Ιωάννης Βιδάκης[1] & Δημήτριος Γεωργαντάς[2]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι συγγραφείς εξετάζουν συνοπτικά σε μία σειρά άρθρων, την περιοχή της Κεντρικής Ασίας, Μέσης Ανατολής και Μικράς Ασίας – Ανατολίας. Τα συμπεράσματα είναι σπουδαία: πιστοποιείται η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των γεγονότων στον εξεταζόμενο χώρο. Παρατηρείται η σημαντική συσχέτιση των πολιτικών παραγόντων, των προσωπικών ζητημάτων, της θρησκείας και των στοιχείων του πολιτιστικού τομέα. Επεξηγείται η σημασία του χώρου της Κεντρικής Ασίας, ως τόπου διέλευσης «βαρβαρικών» φυλών, η διασπορά τουρκικών φυλών στην περιοχή καθώς και η ύστερη ανάκτηση της δύναμης των Βυζαντινών. Διαπιστώνεται ο παρεξηγημένος μάλλον ρόλος των Μογγόλων στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι αρχικές τους δράσεις εναντίον του μουσουλμανισμού, η ανακοπή της επέκτασης των Σελτζούκων και στη συνέχεια των Οθωμανών. Τα κείμενα επιχειρούν να διερευνήσουν συγκεκριμένα στερεότυπα και μπορούν να συνδράμουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του μωσαϊκού της περιοχής στη σύγχρονη περίοδο.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο Α΄ Μέρος εξετάστηκε συνοπτικά ο ρόλος των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και στη συνέχεια ο ρόλος νομάδων – εισβολέων, Ιρανών και Τουρκογενών φυλών, [βλ. Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Α΄ΜΕΡΟΣ], 25 Ιανουαρίου 2021].
Ο ρόλος των Ελλήνων και των Περσών/Ιρανών στην εν λόγω περιοχή μαρτυρείται ως ανώτερος πολιτισμικά, ενώ των εισβολέων – νομαδικών φύλων περιγράφεται περισσότερο αν όχι ως καταστροφικός, τουλάχιστον ως στάσιμος.
Η συγκεκριμένη περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας, [νότια της λίμνης Αράλης, ανάμεσα στους ποταμούς Σιρ-Ντάρια (Ιαξάρτη) και Αμού-Ντάρια (Ώξος), αποτελούμενη από τις εδαφικές ενότητες, γνωστές ως Ωξιανή, Υπερωξιανή, Transoxania/Transoxiana, Σογδιανή, αποτελούσε «πέρασμα» – δίοδο από την ανατολή, και συνεπώς σύνορο προστασίας των εσωτερικών περιοχών. Από την περίοδο των αρχαίων Περσών, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του ελληνικού/ελληνιστικού βασιλείου, υπήρξε επιτυχημένη ανάσχεση των ορδών των νομάδων, προστατεύοντας την Δύση και παρέχοντας ασφάλεια από νομαδικές εισβολές. Μετά την παρακμή του τουρκικού χανάτου, η Κεντρική Ασία γνώρισε περίπου έναν αιώνα ανεξαρτησίας, πριν από την έναρξη των αραβικών εισβολών. Στην περιοχή γνωστή ως Σογδιανή, η πολιτική και οικονομική εξουσία βρισκόταν στα χέρια ενός δικτύου πόλεων-κρατών. Στην Βακτρία, (μεταξύ της οροσειράς του Hindu Kush και του ποταμού Αμού-Ντάρια, περιοχή που εκτείνεται στο σύγχρονο Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν), οι Εφθαλίτες, μια ομάδα νομαδικής προέλευσης, κατείχε τον εδαφικό έλεγχο. Στην Χορεσμία, περιοχή γύρω από την θάλασσα της Αράλης, αναπτύχθηκε ιρανικός πολιτισμός.
Αν και οι περισσότερες από αυτές τις πολιτικές ηγεσίες καθοδηγούνταν από ιρανικές δυναστείες και κυριαρχούσαν κυρίως σε ιρανικούς πληθυσμούς, οι τουρκικές ομάδες ήταν παρούσες στην περιοχή, ειδικά στις βόρειες περιοχές. Πέρα από τις περιοχές στέπας, οι φυλές Karluk, Kimek, Kïpchak και Ογούζων πιστεύεται ότι διείσδυσαν στις περιοχές Χορεσμία και Φεργκάνα [Ferghana], κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου.
Στο Β΄ Μέρος [βλ. Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Β΄ΜΕΡΟΣ]] αναφέρθηκε περιληπτικά η έναρξη των αραβικών εισβολών στη συγκεκριμένη περιοχή, από την αντίθετη κατεύθυνση τη νοτιοδυτική. Στη συνέχεια οι Σαμανίδες γνώρισαν μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας, οικονομικής ευημερίας και πολιτιστικής εξέλιξης κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνα και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα. Οι Σαμανίδες προστάτευσαν με επιτυχία μεγάλο μέρος του πυρήνα της Κεντρικής Ασίας από εξωτερικές επιδρομές. Αυτή η ειρήνη συνέπεσε με μεγάλη παραγωγικότητα στους τομείς της λογοτεχνίας, τέχνης και επιστήμης. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της εξέλιξης επικεντρώθηκε στην περσική γλώσσα, την ταυτότητα και την ιστορία. Ακολούθησαν οι Γαζνεβίδες, κατά την διάρκεια των οποίων η εθνοτική πολιτική ήταν μια πηγή έντασης στην πολιτεία τους: αυτή είχε ιδρυθεί και στηριχθεί από τουρκογενείς στρατιωτικούς αλλά η διοίκηση της κυβέρνησης βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ιρανική γραμματειακή τάξη, οι οποίοι ήταν μέρος μιας παράδοσης που χρονολογείται από τους Σασσανίδες. Αυτή η εξάρτηση από τα ιρανικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με την έμφαση των ηγεμόνων στη νομιμότητα του χαλιφάτου, φαίνεται ότι άφησε λίγο χώρο ή ενδιαφέρον για την προώθηση της τουρκικής ταυτότητας μεταξύ της ελίτ των Γαζνεβίδων. Τα ιστορικά αρχεία περιγράφουν ιρανικούς και ισλαμικούς εορτασμούς, αλλά μη-συσχετιζόμενους με την τουρκική ταυτότητα.
Στα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σελτζούκοι αποτελούσαν μια σημαντική φατρία, ανάμεσα στις τουρκόφωνες φυλές των Ογούζων. Ιστορικοί αυτής της περιόδου (Άραβες και Ιρανοί) περιγράφουν τους Ογούζους ως περιπλανώμενους, όπως τα ζώα, χωρίς πραγματική θρησκεία. Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι μετανάστευσαν από τις προγονικές πατρίδες τους στην ηπειρωτική Περσία, στο Χορασάν και στην Χορεσμία, αφού νίκησαν τους Γαζνεβίδες. Ύστερα από μια επιτυχημένη πολιορκία του Ισφαχάν το 1050/51, ίδρυσαν την Μεγάλη Αυτοκρατορία των Σελτζούκων. Μετά την Χορεσμία και το Χορασάν, οι Σελτζούκοι έφθασαν έως την Βαγδάτη, νικώντας τον σιίτη κυβερνήτη της το 1055. Το αποκορύφωμα της εξουσίας τους υπήρξε το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, κατά την βασιλεία του Αλπ Αρσλάν [1063–73] και του Μαλίκ Σαχ [1073–92]. Το 1089, ο Μαλίκ Σαχ (αντιγράφοντας τους Άραβες) εισέβαλε στη Σογδιανή. Το 1092, το εβδομαδιαίο θρησκευτικό κήρυγμα γινόταν στο όνομα του Μαλίκ Σαχ, από την βόρεια Συρία έως το Ανατολικό Τουρκεστάν. Αργότερα ωστόσο, το κράτος των Σελτζούκων υπέκυψε στις επεκτάσεις της πολιτείας της Χορεσμίας και των Γουρίδων (1157).
Στο Γ΄ Μέρος που ακολουθεί, περιγράφεται συνοπτικά η μετέπειτα πορεία των Σελτζούκων, έως τη Μικρά Ασία.
ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Όταν έφθασαν στην Περσία, οι Σελτζούκοι αναμίχθηκαν με τον τοπικό πληθυσμό και υιοθέτησαν τον περσικό πολιτισμό, τον τρόπο ζωής, ακόμη και την γλώσσα. Χρησιμοποίησαν την περσική γλώσσα ως την επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης. Αναπτύχθηκε μια τουρκο-περσική παράδοση, που χαρακτηρίζεται από: “περσική κουλτούρα η οποία προστατεύεται από τούρκους ηγέτες”. Σταδιακά μεταβλήθηκε σε μία «εκ-περσισμένη» κοινωνία και συνεισέφερε στην τουρκο-περσική παράδοση στη μεσαιωνική Δυτική Ασία και την Κεντρική Ασία. Οι Σελτζούκοι αναγνωρίζονται ως μεγάλοι προστάτες του περσικού πολιτισμού, της τέχνης, της λογοτεχνίας και της γλώσσας.
