Εξαιρετικής σημασίας άρθρο για την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων το επόμενο διάστημα
Η πρώτη επαφή υψηλού επιπέδου μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, κατά τη διάρκεια του Μπάιντεν, έγινε αυτή την εβδομάδα, όταν ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σουλίβαν και ο Προεδρικός Εκπρόσωπος Ιμπραήμ πραγματοποίησαν τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη δήλωση του Λευκού Οίκου, ο Sullivan μετέφερε το μήνυμα στην Άγκυρα ότι η απόκτηση του πυραυλικού αμυντικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία έβλαψε την λειτουργικότητα και αρμονία του ΝΑΤΟ.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Antony Blinken, κατά την ακρόασή του από τη Γερουσία για την έγκριση της τοποθέτησής του, είπε ότι η διοίκηση Τραμπ απέβαλε την Τουρκία από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35 και της επέβαλε κυρώσεις με βάση το νόμο CAATSA, που αφορά εχθρικές χώρες. Ο Μπλίνκεν είπε ότι οι κυρώσεις αφορούν το πεδίο εφαρμογής της αμυντικής βιομηχανίας και ότι λόγω των S-400 είναι πιθανόν να της επιβληθούν επιπλέον κυρώσεις.
Ο Alan Makovksy, εμπειρογνώμων επί θεμάτων Τουρκίας στο Center for American Progress, είπε ότι σε περίπτωση που η Τουρκία δεν απαλλαγεί από τους S-400 εντός έξι μηνών, τότε θα μπορούσαν να της επιβληθούν νέες κυρώσεις, τονίζοντας ότι “το τουρκικό εκλογικό σώμα, μέχρι τις εκλογές θα έχει ξεχάσει τους S- 400, αλλά δεν θα ξεχάσει την οικονομία”.
Σύμφωνα με είδηση του Begüm Dönmez Ersöz από τη Φωνή της Αμερικής, ο Makovksy πιστεύει ότι τα λόγια του Blinken είναι προειδοποίηση, αλλά εάν οι S-400 δεν εγκαταλείψουν την Τουρκία τους επόμενους έξι μήνες, ενδέχεται η Άγκυρα να αντιμετωπίσει νέες κυρώσεις. Από την άλλη πλευρά, κατά τον Makovksy, στη δίκη της Halkbank θα επιβληθεί στην Τουρκία βαρύ πρόστιμο, κάτι που θα επηρεάσει την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας αλλά και την ικανότητά της να προσελκύσει επενδύσεις.
Ο Makovksy υπενθυμίζει ότι μέχρι στιγμής έχουν επιβληθεί κυρώσεις με βάση το νόμο CAATSA σε ορισμένα στελέχη που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, όμως λέει ότι “στο νόμο αυτόν υπάρχουν κι άλλες οικονομικές κυρώσεις που δεν έχουν εφαρμοστεί σε αυτό το στάδιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κ. Ερντογάν βρίσκεται σε οικονομικά δύσκολη θέση. Οι οικονομικές κυρώσεις μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο για τις ΗΠΑ, για να επιτύχουν ένα πιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα στο S-400. Δεν περιμένω την εφαρμογή αυτών των κυρώσεων τώρα, όμως εάν η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει το S-400, δεν αποκλείεται οι κυρώσεις αυτές να επιβληθούν έως το τέλος του 2021.”
Συζητήθηκαν πολλά ενδεχόμενα, όπως να δώσει η Τουρκία τα συστήματα S-400 σε άλλη χώρα, ή να μην τα ενεργοποιήσει και τα συστήματα αυτά να ελέγχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις ΗΠΑ πολλές συζητήσεις. Ο Makovksy υπενθυμίσει ότι ο νόμος NDAA που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ αναφέρει ότι η Τουρκία δεν πρέπει να έχει τους S-400.
Ο Makovsky λέει ότι αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία πρέπει μέρα νύχτα θα πρέπει να δίνει εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις στις ΗΠΑ ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τους S-400 και προσθέτει:
«Ανεξάρτητα από το πώς θα γίνει αυτό, αναπόφευκτα θα είναι μια εξαιρετικά ενοχλητική κατάσταση για τον κ. Ερντογάν. Εγώ πιστεύω ότι τελικά θα συμφωνήσει σε αυτό. Θα πρέπει να δούμε τι ενδιαφέρει περισσότερο τους Τούρκους ψηφοφόρους, η οικονομία ή οι S-400; Πιστεύω ότι η οικονομία είναι πιο σημαντική για τους Τούρκους ψηφοφόρους. Οι επόμενες εκλογές είναι το 2023. Εάν η Τουρκία αποφασίσει να απαλλαγεί από τους S-400, οι ψηφοφόροι αυτό μπορεί να το ξεχάσουν μέχρι τότε, όμως δεν θα ξεχάσουν την οικονομία. Νομίζω ότι ο Ερντογάν θα αφήσει στην άκρη για ένα διάστημα την υπερηφάνειά του γι’ αυτό το ζήτημα. “
Υπάρχουν σχόλια ότι ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρόσφατα χρησιμοποίησε έναν πιο συμβιβαστικό λόγο για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ .
Σύμφωνα με τον Alan Makovksy, η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να δει την Τουρκία ως “έναν πραγματικό σύμμαχο στην πράξη και όχι στα λόγια”, ο οποίος, πριν κάνει κάποιο βήμα που θα επηρεάζει τα συμφέροντα των ΗΠΑ, θα τους συμβουλεύεται.
