Η προφήτις Άννα ήταν σημαντική προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από την Φυλή Ασήρ και αξιώθηκε της υψίστης τιμής να δη τον Υιό και Λόγο του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σεσαρκωμένο. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό Λόγο άσαρκο, αφού όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, προφήτευσαν την ενανθρώπησή Του και τον ανέμεναν.
Η προφήτις Άννα αξιώθηκε να δη τον Χριστό όταν τον έφερε η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ στον Ναό, σαράντα ημερών βρέφος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν δε ο δίκαιος Συμεών δέχθηκε στην αγκάλη του τον Χριστό, όπως τον είχε πληροφορήσει το Άγιον Πνεύμα, ότι δηλαδή δεν θα αποθάνη πριν να δη τον Χριστό, και είπε το «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…», τότε η προφήτις Άννα άρχισε να υμνή και να δοξολογή τον Θεό με δυνατή φωνή και μιλούσε για το «παιδί» σε όλους, όσοι ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος, η προφήτις Άννα, γεμάτη κατάνυξη και πνευματική αγαλλίαση, υμνούσε τον Χριστό και αναφερόταν στα γεγονότα που θα συμβούν στην ζωή Του, εμεγάλυνε δε και την Θεοτόκο. «Ιερώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα η σώφρων και οσία και πρεσβυρά τω Δεσπότη εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον παραπάνω ύμνο λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
1. Ότι «αυτή η Άννα, η θυγατέρα του Φανουήλ, γεμάτη αγαλλίαση προσευχόταν και υμνούσε τον Θεό δυνατά και την άκουγαν οι παρόντες σε αντίθεση με την Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η οποία προσευχόταν με σιωπή».
Είναι αποδεκτά από την Εκκλησία και τα δύο αυτά είδη προσευχής. Δηλαδή, όταν προσευχόμαστε κατ’ ιδίαν έχουμε την δυνατότητα να προσευχόμαστε σιωπηλά, ήτοι με τον νου και την καρδιά μας. Ενώ στις λατρευτικές Συνάξεις, ήτοι στις ιερές Ακολουθίες και στην θεία Λειτουργία, οι ύμνοι και οι προσευχές, ψάλλονται και αναγινώσκονται δυνατά και εις ευήκοον πάντων, ούτως ώστε να συμμετέχουν όλοι οι παρόντες.
2. Ότι άλλο πράγμα είναι το προφητεύω και άλλο το υποφητεύω. Προφητεύω σημαίνει ότι αναφέρομαι σε γεγονότα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υποφητεύω θα πη ότι κάνω λόγο για γεγονότα περασμένα η παρόντα η για γεγονότα τα οποία θα συμβούν μετά από μικρό χρονικό διάστημα.
Η προφήτις Άννα όταν αξιώθηκε να δη το «σωτήριον του Θεού» ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Παντρεύτηκε στην νεανική της ηλικία, αλλά έζησε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνια και μετά έμεινε χήρα. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μέχρι τα βαθειά της γεράματα, τα αφιέρωσε στην λατρεία του Θεού και περνούσε τον χρόνο της ζωής της στον ναό με προσευχές και νηστείες «λατρεύουσα νύκτα και ημέραν».
Ο βίος και η πολιτεία της προφήτιδος Άννης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Η οποιαδήποτε διακονία στον Ναό του Θεού και γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη και μεράκι αποτελεί πηγή έμπνευσης, ευλογίας και πνευματικής αγαλλίασης. Επειδή, όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται καταπιεσμένος, αλλά ο,τι κάνει το κάνει προς δόξαν Θεού, μόνον και μόνον γιατί το θέλει και το αγαπά, δηλαδή το πράττει με την καρδιά του, με ευχάριστη διάθεση χωρίς δυσανασχέτηση και γογγυσμό, τότε ελκύει την Χάρη του Θεού, η οποία κατέρχεται στην καρδιά του και του προξενεί γλυκύτητα, χαρά, ειρήνη και πνευματική αγαλλίαση. Ιδιαίτερα, όταν έχη συνηθίσει να προσεύχεται κατά την διάρκεια της όποιας διακονίας του, τότε ο χρόνος της ζωής του αγιάζεται και ο ίδιος αισθάνεται εσωτερική πληρότητα και πνευματική χαρά. Με την ευχάριστη εσωτερική διάθεση, και το υποχρεωτικό γίνεται προαιρετικό. Όταν κανείς θεωρή την διακονία του μέσα στην Εκκλησία ως έργο ευλογημένο και όχι ως καταναγκαστικό έργο, τότε ο λογισμός του παραμένει καθαρός και η ψυχή του γεμάτη ειρήνη. Άλλωστε, είναι παρατηρημένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο λιγότερη είναι η κούραση που αισθάνεται κανείς και τόσο μεγαλύτερη η εσωτερική ειρήνη και η χαρά.
Η προφήτις Άννα εξακολουθούσε να διακονή στον Ναό μέχρι τα βαθειά της γεράματα, χωρίς να λογαριάζη κόπους και κούραση, επειδή αγαπούσε πολύ τον Θεό. Αποτέλεσμα δε της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τους ανθρώπους, η εσωτερική πληρότητα και η νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό θα πρέπη να παραδειγματίση όλους εμάς, που με το παραμικρό κουραζόμαστε, δυσανασχετούμε, αισθανόμαστε καταπίεση και βασανιζόμαστε από λογισμούς φυγής και εγκατάλειψης της προσπάθειας και του αγώνα. Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι πως να αξιοποιούμε τον χρόνο της ζωής μας και τον σπαταλούμε άσκοπα, λες και θα μπορούσαμε να τον ξαναβρούμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος και μετρημένος και πρέπει να τον αξιοποιούμε με έργα αγάπης και θυσιαστικής διακονίας και με προσευχή. Ο Μ. Βασίλειος μας λέγει ότι εάν χάσουμε χρήματα μπορούμε να βρούμε άλλα, ενώ «χρόνον εάν απωλέσωμεν, άλλον ευρείν ου δυνάμεθα» και ότι «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος».
Είναι πράγματι ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχουν και στις μέρες μας άνθρωποι, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικία τους διαθέτουν νεανικό ζήλο και αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τον καλύτερο τρόπο, με το να θέτουν εθελούσια τον εαυτό τους στην διακονία του Θεού και του «πλησίον». Οι άνθρωποι αυτοί χαριτώνονται από τον Θεό και αποτελούν για το περιβάλλον που ζουν, αλλά και για όλους εκείνους που τους συναναστρέφονται, όαση πνευματική στην έρημο της σημερινής άφιλης κοινωνίας και πηγή έμπνευσης, χαράς και ευλογίας.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Πηγή: http://www.parembasis.gr/2009/09_02_06.htm