Ο πρώτος Σελτζούκος κατακτητής Τογρούλ Μπεγ (1038-1063), με αστραπιαία διείσδυση στο μουσουλμανικό κόσμο, κατέλαβε το 1055 την Βαγδάτη, εκδιώκοντας τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας των Μπουιδών, (έτερης τουρκο-περσικής δυναστείας σιιτών μουσουλμάνων), λαμβάνοντας τον τίτλο του «σουλτάνου» από τον (σουνίτη) Χαλίφη. Μετά τη νίκη τους αυτή, οι Σελτζούκοι αναδείχθηκαν ως κυρίαρχη δύναμη στο μουσουλμανικό κόσμο, σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Οι Σελτζούκοι ίδρυσαν αρχικά το Σουλτανάτο των Μεγάλων Σελτζούκων, ενώ τέσσερις υπήρξαν οι κυριότερες σελτζουκικές δυναστείες:
α1. Μεγάλοι Σελτζούκοι της Μεσοποταμίας και Περσίας (1038-1157) – την περίοδο 1118-1157 μόνο στην Ανατολική Περσία |
α2. Μεγάλοι Σελτζούκοι της Μεσοποταμίας και Δυτικής Περσίας (1118-1194) |
β. Σελτζούκοι της Καρμανίας (Κιρμάν) (1041-1186/87) |
γ. Σελτζούκοι της Συρίας (1070-1117), ιδιαίτερα στο Χαλέπι και στην Δαμασκό |
δ1. Σελτζούκοι του Ρουμ – Ικονίου (1080-1243/5) |
δ2. Σελτζούκοι του Ρουμ – υποτελείς των Ιλχανίδων Μογγόλων Περσίας (1243/6-1307) |
Πηγή: Σαββίδης, 2006, σελ. 104
Από αυτούς, μόνο το πρώτο (α1) τμήμα των Μεγάλων Σελτζούκων και οι Σελτζούκοι του Ρουμ ήρθαν σε απευθείας επαφές με τους Βυζαντινούς (11ος – 13ος αι.). Οι Σελτζούκοι ίδρυσαν και το Σουλτανάτο του Ρουμ, στόχο της Α΄ Σταυροφορίας. Έτσι, αναπόφευκτα συγκρούστηκαν με το Βυζάντιο καθώς προσπάθησαν να εισχωρήσουν στην Βόρεια Συρία και στη Μικρά Ασία. Οι «Μεγάλοι Σελτζούκοι» ήταν οι αρχηγοί της οικογένειας. Θεωρητικά η εξουσία τους εκτεινόταν σε όλες τις δυναστείες Σελτζούκων (επικυριαρχία), αν και στην πράξη συχνά αυτή δεν υπήρχε. Το τουρκικό έθιμο παρέπεμπε το ανώτερο μέλος της οικογένειας να είναι ο «Μεγάλος Σελτζούκος», αν και συνήθως η θέση αυτή συνδέθηκε με τον εκάστοτε κυβερνήτη της Δυτικής Περσίας. Οι Μεγάλοι Σελτζούκοι με έδρα την Βαγδάτη, υπήρξαν για μεγάλες χρονικές περιόδους επικυρίαρχοι των υπόλοιπων σελτζουκικών δυναστειών. Η Μικρά Ασία αποτέλεσε στην ουσία αυτόνομη περιοχή-σουλτανάτο στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, υπό την κυριαρχία διάφορων ηγεμόνων-σουλτάνων και την “χαλαρή” επικυριαρχία του σουλτάνου των Μεγάλων Σελτζούκων. Οι Σελτζούκοι θεωρούνται ως οι αυθεντικοί πρόγονοι των δυτικών Τούρκων που κατοικούν σήμερα στο Αζερμπαϊτζάν, (ιστορικά γνωστοί ως Shirvan και Arran), το Ιρανικό Αζερμπαϊτζάν, στο Τουρκμενιστάν και την Τουρκία.
Χάρτης 1: Πορεία Σελτζούκων
Πηγή: ΑΤΛΑΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2000, τεύχος 4, σελ. 20-21
Αναλυτικότερα ο Σουλτάνος Τογρούλ κατάφερε να επιβληθεί σε μια αχανή έκταση από το σημερινό Αφγανιστάν, έως δυτικά στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή Αρμενία, ενσωματώνοντας έως το 1060 το Αζερμπαϊτζάν, το Κουρδιστάν και τη Μεσοποταμία (Ιράκ). «Με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, ο Τογρούλ συνέδεσε τον σελτζουκικό με τον χαλιφικό δυναστικό οίκο, με επιγαμίες και έως τον θάνατό το 1063, κατόρθωσε να ιδρύσει τον πυρήνα μιας αχανούς αυτοκρατορίας … Στο εξής κάθε επεκτατική επιχείρηση των Σελτζούκων θα είχε το ”ηθικό” επίχρισμα της νόμιμης επιχείρησης αποκατάστασης της μουσουλμανικής ενότητας, υπό την αιγίδα του Ορθόδοξου (σουννιτικού) χαλιφάτου της Βαγδάτης», (Σαββίδης, 2006, σελ. 107).
Ο ανεψιός και διάδοχος του Τογρούλ Μπεγ, Αλπ Αρσλάν (1063-1073), ξεκίνησε μια σειρά κατακτήσεων με απώτατο στόχο την διάλυση του σιιτικού Χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία, (λεηλασία του Ανί το 1064), κατέληξε στην βυζαντινή συμφορά στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. H τελευταία μάλλον πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας αποφυγής πιθανής δημιουργίας βυζαντινο-φατιμιδικής συμμαχίας. Το Βυζάντιο όμως δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία δημιουργίας συνασπισμού με τους σιίτες Φατιμίδες, εναντίον των Σελτζούκων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σαββίδη (2006, σελ. 107), από τα κύρια προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Σελτζούκοι του Αλπ Αρσλάν, προερχόταν από τις τάξεις τους: οι νομάδες Τουρκομάνοι που συνόδευαν τις σελτζουκικές στρατιές έπρεπε να πειστούν να προσαρμοστούν στο πλαίσιο ενός συγκεντρωτικού κράτους και μιας ανάλογης διακυβέρνησης. Οι Τουρκομάνοι ωστόσο που είχαν βασικό ρόλο στις σελτζουκικές νίκες, (Αρμενία 1064, Μαντζικέρτ 1071, Ιερουσαλήμ 1077), ήταν πολύ δύσκολο –αν όχι αδύνατο, να πειστούν ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα έναντι του αιρετικού Ισλάμ και να παραμείνουν ήσυχοι και ειρηνικοί κτηνοτρόφοι στο εσωτερικό της σελτζουκικής πολιτείας, αποφεύγοντας τις λεηλασίες. Ο Αλπ Αρσλάν προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα αυτό, οδήγησε τους Τουρκομάνους το 1063-64 στην Αρμενία, μια περιοχή γειτονική, χωρίς εθνικοθρησκευτική ομοιογένεια την εποχή εκείνη και μακρινή για το Βυζάντιο, για να τη λαφυραγωγήσουν.
Μετά τον άδοξο θάνατο του Αλπ Αρσλάν από Τουρκομάνο φύλαρχο, τον διαδέχτηκε ο Μαλίκ Σαχ Α΄ (1072-1092), επί του οποίου παγιώθηκαν τα θεμέλια για την κυριαρχία των Σελτζούκων στον χώρο της Εγγύς & Μέσης Ανατολής: στην Περσία, τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, μέχρι τα σύνορα με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου.
Την εποχή εκείνη κατακτήθηκε η Ιβηρία (σημερινή Γεωργία) και νικήθηκαν επανειλημμένα τα φύλα των Καραχανιδών στην Ανατολή, ενώ στη Συρία ιδρύθηκε νέος δυναστικός Σελτζουκικός κλάδος από τον αδελφό του σουλτάνου και με την άδειά του, τον Τουτούς [Tutush, 1078-1095]. Μόνο οι γαζνεβιδικές κτήσεις σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, δεν ήταν υπό τον έλεγχό του.
H εσωτερική οργάνωση του κράτους στηρίχθηκε στο μακροχρόνιο έργο μίας προσωπικότητας, όπως αυτή του μεγάλου βεζίρη Νιζάμ αλ-Μουλκ, πού όμως πέθανε επίσης το 1092: υποστήριξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας με βάση την ιρανική πολιτική γραφειοκρατία και μεγάλα φέουδα, έναντι των φυγόκεντρων τάσεων γαιοκτημόνων, που οδήγησε σε κατακερματισμό. Έτσι ένας από τους γιους του Τζαγρί Μπεγ, ο Καουούρντ ίδρυσε από το 1041 μία ουσιαστικά ανεξάρτητη δυναστεία στην Καρμανία (Κιρμάν, 1041-1186/87), στη νότια Περσία, επεκτείνοντας τις κτήσεις του έως το Ομάν.