Όμως το ερώτημα είναι ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας, εάν η Τουρκία επιστρέψει στους παραδοσιακούς της συμμάχους. Μπορεί να επιβάλει αντίποινα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής σε θέματα που υπάρχει διαφωνία με την Τουρκία;
Ο Alan Makovksy σ’ αυτήν την ερώτηση απαντά ως εξής: “Για τη Ρωσία αποτελεί πλεονέκτημα κάθε σχέση που αναπτύσσει με μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ. Είμαι βέβαιος ότι και οι ίδιοι οι Ρώσοι είναι έκπληκτοι με τόσο μεγάλη πρόοδο στις σχέση τους με την Τουρκία. Οι ίδιοι γνωρίζουν ότι η Τουρκία είναι κοντά στη Δύση και οι περισσότερες επενδύσεις αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής τεχνολογίας προέρχεται από τη Δύση. Δεν νομίζω ότι η Ρωσία περιμένει ότι η Τουρκία θα αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ”.
Επίσης ο Makovksy θεωρεί ότι η Τουρκία δεν είναι ένας εχθρός στον οποίο η Ρωσία θα μπορούσε να δείξει τα δόντια της, επειδή έχει αναλάβει την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων στην Τουρκία, επειδή η Τουρκία λαμβάνει φυσικό αέριο από τη Ρωσία και επειδή έχουν συνεργασία στον τουρισμό και έχουν αναπτύξει τις στενότερες οικονομικές σχέσεις.
«Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν πρόκειται να επιδεινωθούν ξαφνικά δεν, αλλά θα είναι μια λιγότερο οικεία σχέση από ό, τι είναι τώρα», δήλωσε ο Makovksy. Νομίζω ότι αυτό είναι που θέλουν οι ΗΠΑ. “Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να έχει στρατιωτική διάσταση η σχέση Τουρκίας – Ρωσίας “.
Ο Makovksy αξιολογώντας της δήλωση του Λευκού Οίκου, ότι «αποτελούν αντικείμενο κοινής ανησυχίας για ΗΠΑ και Ε.Ε., χώρες όπως η Κίνα και η Τουρκία», είπε:
“Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ, ανησυχούν σχετικά με την επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας στην περιοχή. Η Τουρκία, αντί για φίλος ή χώρα που εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας, αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως πρόβλημα. Αλλά η Τουρκία εξακολουθεί να είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Και φέρει σε πέρας σημαντικές υποχρεώσεις προς το ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δεν είναι Κίνα. Ωστόσο, όταν το θέμα έρχεται στις ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στις ενέργειες που προβαίνει χωρίς διαβούλευση με τις ΗΠΑ, υπάρχει η αίσθηση στην πλευρά του ωκεανού ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που δεν είναι μέρος της συμμαχίας”.
Ένα από τα προβληματικά ζητήματα συνεργασίας μεταξύ της Άγκυρας και της Ουάσινγκτον είναι η συνεργασία στη Συρία των ΗΠΑ με το YPG, που θεωρείται παρακλάδι του ΡΚΚ.
Ο Brett McGurk, ο οποίος υπηρέτησε ως Ειδικός Εκπρόσωπος του Συνασπισμού για την Καταπολέμηση του ISIS υπό τον Ομπάμα, αλλά απολύθηκε υπό τον Τραμπ, είναι ο Συντονιστής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής υπό τον Μπάιντεν.
Κατά την περίοδος του Trump έγιναν κάποιες προσπάθειες για να σχηματιστεί ένας συνασπισμός πιο αποδεκτός από την Τουρκία με το PYD και άλλες κουρδικές ομάδες της Βόρειας Συρίας.
Ο Makovksy είπε ότι οι προσπάθειες αυτές στη νέα εποχή θα συνεχιστούν, ότι για το θέμα αυτό θα γίνει μια συνάντηση με το Κουρδικό Εθνικό Συμβούλιο, αλλά το εάν αυτό το εγχείρημα έχει επιτυχία, θα εξαρτηθεί από τη στάση της Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά, ένας από τους κύριους λόγους για την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, είναι η υπόθεση της δίκης της Halkbank, που κατηγορείται για παραβίαση κυρώσεων κατά του Ιράν. Οι ακροάσεις του δικαστηρίου για την υπόθεση αυτή αναμένεται να ξεκινήσουν τον Μάρτιο. Είναι γνωστό ότι ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε πει ότι θα εξετάσει τι θα μπορούσαν να κάνουν με τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης William Barr για τη Halkbank.
Ο εμπειρογνώμονας της Τουρκίας Alan Makovksy, αφού υπενθύμισε ότι για παρόμοιο έγκλημα με αυτό της Halkbank, για παραβίαση των κυρώσεων στο Ιράν η γαλλική τράπεζα BNP Paribas πλήρωσε πρόστιμο στις ΗΠΑ 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, είπε:
“Ο Πρόεδρος Ερντογάν ζήτησε από τον Μπάιντεν κατά την τελευταία επίσκεψη που έκανε στην Τουρκία ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, να εξετάσει αυτήν την υπόθεση, αν μπορεί να ανατραπεί. Ωστόσο, ο Μπάιντεν είχε ήδη δηλώσει από τότε ότι δεν θα παρέμβει στο θέμα αυτό. Αυτή είναι μια δικαστική διαδικασία. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί έως ότου ανακοινωθεί η απόφαση. Ωστόσο, πολλοί αναμένουν ότι η τράπεζα θα κριθεί ένοχη και θα επιβληθεί πρόστιμο. Θα δούμε πόσο σοβαρή θα είναι η τιμωρία. Αλλά υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει πρόστιμο 10-15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή και περισσότερο. Μια τέτοια ποινή θα επηρεάσει επίσης την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας και την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων.”