Οι ηγεσίες Ελλάδος και Τουρκίας σε προηγούμενη συνάντηση στο Λονδίνο
Γιάννος Μπαρμπαρούσης
Ποιο είναι, διαχρονικά, το κεντρικό ζήτημα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, τουλάχιστον κατά την μεταπολεμική περίοδο; Η αντικειμενική απόκλιση των ειδικών ελληνικών εθνικών συμφερόντων από τις γενικές Δυτικές στρατηγικές επιδιώξεις. Το έχουν εννοήσει, πλέον, και οι αμβλύνοες. Τούτο φυσικά δεν δύναται να μεταφρασθεί σε αιθεροβάμονες μοναχικούς πειραματισμούς, ούτε όμως και σε τιποτόφρονα υποταγή.
Ο αχρείαστος νέος γύρος επαφών με την Τουρκία, ακόμα κι αν περιοριστεί σε συζητήσεις επί τεχνικών ζητημάτων προδικασίας, ήδη έχει αποτελέσει το τέλειο άλλοθι για την ακύρωση πραγματικών Ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος του Ερντογανικού λυμεώνα. Αντί για την μετατροπή των ελληνοτουρκικών σε ευρωτουρκικά, οδηγούμαστε, με την εφεκτικότητα αμνού, στα μονοπάτια ενός package deal.
Αλλά και πέρα από τον Ατλαντικό οι εξελίξεις δεν προοιωνίζονται την τελεσφόρηση των ημέτερων επιδιώξεων. Ο Μπάιντεν, δυστυχώς, δεν συνιστά παρά τον Μπρέζνιεφ του μεταψυχροπολεμικού μονοπολικού κόσμου, ενός συστήματος που βρίσκεται στην λοίσθια ζωή του. Οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η ισχυρότερη παγκόσμια δύναμη τουλάχιστον για τα επόμενα 20-25 χρόνια (ή και περισσότερο), αλλά οι δυσπλασίες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το τέλος της μονοπολικής στιγμής στις διεθνείς σχέσεις και ο εν εξελίξει ψυχρός εμφύλιος στην αμερικανική κοινωνία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αποτελεσματικής παρέμβασης.
Άλλωστε, παρά την επιβολή κυρώσεων και την γενικά θετική προδιάθεση ενίων αξιωματούχων που διατηρούν σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο, σε καμία περίπτωση οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν την οριστική αποξένωση της Τουρκίας. Βέβαια, ακόμα κι έτσι υπάρχουν πιθανότητες να εκμεταλλευθούμε μία αμερικανικής έμπνευσης στρατηγική αποσταθεροποίησης και υπονόμευσης του Ερντογάν
Στην διάταξη των συγκαιρινών προκλήσεων, η μεγάλη παγίδα εντοπίζεται στην ευθυγράμμιση των ελληνοτουρκικών διερευνητικών με την άτυπη Πενταμερή στο Κυπριακό. Πίεση, δηλαδή, για package deal και grand bargain. Η Κύπρος ήταν, είναι και θα είναι το κλειδί για το στρατηγικό βάθος και την γεωπολιτική ισχύ του Ελληνισμού, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, όπως ο έλεγχος των γραμμών διακίνησης ενέργειας.
Επειδή δεν υφίσταται, ρεαλιστικά, πιθανότητα καλύτερης λύσης (σε καιρό ειρήνης…) από το status quo, βάσει του οποίου απολαμβάνουμε πλήρη ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάθε πιθανή διευθέτηση στο πλαίσιο της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας αποτελεί, χωρίς υπερβολή, ταφόπετρα για τα εθνικά μας συμφέροντα και το εύρος των εθνικών μας ενεργειών.
Με εκκίνηση το περίγραμμα της ΔΔΟ εξακτινώνεται μία συνολική διευθέτηση, σε όλα τα σενάρια της οποίας οι Τούρκοι απλά παραχωρούν εδαφικά ανταλλάγματα και δεσμεύονται για μείωση των στρατιωτικών κατοχικών δυνάμεων, με αντάλλαγμα την συνιδιοκτησία της Κύπρου. Επιστροφή στην Ζυρίχη δηλαδή. Ακόμα και η κατάργηση του status εγγυήτριας δύναμης δεν σημαίνει τίποτα, λόγω της αμείλικτης γεωγραφίας και του βεβαρημένου ιστορικού στρατιωτικής επέκτασης. Ο δε κίνδυνος Ταϊβανοποίησης αντιμετωπίζεται με μέτρα που αυξάνουν το κόστος της κατοχής (κλείσιμο οδοφραγμάτων).
Όσο για τις προειδοποιήσεις του ΟΗΕ ότι αυτή η είναι «η τελευταία φορά» που ασχολείται με το θέμα, τις ακούμε από το 1985, τότε επί του συμπαθούς Πέρες ντε Κουέγιαρ.
Στο Αιγαίο, ο διμερής διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας μπορεί να αποκτήσει κάποιο νόημα μόνον αφού πραγματοποιηθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια σε όλο το μήκος της εθνικής ακτογραμμής και, συνακόλουθα ο καθορισμός ΑΟΖ Ελλάδας – Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι λύνεται και το ζήτημα του διαφορετικού εύρους των χωρικών υδάτων και εθνικού εναερίου χώρου. Υπάρχει βέβαια το (διόλου αμελητέο) τουρκικό casus belli. Χρειάζεται μια συνεκτική και σύμμεικτη στρατηγική για να ασκηθεί μονομερώς ένα νόμιμο δικαίωμα. Οπωσδήποτε, δεν γίνεται να ομνύουμε στην ενότητα της Δύσης ενώ τεμαχίζουμε την ενότητα του ελληνικού χώρου στο Αιγαίο.
Συνελόντι ειπείν, ο εφιάλτης της λύσης-πακέτο θα συντελεστεί εάν η Ελλάδα και η Κύπρος συναινέσουν σε grand bargain που θα τακτοποιεί και την Τουρκία στην συμφωνία δυνάμεων και την κατανομή πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπου Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία και Ισραήλ θα συνεργάζονται, υποτίθεται, για την προάσπιση και εμβάθυνση των κοινών τους συμφερόντων και επιδιώξεων, που θα είναι (έκπληξη!) ο περιορισμός της κινεζικής, ρωσικής και ιρανικής ισχύος. Παρέλκει η εκτενής ανάλυση για την υποβάθμιση του Ελληνισμού που θα επιφέρει αυτή η εξέλιξη.