Οι θάνατοι το 1092 του Μαλίκ Σαχ και του Νιζάμ αλ-Μουλκ, πολλαπλασίασαν τις εξεγέρσεις των γαιοκτημόνων και τις εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ σύντομα περιπλέχθηκαν με το ευρύ κίνημα των αιρετικών μουσουλμάνων, (σιιτών, Ισμαηλιτών). Το 1118 η Δυτική Περσία με τη Μεσοποταμία (Βαγδάτη) χωρίστηκε δυναστικά από τους λοιπούς Μεγάλους Σελτζούκους (Ανατολική Περσία) έως το 1194, όταν ενσωματώθηκε από τους Χορέσμιους Τούρκους. Από τους σημαντικότερους διαδόχους του Μαλίκ Σαχ υπήρξε ο Αχμάντ Σαντζάρ (30 έτη ηγεμονίας, 1118-1157), που αρχικά σημείωσε σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Καραχανιδών στην Υπερωξιανή και κατά των Γαζνεβιδών στα σύνορα με τη σημερινή Ινδία. Όμως, από το 1138 αντιμετώπισε πρόβλημα με την απόσχιση της Χορεσμίας και τις εισβολές των μογγολικής προέλευσης Καρά-Χιτάι από την κεντρική Ασία, οι οποίοι τον συνέτριψαν το 1141. Στη συνέχεια επαναστάτησαν οι Ογούζοι του Χορασάν το 1153 και ο ίδιος ο σουλτάνος κρατήθηκε φυλακισμένος έως το 1155. Κατόρθωσε να δραπετεύσει αλλά δεν επανήλθε στην εξουσία, πεθαίνοντας δύο έτη αργότερα. Η σελτζουκική κυριαρχία στο Χορασάν καταλύθηκε και οι ανερχόμενοι νέοι ηγέτες της Χορεσμίας έμελλε να ενσωματώσουν τα ανατολικά εδάφη με το σουλτάνο τους Αλαεδδίν Τεκίς (1172-1200), αν και μέχρι το 1194 ορισμένοι σουλτάνοι της Βαγδάτης είχαν την ψευδαίσθηση της επικυριαρχίας … Τελικά το Χορασάν, το Κιρμάν, το δυτικό Ιράν κατακτήθηκαν από τους σάχες της Χορεσμίας.
Η δυναστεία του Κιρμάν (1041-1187) είχε αρχίσει να καταρρέει μετά τον θάνατο του Τογρούλ Σαχ (1156-1170). Τελικά η περιοχή που ήλεγχαν λεηλατήθηκε μέχρι αφανισμού από τους Τουρκομάνους του Χορασάν, το 1185-1187, που εξαφάνισαν τη σελτζουκική δυναστεία του Κερμάν. Παρά ταύτα, σ’ ένα μέρος της Μικράς Ασίας οι Σελτζούκοι διατηρήθηκαν έως τις αρχές του 14ου αιώνα– ως σελτζουκικό σουλτανάτο του/των Ρουμ.
Όσον αφορά στη Σελτζουκική δυναστεία της Συρίας, είχαν προηγηθεί έριδες μεταξύ των δύο γιών του ιδρυτή Τουτούς, (Ριντουάν του Χαλεπιού και Ντουκάκ της Δαμασκού), με αποτέλεσμα οι Σταυροφόροι να κατακτήσουν αρκετές περιοχές και μετά τον θάνατο του Ντουκάκ το 1104 η κυριαρχία την Δαμασκό περιήλθε στον Τουγτιγκίν, γιό του αταμπέγου του, Μπουρί, (δυναστεία Μπουριδών). Στο δε Χαλέπι ο τοπικός πληθυσμός στάθηκε εχθρικός έναντι των Σελτζούκων και μετά τον Ριντουάν, το 1117 καταλύθηκε η σελτζουκική εξουσία από τον Ιλ-Γαζί των Ορτοκιδών /Αρτουκιδών.
ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΙ & ΤΟΥΡΚΟΜΑΝΟΙ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ – ΑΝΑΤΟΛΙΑ
Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, πολλές νομαδικές ληστρικές φατρίες των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισέβαλαν στη Μικρά Ασία. Κύματα Τουρκομάνων νομάδων την δεκαP % o de εγκαταστάθηκαν στα παραβιασμένα ανατολικά σύνορα των Βυζαντινών, μετακινούμενοι ασυντόνιστα από το Αζερμπαϊτζάν προς τα δυτικά. Οι Τογρούλ Μπεγ και Αλπ Αρσλάν στόχευαν στον έλεγχο αυτών των κινήσεων. Οι Τουρκομάνοι μετά την εγκατάστασή τους αρχικά στην Ανατολική Μικρά Ασία (Ανατολία) άρχισαν να δρουν ως μισθοφόροι διαφόρων φυλάρχων που έριζαν για τον έλεγχο επί–μέρους περιοχών.
Σημειώνεται ότι οι Σαλτουκίδες (αγγλικά: Saltukids, Salduqids, τουρκικά: Saltuklu Beyliği) ήταν ίσως η πρώτη δυναστεία κυβερνητών ενός εμιράτου (μπεηλικιού) της Ανατολίας, που ιδρύθηκε μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, με κέντρο το Ερζερούμ, (Erzurum, γνωστή τότε ως Θεοδοσιόπολη, 1071-1202). Το μπεηλίκι ιδρύθηκε από τον εμίρη Αμπούλ Κάσιμ Σαλτούκ, έναν Τουρκομάνο στρατιωτικό διοικητή του σουλτάνου των Μεγάλων Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν. Το μπεηλίκι αυτό έδωσε συχνές μάχες με το βασίλειο της Γεωργίας για την κυριαρχία της περιοχής του Καρς. Το κέντρο του μπεηλικιού, το Ερζερούμ, απελευθερώθηκε από τους Βυζαντινούς το διάστημα 1077-1079, ενώ επίσης πολιορκήθηκε από τον Γεωργιανό βασιλιά Γεώργιο Γ΄ το 1184. Στο απόγειό του, το μπεηλίκι περιελάμβανε τις σημερινές επαρχίες Ερζερούμ και Μπαϋμπούρτ, επίσης τα εδάφη ανατολικά της πόλης Ερζιντζάν, το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας Καρς, καθώς και τα εδάφη βόρεια των επαρχιών Αγρί και Μους.
Στην Εικόνα 1 αναδεικνύεται παραστατικά η μεθόδευση «εισχώρησης» & αποδοχής στον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής: σ΄ αυτό το νόμισμα ο χριστιανικός συμβολισμός θα ήταν αποδεκτός από τους χριστιανούς της ανατολικής Ανατολίας, ενώ οι αντιρρήσεις των μουσουλμάνων θα είχαν αμβλυνθεί από το παράδειγμα του Zangid Nur al-Din, ενός Σελτζούκου μουσουλμάνου υπερασπιστή του Ισλάμ.
ΕΙΚΟΝΑ 1: Χάλκινο νόμισμα των Σαλτουκίδων
Ruler and dates: ‘Izz al-Din Salduq ibn ‘Ali (dates uncertain) in the name of Iraq Saljuq ruler Ghiyath al-Din Mas‘ud ibn Muhammad, (529-547 H/1134-1152 AD)
Mint name: no mint, but almost certainly struck at Erzurum in Eastern Turkey
Date: undated, but struck sometime between 529 and 547 H/1134-1152 AD)
Metal and denomination: Copper dirham
Δύο όρθιες μορφές, με τη μία στα δεξιά να κρατά έναν πατριαρχικό σταυρό τοποθετημένος σε τρείς βαθμίδες, στο δεξί του χέρι. Αυτός μπορεί να είναι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Β’ Κομνηνός στα αριστερά και ο Άγιος Γεώργιος στα δεξιά, αλλά θα μπορούσε εξίσου καλά να είναι ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός και ο Άγιος Θεόδωρος στα δεξιά. Ο Μανουήλ ήταν ενεργός στην ανατολική Ανατολία εκείνη την περίοδο και ο Άγιος Θεόδωρος ήταν ένας πολύ δημοφιλής Άγιος-πολεμιστής στα ανατολικά, που συχνά εμφανίζεται με άλογο, όπως και ο Άγιος Γεώργιος.
Οι δύο φιγούρες με σταυρό που φαίνονται στην εμπρόσθια όψη παρέχουν την ένδειξη, ότι το σχέδιο μπορεί να έχει αντιγραφεί από το πρώτο νόμισμα του Nur al-Din Mahmud ibn Zangi του Χαλεπίου.
Πηγή: https://www.davidmus.dk/en/collections/islamic/dynasties/seljuks-of-rum/coins/c522?back=1&show=comment
Αναλυτικότερα, μετά τη νικηφόρα για τους Σελτζούκους μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, ανέθεσαν στον Αμπούλ Κάσιμ Σαλτούκ την κατάκτηση της Ανατολίας. Αυτός κατέλαβε την αρμενική πόλη Θεοδοσιούπολη και ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν τον όρισε μπέη για να κυβερνήσει την περιοχή. Το 1080, η δυναστεία έκανε το Ερζερούμ (πρώην Θεοδοσιούπολη) πρωτεύουσά της. Το 1086, όταν πέθανε ο σουλτάνος του Ρουμ, Σουλεϊμάν, P Αμπούλ Κάσιμ εξάσκησε το ρόλο του αντιβασιλέα μέχρι την ενηλικίωση του νέου σουλτάνου του Ρουμ, Κιλίτζ Αρσλάν Α΄. Ο τελευταίος βρισκόταν υπό αιχμαλωσία από τον Τουτούς, ιδρυτή της δυναστείας των Σελτζουκιδών στη Συρία. Ο Τουτούς ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς, και έτσι διασώθηκε η δυναστεία των Σελτζούκων του Ρουμ. Ο Αμπούλ Κάσιμ, υποτελής έως τότε των Σελτζούκων, επωφελούμενος από τις διαμάχες των τελευταίων, ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Ο γιος του Άλι, ο οποίος τον διαδέχθηκε το 1103, κατέκτησε το Καρς και ενδυνάμωσε την θέση του. Αυτός και οι διάδοχοί του πήραν τον τίτλο του «Μάλικ» (βασιλιάς). Ο γιος του Άλι και διάδοχός του, Ιζζ αντ-Ντιν Σαλτούκ, τον διαδέχθηκε μετά το 1123, όπου η δυναστεία έφθασε στο απόγειο της δύναμής της. Ο τελευταίος πολέμησε ενάντια στους Γεωργιανούς και το 1153 αιχμαλωτίστηκε. Για να κερδίσει την ελευθερία του, συγκέντρωσε λύτρα 10.000 δηναρίων, τα οποία κατέβαλε με τη βοήθεια άλλων Τούρκων μπέηδων. Η κόρη ή αδελφή του Ιζζ αντ-Ντιν, νυμφεύθηκε τον σάχη της Αρμενίας με έδρα την πόλη Αχλάτ, Νάσιρ αντ-Ντιν Σοκμέν Β΄.
