Ο Τζο Μπάιντεν ξεκίνησε τη θητεία του στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ λαμβάνοντας μια ορατή σκληρή γραμμή απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν, με τους αναλυτές να αναμένουν ανηφορική πορεία στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς -όπως σημειώνουν- τα συμφέροντα των δύο χωρών αποκλίνουν όλο και περισσότερο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του arabnews.com, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως και πολλοί από τους ηγέτες που υποστήριξαν τον τέως Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, πήρε την κρυάδα από τον Μπάιντεν, ο οποίος πριν εκλεγεί χαρακτήρισε τον πρόεδρο της Τουρκίας “αυταρχικό ηγέτη”.
Ο Μπάιντεν δεν έχει επικοινωνήσει ακόμη με τον Ερντογάν και η νέα αμερικανική κυβέρνηση έχει επιπλήξει ήδη την Τουρκία, προτρέποντας την απελευθέρωση του επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά (παραμένει φυλακισμένος για την κατηγορία της “απόπειρας ανατροπής της κυβέρνησης”) και επικρίνοντας την ομοφοβική ρητορική Τούρκων αξιωματούχων για την καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Οι εν λόγω δηλώσεις ευθυγραμμίζονται με την προεκλογική δέσμευση του Μπάιντεν να θέσει ως προτεραιότητα της αμερικανικής κυβέρνησης την προώθηση της δημοκρατίας, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία έχουν πολύ περισσότερες διαφορές που ενδέχεται να επιδεινώσουν τις μεταξύ τους εντάσεις.
Ο Ερντογάν αγόρασε προκλητικά το προηγμένο ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, απορρίπτοντας τις προειδοποιήσεις ότι θέτει σε κίνδυνο τον ρόλο του στη συμμαχία του ΝΑΤΟ, αλλά και οδηγώντας τον Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία μετά, φυσικά, από έντονες αντιδράσεις στο αμερικανικό Κογκρέσο.
Επίσης, δικαστήριο της Νέας Υόρκης τον Μάιο θα ξεκινήσει δίκη για την κρατική τράπεζα της Τουρκίας, Halkbank, για κατηγορίες ξεπλύματος ιρανικού χρήματος κατά παράβαση των διεθνών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης, κίνηση που πιθανότατα θα προκαλέσει μεγάλο οικονομικό πλήγμα στην Τουρκία.
“Οι σχέσεις μπορούν να βελτιωθούν προς το καλύτερο, αλλά νομίζω ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να μετριάσουν τις προσδοκίες τους”, δήλωσε ο Στίβεν Κουκ, ανώτερος συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, που εδρεύει στην Ουάσινγκτον.
“Η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες. Οι δύο χώρες μπορούν να συνεργαστούν σε ορισμένα ζητήματα, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να τους συνδέει πλέον”, συμπληρώνει.
Η Γκονούλ Τολ, διευθύντρια στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, που εδρεύει επίσης στην Ουάσινγκτον, δήλωσε ότι οι S-400 δημιούργησαν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα καθώς ο Ερντογάν διάνθισε τη συγκεκριμένη αγορά με εθνικιστικούς όρους, λέγοντας ότι η Άγκυρα διεκδικεί την ανεξαρτησία της.
“Νομίζω ότι (ο Ερντογάν) συνειδητοποιεί ότι είναι πολύ απομονωμένος στην περιοχή και ότι όλη αυτή η αντιδυτική, αντιαμερικανική ρητορική του δεν έχει τελικά κανένα όφελος”, προσθέτει η Τολ.
Άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του Μπάιντεν, ο Ερντογάν πρότεινε έναν συμβιβασμό: να μη χρησιμοποιήσει πλήρως το σύστημα S-400. Ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ξεκαθάρισε πως η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ δεν πρέπει να “διατηρήσει” το εξοπλιστικό πρόγραμμα, για το οποίο η Συμμαχία φοβάται πως δίνει τη δυνατότητα στη Ρωσία να καταρρίψει δυτικά μαχητικά αεροσκάφη.
