Ελληνοτουρκικά: H καταγωγή των διερευνητικών επαφών
Ροζάκης Χρήστος
Ποια είναι η πηγή των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας – Τουρκίας;
Για τους νεότερους ή για όσους έχουν ξεχάσει, χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε την πηγή των διερευνητικών συνομιλιών, που άρχισαν το 2002, μετρούν 60 γύρους και διακόπηκαν το 2016 με πρωτοβουλία της Τουρκίας.
Η πηγή των διερευνητικών είναι, λοιπόν, τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής στο Ελσίνκι (1999) σχετικά με τα Ελληνοτουρκικά. Εκεί οι εταίροι αποδέχθηκαν την ελληνική πρόταση για παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) σε μια διαδικασία ειρηνικής επίλυσης των διαφορών (και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΚ, χωρίς αναγκαία την προηγούμενη πολιτική λύση της επανένωσης του νησιού), με αντάλλαγμα, από την ελληνική πλευρά, να άρει το δικαίωμα αρνησικυρίας στην έναρξη διαπραγματεύσεων της Τουρκίας για την ένταξή της στην ΕΚ.
Ο όρος προς την Τουρκία που περιείχαν τα Συμπεράσματα ήταν η χώρα αυτή να επιλύσει με διαπραγματεύσεις τις διαφορές της με τις γειτονικές της χώρες ή σε αδυναμία επίλυσης να τις υποβάλει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για επίλυση. Η ΕΚ θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις, εξαρτώντας την εξέλιξη στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις από τις ευνοϊκές ή μη προσπάθειες επίλυσης των διαφορών. Εν προκειμένω η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος της ΕΚ, ανελάμβανε την υποχρέωση να κοινοποιήσει στην ΕΚ τις εξελίξεις στην επίλυση, ως το 2004, με μια έκθεση των πεπραγμένων της Τουρκίας στο διάστημα που διέρρευσε.
Εκ των πραγμάτων αυτό σήμαινε όχι μόνον για την Τουρκία να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, αλλά και για την Ελλάδα να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με την Τουρκία και να συζητήσει μαζί της.
Η Ελλάδα είχε μια δυσκολία στο θέμα αυτό: Ηταν εγκλωβισμένη από την παράδοση του ιδρυτή του ΠαΣοΚ Ανδρέα Παπανδρέου ότι η μόνη διαφορά ήταν η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, και δεν ήταν διατεθειμένη να διευρύνει τα όρια των συζητήσεων σε άλλες διαφορές που πρόβαλλε με επιμονή η Τουρκία (αιγιαλίτιδα των 12 ν.μ. στο Αιγαίο, αποστρατιωτικοποίηση των ακραίων ανατολικών ελληνικών νησιών, γκρίζες ζώνες).
Η κυβέρνηση Σημίτη, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που προέκυπταν από τις δικές της πρωτοβουλίες στο Ελσίνκι, σκέφτηκε να διαχωρίσει τις επίσημες διαπραγματεύσεις από ένα προκριματικό στάδιο, όπου εκεί θα ήταν σε θέση να συζητήσει θέματα που αυτή δεν δεχόταν ότι αποτελούσαν διμερείς διαφορές, πριν από τις επίσημες διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Με αυτόν τον τρόπο έλυνε τον γόρδιο δεσμό, ικανοποιώντας ταυτόχρονα την Τουρκία ως προς τις διεκδικήσεις της.
Αυτό το στάδιο ονομάστηκε διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες άρχισαν το 2002, και αποφασίστηκε από κοινού να είναι άτυπες, να είναι μυστικές, και οι συζητήσεις να είναι απόρρητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες επαφές, όταν προσδιοριζόταν η ατζέντα, ο εκπρόσωπος της Τουρκίας διαβεβαίωσε τον έλληνα εκπρόσωπο ότι η διαφορά για τις γκρίζες ζώνες θα μπορούσε κάλλιστα να αποσυρθεί από την Τουρκία, εάν οι συνομιλίες για την αιγιαλίτιδα ζώνη είχαν αίσιο τέλος. Τελικά, το μόνο θέμα που απέμεινε στο τραπέζι ήταν το ζήτημα της διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Οι συνομιλίες ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς και η πρόοδος που είχε επιτευχθεί ως το 2004 ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Είχαμε φτάσει σε σημείο να προετοιμάζεται και το Κοινό Ανακοινωθέν που θα σήμαινε την επιτυχή έκβαση των διερευνητικών και το πέρασμα στις επίσημες διαπραγματεύσεις για την επίλυση της μόνης διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Αλλά οι πρόωρες εκλογές και η κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα διέκοψαν αυτή την πορεία. Στο μεταξύ άλλαξαν ριζικά και οι διεθνείς συνθήκες. Το πάθος που υπήρχε στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) για ένταξη της Τουρκίας περιορίστηκε σημαντικά, ως αποτέλεσμα της μαζικής ένταξης των πρώην ανατολικών χωρών, με σοσιαλιστικό παρελθόν, στην ΕΕ, και των τεράστιων δυσκολιών αφομοίωσής τους που αυτή αντιμετώπιζε των νέων χωρών. Τη ματαίωση αυτή των τουρκικών προσδοκιών ακολούθησε και η μείωση του ενδιαφέροντος της γειτονικής μας χώρας, η οποία συμπαρέσυρε και το ενδιαφέρον της για τις διερευνητικές επαφές.
Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Το Βήμα