Η δυναστεία των Σαλτουκιδών είναι αξιοσημείωτη για το γεγονός ότι μια γυναίκα, η Μελικέ Μαμά Χατούν, κυβέρνησε το μπεηλίκι για περίπου εννέα χρόνια, (1191-1200). Αργότερα, όταν άρχισε να αναζητεί σύζυγο στην αριστοκρατία των Μαμελούκων … ανατράπηκε από τους υποτελείς της μπέηδες (κυβερνήτες περιοχών του κράτους της) και αντικαταστάθηκε από τον γιο της, Μαλίκ Σαχ. Η Μελικέ Χατούν ανήγειρε ένα εντυπωσιακό καραβαν-σεράι στην πόλη Μαμαχατούν, (η πόλη ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της), και όπου ακόμη υπάρχει το μαυσωλείο της. Γενικά, οι μπέηδες των Σαλτουκιδών άφησαν σημαντικά έργα αρχιτεκτονικής, ιδίως στο Ερζερούμ και το Μαμαχατούν, (σύγχρονο Τερτζάν στην επαρχία Ερζιντζάν της Τουρκίας). Ο τελευταίος ηγέτης των Σαλτουκιδών, Αλαεντίν Μουχάμμαντ, ανατράπηκε και φυλακίστηκε από τον σουλτάνο του Ρουμ, Σουλεϊμάν Β΄, κατά την διάρκεια της επιδρομής του τελευταίου στην Γεωργία το 1202, οπότε και τα εδάφη των Σαλτουκιδών προσαρτήθηκαν στο Σουλτανάτο του Ρουμ.
Επιστρέφοντας στο τέλος της δεκαετίας 1071-80, οι απόγονοι ενός από τους ισχυρότερους Σελτζούκους φυλάρχους, του Κουτλουμούς[3], (γενάρχης, εξάδελφος του Τογρούλ Μπεγ), θα ιδρύσουν δική τους δυναστεία στη Νίκαια της Βιθυνίας, (Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ): ήδη κατά την περίοδο των εμφύλιων ερίδων των Βυζαντινών για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης (1078-81), ορισμένοι διεκδικητές του βασίστηκαν για τις επιχειρήσεις τους στη συνδρομή των γιων του Κουτλουμούς, προς τους οποίους άνοιξαν και τις πύλες σημαντικών βυζαντινών πόλεων της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, όπως της Νικομήδειας και της Νίκαιας (Σαββίδης, 2006, σελ. 118).
Ο Κουτλουμούς είχε έρθει σε σύγκρουση με το νέο σουλτάνο των Μεγάλων Σελτζούκων, Αλπ Αρσλάν, ώστε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον έλεγχο της Βαγδάτης και μετά τον θάνατό του το 1064, οι απόγονοί του συνέχισαν τον αγώνα τους, με αντίσταση (1072-73) και στο νέο σουλτάνο της Βαγδάτης, Μαλίκ Σαχ. Ο τελευταίος δεν αναγνώρισε το νέο αυτό ”αιρετικό” σουλτανάτο στις παρυφές της αυτοκρατορίας του και το ανταγωνίστηκε σκληρά. Το σουλτανάτο αυτό από εδαφική άποψη ήταν μικρό, σε σχέση με τις εκτάσεις των Μεγάλων Σελτζούκων, αποτέλεσ%B o BC%C P 4ο συνεκτικότερο και μακροβιότερο από τα σελτζουκικά κράτη, ανεξαρτήτως των μορφών υποτέλειας ή διακυβέρνησής του.
Στη Νίκαια εγκαταστάθηκε ο ισχυρότερος από τους γιους του Κουτλουμούς, ο Σουλεϊμάν, (1080/81-1085/86), που έλαβε τον τίτλο του πρώτου τοπικού σουλτάνου της σελτζουκικής δυναστείας του Ρουμ, με την βοήθεια του βυζαντινού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Είχε ένα στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε τον Βόσπορο δυτικά (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη) έως την βόρεια Συρία ανατολικά. Ο Σουλεϊμάν Α΄ το 1084 κατέκτησε την Αντιόχεια στην Βόρεια Συρία (ανήκε στον Μαλίκ Σαχ), αλλά συνελήφθη αιχμάλωτος ο γιος του Κιλίτζ Αρσλάν. Ο Σουλεϊμάν Α΄ το επόμενο έτος σκοτώθηκε σε μάχη στην Βέροια (κοντά στο Χαλέπι) από τον Τουτούς (1078-95), αδελφό του Μαλίκ Σαχ και ιδρυτή της δυναστείας των Σελτζούκων της Συρίας και ο Κιλίτζ Αρσλάν κατέληξε όμηρος του Τουτούς και κατόπιν του σουλτάνου Μαλίκ Σαχ, αλλά απελευθερώθηκε όταν ο Μαλίκ Σαχ πέθανε το 1092. Ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας του θανάτου του Σουλεϊμάν, καθώς ο προσωρινός αναπληρωτής του (αντιβασιλέας), Αμπούλ Κασίμ (1086-92), είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικά προβλήματα λόγω της ανυπακοής των τοπικών φυλάρχων και εμίρηδων, (όπως του Τζαχά στη Σμύρνη): εξεστράτευσε κατά του σουλτανάτου του Ρουμ και επιχείρησε να συνάψει συμμαχία με τους Βυζαντινούς, με προτάσεις προς τον Αλέξιο Α΄, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το 1092 όταν πέθανε ο Μαλίκ Σαχ, ο Κιλίτζ Αρσλάν κατόρθωσε να δραπετεύσει και να επιστρέψει από την Βαγδάτη στη Νίκαια, όπου μετά την δολοφονία του Αμπούλ Κασίμ από τους Σελτζούκους της Βαγδάτης, αποκατέστησε την δυναστεία του πατέρα του και το σουλτανάτο του Ρουμ (1092-1107). Έτσι ενώ μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν (1085 ή 1086), η περιοχή είχε χωριστεί σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄[Kilij Arslan I], εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση, με πρωτεύουσα αρχικά τη Νίκαια της Βιθυνίας.
Κατά την Α΄ Σταυροφορία και τις εκστρατείες του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και των διαδόχων του, η περιοχή που ήλεγχε το σουλτανάτο περιορίστηκε στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Η έδρα του μεταφέρθηκε ανατολικότερα, στο Ικόνιο (1097), μετά την απώλεια της Νίκαιας, την οποία απελευθέρωσε έξυπνα ο Αλέξιος Α΄, χωρίς να την καταλάβουν και να την λεηλατήσουν οι Σταυροφόροι. Οι δυνάμεις του Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, εύκολα είχαν διασκορπίσει το 1096, τις άοπλες μάζες του Πέτρου του Ερημίτη, αλλά το επόμενο έτος έπαθαν πανωλεθρία από τους σταυροφόρους ιππότες στη μάχη του Δορυλαίου/Εσκί Σεχίρ. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ το 1101 νίκησε ένα νέο κύμα σταυροφόρων, περὶ το 1106 εξουδετέρωσε τον εμίρη Τζαχά και αποφάσισε αλαζονικά να διεκδικήσει το σουλτανάτο της Βαγδάτης και να αποφύγει τον πόλεμο με τους Βυζαντινούς για την ανάκτηση της Νίκαιας: κατόρθωσε να καταλάβει τη Μοσούλη, αλλά το 1107 ηττήθηκε κοντά στο Χαλέπι, στις όχθες του ποταμού Χαμπούρ από τον Ριντουάν, Σελτζούκο δυνάστη του Χαλεπιού, βρίσκοντας άδοξο θάνατο από πνιγμό στο ποτάμι.