Συνεχίζοντας, η Τολ σημείωσε πως ο Μπάιντεν παραμένει πραγματιστής, υπενθυμίζοντας τη στάση του απέναντι στη Ρωσία, με την επέκταση ισχύος της συνθήκης New Start με τη Ρωσία για πέντε χρόνια. (“Η επέκταση της ισχύος της συνθήκης New Start διασφαλίζει ότι έχουμε επαληθεύσιμα όρια στους ρωσικούς ICBM και SLBM -διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι και βαλλιστικοί πύραυλοι εκτοξευόμενοι από υποβρύχια αντίστοιχα- και στα βομβαρδιστικά αεροσκάφη μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 2026”, είχε ανακοινώσει ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Άντονι Μπλίνκεν.)
“Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί πολιτικοί στη διοίκηση του Μπάιντεν και μερικοί θα μπορούσαν να πουν, ας δούμε πώς συμπεριφέρεται η Τουρκία σε ζητήματα κρίσιμα για τις ΗΠΑ όπως οι S-400, η Ανατολική Μεσόγειος και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ”, είπε η Τολ, αναφερόμενη στην αυξημένη ένταση μεταξύ της Τουρκίας και της συμμαχικής χώρας στο ΝΑΤΟ Ελλάδας.
“Εάν υπάρχει ένδειξη ότι μπορούν πραγματικά να συνεργαστούν με την Τουρκία σε θέματα που είναι σημαντικά για την εθνική ασφάλεια, τότε νομίζω ότι θα μπορούσαμε να δούμε μια πιο ήπια προσέγγιση συνολικά”, δήλωσε η Τολ.
Χαρακτηριστικές της ταραγμένης σχέσης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας ήταν οι δηλώσεις του Άντονι Μπλίνκεν κατά την ορκωμοσία του, ο οποίος χαρακτήρισε την Τουρκία ως “τον αποκαλούμενο στρατηγικό εταίρο μας”. Βέβαια, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Νεντ Πράις έκτοτε χαρακτήρισε την Τουρκία ως “μακροχρόνιο και πολύτιμο σύμμαχο του ΝΑΤΟ”.
“Επιδιώκουμε συνεργασία θέτοντας κοινές προτεραιότητες και, όπως και με κάθε σύμμαχό μας, αρχίζουμε τον διάλογο για την αντιμετώπιση των διαφωνιών μας”, δήλωσε ο Πράις σε δημοσιογράφους.
Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ έφερε ως παράδειγμα την προώθηση των κοινών συμφερόντων στη Συρία, αν και το συγκεκριμένο πεδίο μάχης αποτελεί μια πηγή τριβής από τότε που ο πρώην πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, ευθυγραμμίστηκε με τους Κούρδους μαχητές -που συνδέονται με αυτονομιστές εντός της Τουρκίας- για να νικήσει το Ισλαμικό Κράτος.
Η Eurasia Group σε ανάλυσή της σημειώνει ότι τόσο η Τουρκία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμφέρον να βελτιώσουν τους δεσμούς τους, αλλά έθεσε πιθανότητα 60 τοις εκατό για διακοπή των συνομιλιών στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, πιθανότατα για τους S-400 ή και τη Συρία.
Σε κείμενό του ο Γκάλιπ Νταλάι, αναλυτής και συνεργάτης του Brookings Doha Center, υπογράμμιζε πως οι αμερικανικο-τουρκικές εντάσεις θα επιδεινωθούν, τονίζοντας ότι τα δύο έθνη έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι σημαίνει επαναφορά σχέσεων.
Για τον Μπάιντεν, έγραφε ο Νταλάι, επαναφορά σημαίνει αποκατάσταση μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, στην οποία η Τουρκία θα αντιστρέψει τους αυξανόμενους δεσμούς της με τη Ρωσία και την ανερχόμενη Κίνα.
Αλλά για τον Ερντογάν, “επαναφορά σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα συμβιβαστούν με τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στη γειτονιά της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της Τουρκίας σε αυτήν”.
capital.gr