένουν επίσης αµετάβλητοι».
Η φιλοσοφία του έργου εστιάζει στην παραγωγή γάλακτος από ελληνικές φυλές προβάτων, Χίου και Φριζάρτα, που ταΐζονται µε πρώτες ύλες που παράγονται στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το πνεύµα αξιοποιήθηκαν υποπροϊόντα από την καλλιέργεια ελαιοκράµβης και βάµβακος, µιας ανερχόµενης και µιας παραδοσιακής καλλιέργειας, αλλά και κτηνοτροφικού κουκιού, µιας δηµοφιλούς καλλιέργειας σε όσους εφαρµόζουν πρακτικές βιολογικής γεωργίας. «Θέλαµε να συνδέσουµε το δυνατόν περισσότερο τη φυτική και τη ζωική παραγωγή, µε αποτελέσµατα που αγγίζουν αποκλειστικά τις ανάγκες των Ελλήνων παραγωγών και των ελληνικών γαλακτοκοµικών προϊόντων» ξεκαθαρίζει ο καθηγητής του ΓΠΑ.
Να σηµειωθεί ότι οι υπολογισµοί αυτοί έγιναν σε συνάρτηση µε τις τιµές που διαµόρφωνε η διεθνής αγορά σόγιας προ τριετίας, που ήταν σαφώς χαµηλότερες από τις σηµερινές, αφού η χρηµατιστηριακή τιµή του προϊόντος έχει σηµειώσει αύξηση τουλάχιστον 60% τον τελευταίο χρόνο. Αυτό σηµαίνει ότι µε τις σηµερινές τιµές η µείωση του κόστους ζωοτροφών είναι µεγαλύτερη του 10%.
Όπως αναφέρει ο Εµπορικός ∆ιευθυντής της ΕΑΣ Αγρινίου ∆ήµος Μπέτσικας, τα επίσηµα αποτελέσµατα της έρευνας θα παρουσιαστούν στην έκθεση Zootechnia τον Σεπτέµβριο. Πάντως όπως εξήγησε η αξιοποίηση των ευρηµάτων θα γίνει άµεσα.
Το «Λούπινο των Άνδεων» µε το πρόγραµµα LIBBIO
Για να καλύψει την ανάγκη της ΕΕ για νέες πρωτεϊνικές πηγές, το πρόγραµµα του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, µε το ακρωνύµιο LIBBIO, επικεντρώθηκε στη δηµιουργία προϊόντων βρώσιµων ή µη, ζωοτροφών και βιοµάζας από ποικιλίες λούπινου των Άνδεων. Σε αυτό το πλαίσιο καταχωρήθηκε η πρώτη ευρωπαϊκή ποικιλία µε ονοµασία COTOPAXI και διαπιστώθηκε ικανοποιητική παραγωγική δυναµική στη χώρα µας. Το κόστος παραγωγής σπόρων για µια µέσου µεγέθους αγροτική µονάδα είναι περίπου 0,70 ευρώ το κιλό, ενώ η επιδότηση της καλλιέργειας µε 40 ευρώ το στρέµµα δίνει θετικό ακαθάριστο εισόδηµα και γεωργικό ετήσιο εισόδηµα 16.923 ευρώ.
Το «Legumes4Protein» του ΘΕΣγη για εναλλακτικά κτηνοτροφικά ψυχανθή
Σε εξέλιξη βρίσκεται το πρόγραµµα «Legumes4Protein» του ΘΕΣγη και του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, το οποίο εντάσσεται στο «Ερευνώ-∆ηµιουργώ-Καινοτοµώ» που συγχρηµατοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα. Στόχος του έργου είναι η ολιστική προσέγγιση του συστήµατος παραγωγής κτηνοτροφικών ψυχανθών, µε κύρια το κουκί, το λούπινο, το µπιζέλι, το σόργο και το switchgrass, και η αξιοποίηση τους στη διατροφή των ζώων, προς αντικατάσταση της σόγιας. Η χρήση ελληνικών ποικιλιών προσαρµοσµένων στις ελληνικές εδαφοκλιµατικές συνθήκες θα εξασφαλίσει τη µεγιστοποίηση αποδόσεων.
«Σχέδιο ∆ράσης Γαία» από τη ∆ΕΛΤΑ για ορθολογική αξιοποίηση ζωοτροφών
Με δύο δυνατά προγράµµατα, το «Σχέδιο ∆ράσης Γαία» και το ευρωπαϊκό έργο Cowficiency, η ∆ΕΛΤΑ σε συνεργασία µε το Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών και το Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας, µελετά την ορθολογική αξιοποίηση των ζωοτροφών, µε στόχο την αποδοτικότερη χρήση του αζώτου στην παραγωγή γάλακτος, τη µείωση της αποβολής του περίσσιου αζώτου από το ζώο στο περιβάλλον, καθώς επίσης και την ενδυνάµωση της πρωτογενούς παραγωγής και τη στήριξη της ελληνικής κτηνοτροφίας ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιµότητα και η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού γάλακτος και των προϊόντων που παράγονται από αυτό.
Σε λούπινο και µηδική επενδύει η ΕΛΒΙΖ µε το GreenFeeds
∆υναµική είναι και η παρουσία της Ελληνικής Βιοµηχανίας Ζωοτροφών στην προσπάθεια ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής ζωοτροφών µε το ερευνητικό πρόγραµµα GreenFeeds. Το έργο που ολοκληρώθηκε τέλη του 2020 σε συνεργασία µε το Γεωπονικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, στόχευε στην αξιοποίηση του λούπινου και της µηδικής υψηλής πρωτεΐνης, καθώς και του λιναρόσπορου στα σιτηρέσια των ζώων, µε αντικατάσταση των εισαγόµενων ζωοτροφών, ενισχύοντας τις αποδόσεις και την ποιότητα του παραγόµενου γάλακτος. Προωθήθηκε η µείωση του κόστους παραγωγής, η βελτίωση των αποδόσεων και η υιοθέτηση βιώσιµων φιλοπεριβαλλοντικών τεχνικών καλλιέργειας.
Πηγή: agronews.gr