Παράλληλα για την κυριαρχία στη Μικρά Ασία στα τέλη του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι του Ρουμ είχαν να ανταγωνιστούν έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, τους τουρκόφωνους Ντανισμεντίδες, οι οποίοι μετά το 1080 είχαν εγκατασταθεί στις περιο%8 o CF της Σεβάστειας και της Καισάρειας. Οι Ντανισμεντίδες [Δανισμενδίδες, Τανισμάνιοι σε βυζαντινές πηγές, από τον αρχηγό τους τον Danishmend (σήμαινε τον “Σοφό Άνδρα” στα περσικά)], υπήρξαν τούρκικη δυναστεία που κυριάρχησε στην κεντρική και ανατολική Μικρά Ασία, κατά την περίοδο 1071-1174/8 μ.Χ. Ήταν χωρισμένη σε δύο μεγάλους κλάδους: της Σεβάστειας (1071-1174) και της Μελιτηνής/Μαλάτειας (1142-1178). Ήταν οι πρώτοι που οργάνωσαν μουσουλμανικό κράτος στη Μικρά Ασία με την ονομασία «Ρουμ» (δηλαδή χώρα των Ρωμαίων). Όπως και οι Σελτζούκοι του Ρουμ έτσι και οι Δανισμενδίδες είχαν σημαντικές πολιτιστικές επιρροές από το Βυζάντιο και τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει: ενδεικτικά, σε νόμισμά τους ο ηγέτης τους αναγράφεται ως: «εμίρης Ανατολικής Ρωμανίας», (Σαββίδης, 2006, σελ. 51 – 53). Οι απόγονοι του ιδρυτή της δυναστείας, Μαλικ Ντανισμέντ Γαζί, έμελλε να ανταγωνιστούν για περίπου εκατό έτη τους Σελτζούκους του Ικονίου, για την κυριαρχία στη Μικρά Ασία.
Χάρτης 2: Ανατολική Μεσόγειος το 1100 μ.Χ.
Πηγή: https://www.euratlas.net/history/europe/1100/1100_Southeast.html
Στην Εικόνα 2 επιβεβαιώνεται ο συνδυασμός ισλαμικών και βυζαντινών χαρακτηριστικών, για να γίνουν αποδεκτά τα νομίσματα από τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής: στο νόμισμα με ελληνικά γράμματα αναγράφεται: «Ο ΜΕΛΗΚΙC ΠΑCΗC ΡωΜΑΝΙΑC ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗC ΜΑΧΑΜ ΑΤΙC – Ο Βασιλεύς όλης της Ρωμανίας και της Ανατολής Μαχάματ/Muḥammad, (al-Malik Muhammad)», [στα αραβικά Malik (Μαλίκ) σημαίνει βασιλιάς]. Καθώς μόνο εντόπιοι χαράκτες θα μπορούσαν να προετοιμάσουν τις μήτρες του νομίσματος αλλά και ο τοπικός πληθυσμός δεν γνώριζε αραβική γραφή, ήταν φυσικό να χρησιμοποιηθούν ελληνικά γράμματα για να διασφαλίσουν ότι τα νομίσματα θα ήταν αποδεκτά στο εμπόριο και στις συναλλαγές, από έναν ελληνόφωνο πληθυσμό.
ΕΙΚΟΝΑ 2: Χάλκινο νόμισμα των Ντανισμεντίδων
Dynasty: Danishmendids of Eastern Anatolia (main line of rulers), c. 478-570 H/1085-1174 AD
Ruler and dates: Malik Muhammad ibn Amir Ghazi ibn Danishmend, (528-536 H/1134-1142 AD)
Mint name: no mint name, but probably struck in Qaysariyya (Kayseri)
Date: undated, (1134-1142)
Metal and denomination: Copper dirham
Πηγή: https://www.davidmus.dk/en/collections/islamic/dynasties/seljuks-of-rum/coins/c531?back=1&show=comment
Τον Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ διαδέχθηκαν οι γιοί του Μαλίκ Σαχ, (συνονόματος του αποθανόντος σουλτάνου των Μεγάλων Σελτζούκων, βρέθηκε σε διαμάχη με τα αδέλφια του που εποφθαλμιούσαν την εξουσία του, 1107-1116) και Μασούτ Α΄(1116-1155). Η μακρόχρονη βασιλεία του τελευταίου χαρακτηρίζεται από: συνεχείς αγώνες κατά των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών, Ιωάννη Β΄ και Μανουήλ Α΄ και προσπάθειες συνδιαλλαγής με τους Ντανισμεντίδες, τους σταυροφόρους της Βόρειας Συρίας και Παλαιστίνης, με τους μουσουλμάνους γείτονές του, ιδιαίτερα τον φημισμένο ”αταμπέγο” της Συρίας, Ιμαδεδδίν Ζέγκι (1128-46) και τον διάδοχό του, Νουρεντίν (1146-74), τον οποίο έκανε και γαμπρό του (Σαββίδης, 2006, σελ. 121).
Επί ηγεμονίας του Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ [Kilij Arslan II, 1156-92], το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ, έφθασε στην ακμή του. Ο Κιλίτζ Αρσλάν κατόρθωσε να αναδειχθεί σε σουλτάνο, αν και ο Νουρεντίν υποστήριξε τον αδελφό του στη μάχη της διαδοχής. Την διετία 1161-62 υπέγραψε συνθήκη με το% % r o 5ήλ Α΄ στην Κωνσταντινούπολη, με την οποία εξουδετέρωσε ενδεχόμενη προσέγγιση του Νουρεντίν με το Βυζάντιο. Ακολούθησε η μάχη του Μυριοκέφαλου μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων του Ικονίου, (17 Σεπτεμβρίου 1176), κοντά στην πόλη Λαοδίκεια της Φρυγίας, (σημερινό Ντενιζλί στην Τουρκία), που καταγράφηκε στην ιστορία ως “συντριπτική νίκη” του Σουλτάνου του Ικονίου Κιλίτς Αρσλάν Β΄ και ως “πανωλεθρία” του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Αν και οι απώλειες των Βυζαντινών δεν ήταν αντίστοιχες της μάχης του Μαντζικέρτ, θεωρείται ως αιτία στα επόμενα έτη, της σταδιακής συρρίκνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δυτικότερα και της παράδοσης της Πόλης και της Αυτοκρατορίας σε Λατίνους και Φράγκους. Το Μυριοκέφαλο είχε περισσότερο ψυχολογικό παρά στρατιωτικό αντίκτυπο, διότι όπως αποδείχθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να καταστρέψει την δύναμη των Σελτζούκων στην κεντρική Ανατολία, παρά τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν κατά την βασιλεία του Μανουήλ. Πρόσθετα ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ κατάφερε να ενσωματώσει σταδιακά (1174-78) τους δύο οίκους των Ντανισμεντιδών, αν και οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν την θέση τους στο βασίλειο της Κιλικιακής Αρμενίας, στις περιοχές Ταύρου –Αντίταυρου.
Στα τελευταία έτη της βασιλείας του ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα διαδοχής από τους εννέα (!) γιούς του: ο καθένας τους κατείχε ως κυβερνήτης μια σημαντική πόλη του σουλτανάτου και στόχευε στον θρόνο. Την τριετία 1187-1190 ο μεγαλύτερος γιος, ο Κοπατίνος επιβλήθηκε στον γέροντα και άρρωστο σουλτάνο, καθιστάμενος κύριος της σελτζουκικής πρωτεύουσας του Ικονίου. Ωστόσο ο Γερμανός ηγεμόνας της Γ΄ Σταυροφορίας, Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσας, το κατέλαβε και ο Κοπατίνος σκοτώθηκε. Ο γέροντας σουλτάνος συνεννοήθηκε με τον Γερμανό ηγέτη, ο οποίος τον αποκατέστησε στον θρόνο, με αντάλλαγμα την παροχή εφοδίων και οδηγών για τη μετέπειτα πορεία των σταυροφόρων στο μικρασιατικό έδαφος. Τις περιόδους 1184-85 και 1189-92 το σουλτανάτο βρέθηκε σε αυξημένο κίνδυνο, λόγω των συνθηκών του Σαλαδίνου με το Βυζάντιο, που όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ τα έζησε στο Ικόνιο υπό την προστασία του νεώτερου και αγαπημένου του γιού, Καϋχοσρόη, ο οποίος τον διαδέχθηκε στο σουλτανάτο ως Καϋχοσρόης Α΄, [Kaykhusraw Ι, 1192 – 1196]. Πολέμησε με τους αδελφούς του για την διαδοχή, μέχρι που έχασε τον θρόνο από τον αδελφό του Σουλεϊμάν Β΄ (1196). Όταν ο Σουλεϊμάν Β΄ προέλασε στο Ικόνιο, ο Καϋχοσρόης Α΄ διέφυγε στην Κωνσταντινούπολη (1196), όπου έζησε το διάστημα 1197 – 1203 και πιθανότατα βαπτίστηκε. Νυμφεύτηκε μία κόρη του Βυζαντινού ευγενούς Μανουήλ Μαυροζώμη. O ιστορικός Ρουστάμ Σουκούροφ [Rustam Shukurov] γράφει ότι ο Καϋχοσρόης Α΄ είχε “διπλή ταυτότητα χριστιανική και μουσουλμανική κάτι που σχετίζεται με την διπλή ελληνική και τουρκική του καταγωγή”, και οι γιοί του καθώς έζησαν πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πατέρα τους, απέκτησαν διπλή πίστη χριστιανική και ισλαμική, και διπλή ταυτότητα ελληνική και τουρκική[4]. Ο νέος σουλτάνος Σουλεϊμάν Β΄ ενίσχυσε την θέση του σουλτανάτου με νέες κατακτήσεις, όπως αυτή της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ)[5], η οποία εξουσιαζόταν την εποχή εκείνη από τους Σαλτουκί%B CF. Μια μεγάλη εκστρατεία του το 1202-03 κατά της Ιβηρίας (Γεωργίας), απότυχε λόγω της αντίστασης της βασίλισσας Θάμαρ. Το 1204 πέθανε και τον διαδέχθηκε ο ανίσχυρος γιος του Κιλίτζ Αρσλάν Γ΄ [Kilij Arslan ΙΙI].
Τον 12ο αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε αναλάβει ξανά τον έλεγχο στην Δυτική και Βόρεια Μικρά Ασία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Λατίνους Σταυροφόρους, ιδρύθηκαν δύο βυζαντινά διάδοχα κράτη : η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ένα τρίτο, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας δημιουργήθηκε λίγες εβδομάδες πριν από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, από τους Μεγάλους Κομνηνούς. Ο έλεγχος της Ανατολίας διαχωρίστηκε μεταξύ των ελληνικών κρατών και του Σουλτανάτου του Ρουμ των Σελτζούκων, (αρχικά εσώκλειστη χώρα, χωρίς πρόσβαση στην θάλασσα), με την βυζαντινή κυριαρχία σταδιακά να περιορίζεται. Ωστόσο θα εμφανιζόταν ως «από μηχανής θεός» η μογγολική μάστιγα, κατά των Σελτζούκων για να ανασάνουν οι Βυζαντινοί.
Ο Καϋχοσρόης Α΄ επέστρεψε στο Ικόνιο, ανέτρεψε τον ανεψιό του με βυζαντινή συνδρομή και έγινε σουλτάνος εκεί για δεύτερη φορά (1205-1211). Κατέκτησε την Αττάλεια το 1207, την οποία απέσπασε από τον ιταλικής καταγωγής κυβερνήτη της τον Αλδεβραντίνο, παραδίνοντας στο σουλτανάτο του Ικονίου (Σελτζούκοι του Ρουμ), ένα ισχυρό λιμάνι στη Μεσόγειο, όπου και οικοδόμησε ένα μεγάλο τζαμί. Πολιόρκησε την Τραπεζούντα (1205-6), χωρίς τελικά να την εκπορθήσει. Συνασπίστηκε με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας της Νίκαιας, η οποία συμμάχησε με τους Αρμένιους της Κιλικίας. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αντιόχειας στον ποταμό Μαίανδρο (1211), μεταξύ των νικητών Βυζαντινών της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και των Σελτζούκων.[6]
Η σελτζουκική δυναστεία του Ρουμ, ως κλάδος και εν δυνάμει διάδοχος των Μεγάλων Σελτζούκων βάσιζε την πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική της κληρονομιά στην Περσο-ισλαμική παράδοση, μέχρι του σημείου να δίνουν στους γιους τους περσικά ονόματα. Αν και τουρκογενής προέλευσης οι Σελτζούκοι του Ρουμ υποστήριζαν την Περσική τέχνη, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία, ενώ χρησιμοποιούσαν την περσική ως «γλώσσα της διοίκησης». Σημαντική ήταν στο Σουλτανάτο και η Βυζαντινή επιρροή, καθώς η ελληνική αριστοκρατία παρέμεινε τμήμα της σελτζουκικής τάξης των ευγενών και ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός ήταν πολυάριθμος στην περιοχή καθώς και οι αραβικές επιδράσεις, άμεσες και έμμεσες.
Το σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση με την υπό ανάκαμψη, Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Σημειώνεται ότι οι συχνές επαφές των βυζαντινών πληθυσμών της Μικράς Ασίας με τους Σελτζούκους του Ρουμ, σταδιακά εγκαθίδρυσαν αμοιβαίες επιρροές στην διοίκηση, στις τέχνες, στη σκέψη και στην καθημερινότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι «μικτοί» χριστιανο-μουσουλμανικοί γάμοι. Το ίδιο το όνομα του σελτζουκικού σουλτανάτου (Rum, Ρουμ, Ρωμαίοι), η τουρκική ονομασία «Anadolu», προερχόμενη από την ελληνική λέξη Ανατολή και τα τοπωνύμια πόλεων και περιοχών, καταδεικνύουν την επίδραση του ελληνικού Βυζαντίου στους Σελτζούκους. Οι αρχικές οικογενειακές διαμάχες κατέληξαν σε εμφύλιες συγκρούσεις σε μεγαλύτερη έκταση. Το Σουλτανάτο του Ρουμ από τα μέσα του 13ου αιώνα έπεσε σε σταδιακή παρακμή, μέχρι που καταλύθηκε το 1308. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος τουρκομανικών κρατιδίων (εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Τουρκομάνου ηγέτη Οσμάν, που εξελίχθηκε στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 14ου αιώνα.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους το 1204, οι Βυζαντινοί της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στράφηκαν στην ανάκτησή της, την οποία και κατόρθωσαν τελικά το 1261. Ωστόσο στη Μικρά Ασία το σελτζουκικό κράτος του Ρουμ, που είχε ήδη εδραιωθεί στην περιοχή μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), [αρχικά στη Νίκαια, (περί το 1080) και στη συνέχεια στο Ικόνιο], επεδίωκε την εξάπλωσή του σε όλη την Μικρά Ασία και την Ανατολία, ερχόμενο σε σύγκρουση και με τους Βυζαντινούς. Ωστόσο η Αυτοκρατορία της Νίκαιας θα ευνοούνταν από τις επιδρομές και την έλευση των Μογγόλων, τη μάστιγα του Θεού, στην Ανατολία. «Οι φοβερές μογγολικές επιδρομές των πρώτων δεκαετιών του 13ου αιώνα δημιούργησαν κλίμα πανικού, όχι μόνο στο Ισλάμ, αλλά και στην χριστιανοσύνη. … Ο Άραβας ιστοριογράφος της εποχής Ίμπν αλ-Αθίρ, αναφερόμενος στο έτος Εγίρας 617 (=1219/1220 μ.Χ.), χαρακτήρισε τις εισβολές των Μογγόλων στις ισλαμικές χώρες, σαν ‘’τη μεγαλύτερη καταστροφή που – από όσο γνώριζε – είχε πέσει πάνω στην ανθρωπότητα…’’», (Σαββίδης, 2006, σελ. 47).
Χάρτης 3: Ανατολική Μεσόγειος το 1200 μ.Χ.
(Euratlas map of Europe, 1200)
Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Artuqids#/media/File:Anatolia1200.png
Συμπερασματικά, στα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σελτζούκοι αποτελούσαν μια σημαντική φατρία, ανάμεσα στις τουρκόφωνες φυλές των Ογούζων, διατηρούσαν ακέραιες τις νομαδικές τους συνήθειες και κατόρθωναν να επιβιώνουν ως μισθοφόροι, από τα λάφυρα τα οποία αποκόμιζαν από τις διάφορες επιδρομές και από την κτηνοτροφία. Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι μετανάστευσαν στην ηπειρωτική Περσία, στο Χορασάν και στην Χορεσμία. Μετά από την κατάκτηση του Ισφαχάν το 1050/51, ίδρυσαν μια αυτοκρατορία που αργότερα ονομάστηκε «Μεγάλη Αυτοκρατορία Σελτζούκων». Αφού διασφάλισαν την Χορεσμία και το Χορασάν, οι Σελτζούκοι έφθασαν έως την Βαγδάτη, νικώντας τον σιίτη κυβερνήτη της το 1055, επικυρώνοντας τον σουννίτη Χαλίφη ως πνευματικό και ιδεολογικό επικεφαλής της Κοινοπολιτείας των Αββασιδών.
Το αποκορύφωμα της εξουσίας των Σελτζούκων υπήρξε το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, κατά την βασιλεία του Αλπ Αρσλάν [1063–73] και του Μαλίκ Σαχ [1073–92]. Το 1089, ο Μαλίκ Σαχ (αντιγράφοντας τους Άραβες) εισέβαλε στη Σογδιανή. Το 1092, το εβδομαδιαίο θρησκευτικό κήρυγμα γινόταν στο όνομα του Μαλίκ Σαχ, από την βόρεια Συρία έως το Ανατολικό Τουρκεστάν. Μετά από αυτήν την περίοδο ειρήνης και ενοποιημένης εξουσίας, η πολιτεία των Σελτζούκων του 12ου αιώνα χαρακτηρίζεται από λιγότερη συγκεντρωτική ισχύ και εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις που οδήγησαν στην πτώση του.
Από τα ιστορικά γεγονότα φέρεται να προκύπτουν τα εξής:
- Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας να αξιοποιήσουν την Αραβική Θρησκεία (Ισλάμ) και τον Ιρανικό Πολιτισμό. Ωστόσο παρά τη στρατηγική κατάκτηση και διαφύλαξη του περάσματος της Σογδιανής, έπεσαν και οι ίδιοι θύματα νεότερων εισβολών αρχικά από τουρκογενείς και στη συνέχεια από μογγολικές φυλές.
- Επιπλέον οι Σελτζούκοι αξιοποίησαν πολιτικά και στρατιωτικά τη νέα θρησκεία, το Ισλάμ, διασυνδέοντας με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, τον σελτζουκικό με τον χαλιφικό δυναστικό οίκο, ώστε κάθε επεκτατική επιχείρηση των Σελτζούκων να είχε το ”ηθικό” επίχρισμα της νόμιμης επιχείρησης αποκατάστασης της μουσουλμανικής ενότητας, υπό την αιγίδα του Ορθόδοξου (σουννιτικού) χαλιφάτου της Βαγδάτης.
Σημειώνεται ότι αντιμετώπισαν αρχικά άλλου δόγματος μουσουλμάνους [εκδίωξαν από την Βαγδάτη το 1055, τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας των Μπουιδών, (έτερης τουρκο-περσικής δυναστείας σιιτών μουσουλμάνων), λαμβάνοντας τον τίτλο του «σουλτάνου» από τον (σουνίτη) Χαλίφη].
Στη συνέχεια ο Αλπ Αρσλάν (1063-1073), ξεκίνησε μια σειρά κατακτήσεων με απώτατο στόχο την διάλυση του μουσουλμανικού (σιιτικού) Χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, ενώ η εισβολή στην Αρμενία το 1064, κατέληξε στην βυζαντινή συμφορά στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. H τελευταία μάλλον πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας αποφυγής πιθανής διαμόρφωσης βυζαντινο-φατιμιδικής συμμαχίας.
- Ωστόσο πριν από τις εισβολές αυτές, οι Σελτζούκοι του Αλπ Αρσλάν είχαν να αντιμετωπίσουν τους Τουρκομάνους, (νομαδικές ληστρικές φατρίες), που συνόδευαν τις σελτζουκικές στρατιές και έπρεπε να πειστούν να προσαρμοστούν στο πλαίσιο ενός συγκεντρωτικού κράτους και μιας ανάλογης διακυβέρνησης. Οι Τουρκομάνοι ωστόσο που είχαν βασικό ρόλο στις σελτζουκικές νίκες, ήταν πολύ δύσκολο –αν όχι αδύνατο, να πειστούν ότι θα έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα έναντι του αιρετικού Ισλάμ και να παραμείνουν ήσυχοι και ειρηνικοί κτηνοτρόφοι στο εσωτερικό της σελτζουκικής πολιτείας, αποφεύγοντας τις λεηλασίες. Ο Αλπ Αρσλάν προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημα αυτό, οδήγησε τους Τουρκομάνους το 1063-64 στις παρυφές της πολιτείας του, στην Αρμενία, μια περιοχή μακρινή για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς εθνικοθρησκευτική ομοιογένεια την εποχή εκείνη, για να τη λαφυραγωγήσουν. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο Αλπ Αρσλάν σκοτώθηκε άδοξα από Τουρκομάνο φύλαρχο. Μάλιστα μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, οι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και την δεκαετία 1071-80, εγκαταστάθηκαν στα παραβιασμένα ανατολικά σύνορα των Βυζαντινών, μετακινούμενοι ασυντόνιστα από το σημερινό Αζερμπαϊτζάν προς τα δυτικά.
- Εκτός τους ληστρικούς Τουρκομάνους, οι Σελτζούκοι οι οποίοι είχαν ενστερνιστεί το Ισλάμ και τον Ιρανικό Πολιτισμό, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους Ογούζους στα ανατολικά: στα μέσα του 12ου αιώνα, ο αριθμός τους στο Χορασάν είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι Σελτζούκοι αγωνίστηκαν ανεπιτυχώς να τους «τακτοποιήσουν» στην διοικητική και κοινωνική δομή της πολιτείας τους. Δυσαρεστημένοι με την πολιτική τους μεταχείριση και την φορολογία από τους Σελτζούκους, οι Ογούζοι συνέλαβαν τον σουλτάνο τους Σαντζάρ το 1153 και στη συνέχεια σάρωσαν το Χορασάν.
- Στο εξεταζόμενο χρονικό διάστημα έλαβαν χώρα πολλαπλές συγκρούσεις μεταξύ μουσουλμάνων, αλλά και τουρκογενών/τουρκόφωνων φύλων και φατριών. Οι Τουρκομάνοι λεηλατούσαν εχθρούς και φίλους, μουσουλμάνους και αλλόθρησκους. Αλλά και οι ίδιοι οι Σελτζούκοι συγκρούστηκαν μεταξύ τους για ζητήματα πρωτοκαθεδρίας και αυτονομίας.
- Η ανικανότητα του Βυζαντίου στην αναγνώριση του πραγματικού κινδύνου των Σελτζούκων του Ρουμ, [το σουλτανάτο αυτό από εδαφική άποψη ήταν μικρό, σε σχέση με τις εκτάσεις των Μεγάλων Σελτζούκων, αποτέλεσε όμως το συνεκτικότερο και μακροβιότερο από τα σελτζουκικά κράτη, ανεξαρτήτως των μορφών υποτέλειας ή διακυβέρνησής του], στην επίτευξη κατάλληλων και αποδοτικών συμμαχιών και στην εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών:
Πριν τη μάχη του Μαντζικέρτ δεν υλοποιήθηκε βυζαντινο-φατιμιδική συμμαχία (σιίτες Φατιμίδες), εναντίον των Σελτζούκων.
Αργότερα οι Βυζαντινοί νίκησαν τον Σελτζούκο ηγεμόνα της Συρίας Τουτούς, διασώζοντας την δυναστεία των Σελτζούκων του Ρουμ.
Δεν εκμεταλλεύτηκε τη σύγκρουση αρχικά μεταξύ του Κουτλουμούς με το νέο σουλτάνο των Μεγάλων Σελτζούκων, Αλπ Αρσλάν, [ώστε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον έλεγχο της Βαγδάτης] και μετά τον θάνατό του Κουτλουμούς το 1064, της αντίστασης των απογόνων του (1072-73) εναντίον του νέου σουλτάνου της Βαγδάτης, Μαλίκ Σαχ, που δεν αναγνώρισε το νέο ”αιρετικό” σουλτανάτο στις παρυφές της αυτοκρατορίας του και το ανταγωνίστηκε σκληρά.
Επιπλέον με την βοήθεια του βυζαντινού Αλεξίου Α΄ Κομνηνού εγκαταστάθηκε στη Νίκαια ο ισχυρότερος από τους γιους του Κουτλουμούς, ο Σουλεϊμάν, (1080/81-1085/86), που έλαβε τον τίτλο του πρώτου τοπικού σουλτάνου της σελτζουκικής δυναστείας του Ρουμ. Ο Σουλεϊμάν Α΄ το 1084 κατέκτησε την Αντιόχεια στην Βόρεια Συρία (ανήκε στον Μαλίκ Σαχ), αλλά συνελήφθη αιχμάλωτος ο γιος του Κιλίτζ Αρσλάν. Ο Σουλεϊμάν Α΄ το επόμενο έτος σκοτώθηκε σε μάχη στην Βέροια (κοντά στο Χαλέπι) από τον Τουτούς (1078-95), αδελφό του Μαλίκ Σαχ και ιδρυτή της δυναστείας των Σελτζούκων της Συρίας.
Αντίθετα ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας του θανάτου του Σουλεϊμάν, καθώς ο προσωρινός του διάδοχος, Αμπούλ Κασίμ (1086-92), είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικά προβλήματα λόγω της ανυπακοής των τοπικών φυλάρχων και εμίρηδων, (όπως του Τζαχά στη Σμύρνη).
Όταν ο Αμπούλ Κάσιμ, υποτελής των Σελτζούκων, επωφελούμενος από τις διαμάχες των τελευταίων, ανακήρυξε την ανεξαρτησία του, δεν τον υποστήριξαν.
Όταν ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, αφού το 1101 νίκησε ένα νέο κύμα σταυροφόρων, στη συνέχεια περὶ το 1106 εξουδετέρωσε τον εμίρη Τζαχά και αποφάσισε αλαζονικά να διεκδικήσει το σουλτανάτο της Βαγδάτης, οι Βυζαντινοί απέφυγαν να αξιοποιήσουν την περίσταση, αν και ο σουλτάνος μετά την κατάληψη της Μοσούλης, ηττήθηκε το 1107 στις όχθες του ποταμού Χαμπούρ από τον Ριντουάν, Σελτζούκο δυνάστη του Χαλεπιού, βρίσκοντας άδοξο θάνατο από πνιγμό στο ποτάμι.
Όταν ο Μασούτ Α΄ στην μακρόχρονη βασιλεία του (1116-1155), δραστηριοποιήθηκε με συνεχείς αγώνες κατά των βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών, Ιωάννη Β΄ και Μανουήλ Α΄ και προσπάθειες συνδιαλλαγής με τους Ντανισμεντίδες, τους σταυροφόρους της Βόρειας Συρίας και Παλαιστίνης, με τους μουσουλμάνους γείτονές του, ιδιαίτερα τον ”αταμπέγο” της Συρίας, Ιμαδεδδίν Ζέγκι (1128-46) και τον διάδοχό του, Νουρεντίν (1146-74), οι Βυζαντινοί αδράνησαν, υστέρησαν, δεν ήσαν αποτελεσματικοί, στην διαμόρφωση ανάλογων συμμαχιών.
Όταν ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ κατόρθωσε να αναδειχθεί σε σουλτάνο, αν και ο Νουρεντίν υποστήριξε τον αδελφό του στη μάχη της διαδοχής, την διετία 1161-62 υπέγραψε συνθήκη με τον Μανουήλ Α΄ στην Κωνσταντινούπολη, με την οποία εξουδετέρωσε ενδεχόμενη προσέγγιση του Νουρεντίν με το Βυζάντιο.
Πρόσθετα ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ κατάφερε να ενσωματώσει σταδιακά (1174-78) τους δύο οίκους των τουρκόφωνων Ντανισμεντιδών, έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, οι οποίοι ανταγωνίστηκαν για περίπου εκατό έτη τους Σελτζούκους του Ικονίου, για την κυριαρχία στη Μικρά Ασία, χωρίς οι Βυζαντινοί να αντιδράσουν επιτυχημένα.
[Ακολούθησε η μάχη του Μυριοκέφαλου μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων του Ικονίου, (1176), με συνέπεια επί ηγεμονίας του Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ [1156-92], το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ, να φθάσει στην ακμή του].
Όταν στα τελευταία έτη της βασιλείας του ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα διαδοχής από τους εννέα (!) γιούς του: ο καθένας τους κατείχε ως κυβερνήτης μια σημαντική πόλη του σουλτανάτου και στόχευε στον θρόνο, το Βυζάντιο δεν εφάρμοσε επιτυχημένα την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Το έπραξε ο Γερμανός ηγεμόνας της Γ΄ Σταυροφορίας, Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσας, ο οποίος κατέλαβε το Ικόνιο σκοτώνοντας τον μεγαλύτερο γιο Κοπατίνο, τον σφετεριστή του σουλτανάτου. Ο γέροντας σουλτάνος συνεννοήθηκε με τον Γερμανό ηγέτη, ο οποίος τον αποκατέστησε στον θρόνο, με αντάλλαγμα την παροχή εφοδίων και οδηγών για τη μετέπειτα πορεία των σταυροφόρων στο μικρασιατικό έδαφος.
Επίσης τις περιόδους 1184-85 και 1189-92 το σουλτανάτο βρέθηκε σε αυξημένο κίνδυνο, λόγω των συνθηκών του Σαλαδίνου με το Βυζάντιο, που όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Οι Βυζαντινοί δεν αξιοποίησαν επίσης την ευκαιρία του πολέμου του Σουλεϊμάν Β΄ εναντίον των Σαλτουκίδων, τους οποίους νίκησε και κατέλαβε την Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).
Όταν το Βυζάντιο παρείχε συνδρομή στον Καϋχοσρόη Α΄ για να ανατρέψει τον ανεψιό του και να γίνει σουλτάνος για δεύτερη φορά (1205-1211). Ο νέος σουλτάνος αφού κατέκτησε την Αττάλεια το 1207, παραδίνοντας στο σουλτανάτο του Ικονίου (Σελτζούκοι του Ρουμ), ένα ισχυρό λιμάνι στη Μεσόγειο, πολιόρκησε την Τραπεζούντα (1205-6), χωρίς τελικά να την εκπορθήσει. Συνασπίστηκε με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας της Νίκαιας, η οποία συμμάχησε με τους Αρμένιους της Κιλικίας. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αντιόχειας στον ποταμό Μαίανδρο (1211), μεταξύ των νικητών Βυζαντινών της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και των Σελτζούκων.
Στο Δ΄ Μέρος που ακολουθεί, περιγράφεται συνοπτικά η μετέπειτα πορεία των Σελτζούκων και ο ρόλος των Μογγόλων στην ιστορική εξέλιξη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δρ. Τμήματος Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολής Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστημίου Αιγαίου (Χίος), MA, MSc., Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[2] ΜΑ, Msc., Υποναύαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.
[3] Η ίδρυση της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου όρους, αναζητάται πολύ προ του 1169, εφόσον σε έγγραφο του έτους εκείνου σώζεται υπογραφή Κουτλουμουσιανού ηγουμένου ανάμεσα σε υπογραφές εκπροσώπων 28 αγιορειτικών μονών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο ιδρυτής της μονής, μοναχός Κάλλιστος, προερχόταν από την αυλή του Κουτλουμούς, γενάρχου της ομώνυμης Μικρασιατικής δυναστείας των Σελτζουκιδών. Πρώτος ευεργέτης της μονής ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, Πηγή: https://koutloumous.com/el/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1/
[4] Kaykhusraw Ι, (αρχαία τουρκικά: Ghiyath ad-Din Kaykhusraw bin Qilij Arslan). Τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Καϋκαούς Α΄ [Kaykaus I (1211 – 1220)] και Καϋκοβάδης Α΄ (1220 – 1237). Ο εγγονός του Καϋχοσρόης Β΄ βασίλευσε την περίοδο 1237 – 1246.
[5] Η Θεοδοσιούπολη μετονομάστηκε σε Erzurum, τύπος που προέρχεται από το Erdi Rum ή Αrzan al-Rum, που σημαίνει χώρα/τόπος των Ρωμαίων (Βυζαντινών) – Σαββίδης (2006), σελ. 54.
[6] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας συγκέντρωσε 2.000 άνδρες (από τους οποίους οι 800 ήταν Λατίνοι μισθοφόροι). Άγνωστη παραμένει η αριθμητική δύναμη του σελτζουκικού στρατού – σύγχρονος ιστορικός εκτιμά πως οι 20.000 που μαρτυρά ο Γρηγοράς είναι πιθανώς κοντά στην πραγματικότητα. Η βυζαντινή στρατιά, με γρήγορη πορεία, στρατοπέδευσε προς στιγμήν στη Φιλαδέλφεια της Λυδίας (σημ. Alaşehir) και κατόπιν κατέφθασε έξω από την Αντιόχεια, την οποία πολιορκούσαν οι Τούρκοι του Καϋχοσρόη.
Η επίθεση ξεκίνησε από την πλευρά των Βυζαντινών, με το ιππικό των Λατίνων μισθοφόρων να επιτίθεται ορμητικά και να εξολοθρεύεται από τους Τούρκους. Ο υπόλοιπος στρατός του Λάσκαρη τράπηκε σε φυγή και οι νικηφόροι Τούρκοι έφτασαν μέχρι το βυζαντινό στρατόπεδο, όπου και σταμάτησαν για να το λεηλατήσουν. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στον υπόλοιπο βυζαντινό στρατό να ανασυγκροτηθεί και να εφορμήσει εναντίον των αποδιοργανωμένων Τούρκων. Σε μια φάση της μάχης, ο έφιππος Λάσκαρης μονομάχησε με τον ίδιο τον Καϋχοσρόη, ο οποίος επέβαινε σε άλογο χαρακτηριστικά μεγάλων διαστάσεων, και τον σκότωσε. Οι πηγές συμφωνούν ότι, αρχικά, ο Καϋχοσρόης χτύπησε και έριξε τον Λάσκαρη από το άλογό του αλλά κατόπιν ο δεύτερος κατάφερε να ρίξει κάτω τον Καϋχοσρόη, χτυπώντας τα πόδια του αλόγου του. Καθώς ο σουλτάνος ήταν πεσμένος στο έδαφος, αποκεφαλίστηκε από τον αυτοκράτορα, κατά τις βυζαντινές πηγές, ενώ ο Ibn Bibi, Πέρσης ιστορικός στην υπηρεσία των Σελτζούκων, αναφέρει πως σκοτώθηκε από Φράγκο μισθοφόρο του αυτοκράτορα. Από την άλλη, ο Γεώργιος της Πελαγονίας αναφέρει πως ο Σουλτάνος αποκεφαλίστηκε από Ρωμαίο δορατοφόρο που κάρφωσε το κεφάλι του στο δόρυ και το επέδειξε στους βυζαντινούς που γέμισαν με θάρρος. Ο σελτζουκικός στρατός τράπηκε σε φυγή, ενώ ο βυζαντινός στρατός λεηλάτησε το εχθρικό στρατόπεδο και ο πρώην αυτοκράτορας Αλέξιος συνελήφθη, φυλακίστηκε και τελικά πέθανε κλεισμένος σε μοναστήρι. Μετά τη μάχη, οι Τούρκοι μετέφεραν τη σορό του σουλτάνου τους στο Ικόνιο, όπου και την έθαψαν στο βασιλικό μαυσωλείο, στο τέμενος του Alaeddin (γνωστό σήμερα και ως Μουσείο Μεβλανά).
Η μάχη ελευθέρωσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας από τη σελτζουκική πίεση. Ο στρατός του Λάσκαρη υπέστη βαρύτατες απώλειες, ειδικά στο λατινικό ιππικό του, το οποίο καταστράφηκε σχεδόν εντελώς. Έτσι ο Λάσκαρης δεν μπόρεσε να αποκρούσει επιτυχώς μεταγενέστερη επίθεση του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και αναγκάστηκε να του παραχωρήσει εδάφη στην περιοχής της Προποντίδας (Μαρμαρά). Ωστόσο ο θάνατος του σουλτάνου και η διάλυση του στρατού του, προσέδωσε σημαντικό γόητρο στον Λάσκαρη, ενώ η σύλληψη του Αλεξίου τερμάτισε την εσωτερική αντίδραση στην εξουσία του. Μετά τη μάχη, ο αυτοκράτορας έστειλε επιστολές σε όλες τις ελληνικές επαρχίες, αναγγέλλοντας θριαμβευτικά τη νίκη του και ζητώντας να τον στηρίξουν ως νόμιμο αυτοκράτορα και μελλοντικό απελευθερωτή τους από τους Λατίνους.