Προφανώς ο τουρκικός λαός δεν χάνει το χιούμορ του, όταν ο πληθωρισμός έχει καταστήσει απαγορευτικά ακριβά τα βασικά είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης. Η ακρίβεια, όμως, και η συνεπακόλουθη πτώση του βιοτικού επιπέδου των Τούρκων δεν είναι παρά μόνον ένας από τους πονοκεφάλους που πρέπει να αντιμετωπίσει το νέο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Ερντογάν.
Αναλαμβάνοντας καθήκοντα πριν από δύο μήνες με ελαφρώς επεισοδιακό τρόπο και μάλλον όχι τυχαία αμέσως μετά τη νίκη Μπάιντεν, ο κεντρικός τραπεζίτης Νατσί Αγκμπάλ και ο υπουργός Οικονομικών Λουτφί Ελβάν έχουν κληθεί να επανορθώσουν τα ανεπανόρθωτα που έχουν προκαλέσει στην τουρκική οικονομία, αφενός, οι παρεμβάσεις του Τούρκου προέδρου στη νομισματική πολιτική και, αφετέρου, η επιθετική εξωτερική του πολιτική, με τα ανοικτά μέτωπα ανά τον πλανήτη, που έχουν οδηγήσει το ξένο κεφάλαιο σε άτακτη φυγή.
Ζητούμενα είναι πρωτίστως η στήριξη του νομίσματος, η ανάσχεση του πληθωρισμού, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και η αναπλήρωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας.
Μέσα στην εβδομάδα δημοσιεύθηκαν στοιχεία που φέρουν την Τράπεζα της Τουρκίας να έχει μειώσει δραματικά –κατά 90% τον Δεκέμβριο– τις πάγιες πωλήσεις δολαρίων στην κρατική εταιρεία εισαγωγών ενέργειας, την Botas, σε μια προσπάθεια να κρατήσει κατά το δυνατόν περισσότερο σκληρό νόμισμα στα ταμεία της.
Στη διάρκεια του περασμένου έτους, τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τουρκίας μειώθηκαν κατά περισσότερο από 65%, μόλις στα 13,5 δισ. δολάρια, έπειτα από αλλεπάλληλες παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας στην αγορά συναλλάγματος με σκοπό τη στήριξη του νομίσματος.
Επρόκειτο για την ανορθόδοξη πολιτική που τηρείτο καθ’ υπαγόρευσιν Ερντογάν, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος απαγόρευε στην Τράπεζα της Τουρκίας να αυξήσει το κόστος του δανεισμού και να ανακόψει έτσι την πτώση της τουρκικής λίρας. Οι παρεμβάσεις απεδείχθησαν ατελέσφορες και παρά την ανάκαμψη που σημείωσε μετά την ανατροπή στο οικονομικό επιτελείο, το τουρκικό νόμισμα έχασε συνολικά σχεδόν το 25% της αξίας του στη διάρκεια του περασμένου έτους.
Ο νέος κεντρικός τραπεζίτης, Νατσί Αγκμπάλ, οπαδός της ορθόδοξης νομισματικής πολιτικής, που κατά γενική ομολογία χαίρει της εμπιστοσύνης της αγοράς, έσπευσε άμεσα να αυξήσει τα επιτόκια. Μετά δύο αυξήσεις μέσα σε μόλις ενάμιση μήνα, το κόστος δανεισμού έχει φτάσει αισίως στο 17%. Λίγο πριν αυξηθούν τα επιτόκια, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν προετοίμασε τους ψηφοφόρους του ότι η χώρα θα «καταπιεί αναγκαστικά ένα πικρό χάπι».
Η τουρκική λίρα είχε όμως ήδη επιστρέψει σε πτωτική πορεία λίγες ημέρες νωρίτερα, στα μέσα Δεκεμβρίου, όταν η Ουάσιγκτον επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στην Αγκυρα ως αντίποινα για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400. Η ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος διαμορφώνεται, έτσι, περίπου στις 7,4 τουρκικές λίρες προς ένα δολάριο, όταν μέχρι πριν από ένα έτος το ψυχολογικό όριο ήταν οι 7 λίρες προς ένα δολάριο. Και βέβαια η διολίσθηση του νομίσματος, που σημειωτέον μόλις πριν από τρία χρόνια τέτοιες ημέρες είχε ισοτιμία 4 λίρες προς ένα δολάριο, δεν βοηθάει στην ανάσχεση του πληθωρισμού. Μετά μια προσωρινή υποχώρησή του στο 12% το 2020, από τα τέλη του έτους ο πληθωρισμός στην Τουρκία πλησιάζει και πάλι το 15%.
Aλλαγή νομισματικής πολιτικής μετά τις εκροές κεφαλαίων
Ισως το πιο δύσκολο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουν ο κεντρικός τραπεζίτης και ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας είναι η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η απώλεια του ξένου κεφαλαίου αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την τουρκική οικονομία, καθώς της είναι απολύτως αναγκαίο για την κάλυψη των ελλειμμάτων της.
Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως και μόνον η αποπομπή του προηγούμενου κεντρικού τραπεζίτη, πειθήνιου οργάνου του Ερντογάν, και η παραίτηση του τέως υπουργού Οικονομικών και γαμπρού του Ερντογάν διεμήνυσαν στην αγορά ότι έχει έρθει το τέλος στην οικογενειοκρατία του Τούρκου προέδρου.
Σε πρώτη φάση, οι δύο αλλαγές στάθηκαν αρκετές για να αντιστρέψουν τις εκροές κεφαλαίων που γνώρισε η χώρα μέσα στο περασμένο έτος. Τις τρεις πρώτες εβδομάδες αμέσως μετά την αλλαγή του οικονομικού επιτελείου εισέρρευσε και πάλι σε τουρκικούς τίτλους 1,9 δισ. δολάρια.
Οταν παρήλθαν άλλες τρεις εβδομάδες, οι ξένοι επενδυτές είχαν ήδη τοποθετήσει συνολικά σχεδόν 4 δισ. δολάρια σε τουρκικές μετοχές και ομόλογα. Είχε, όμως, προηγηθεί κυριολεκτικά αιμορραγία κεφαλαίων το 2020, καθώς στη διάρκεια μόνο των πρώτων 10 μηνών του περασμένου έτους οι ξένοι επενδυτές είχαν αποσύρει 13 δισ. δολάρια από μετοχές και ομόλογα της Τουρκίας. Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο νέος υπουργός Οικονομικών, Λουτφί Ελβάν, επιχείρησε εμφανώς να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών υποσχόμενος πως η κυβέρνηση θα είναι πλήρως υπόλογη απέναντί τους και πως θα υπάρξει εφεξής απόλυτη διαφάνεια.
Πολλοί οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν, άλλωστε, πως η στροφή 180 μοιρών που επιχειρεί τώρα από κοινού με τον νέο κεντρικό τραπεζίτη, Νατσί Αγκμπάλ, αποτελεί πραγματικό ναρκοπέδιο. Προβλέπουν πως το νέο επιτελείο θα ανακαλέσει σταδιακά όλους τους περιορισμούς που είχαν θέσει οι προκάτοχοί τους στις κινήσεις των επενδυτών, για να καταστήσουν σε απαγορευτικό βαθμό ακριβά τα στοιχήματα κατά της τουρκικής λίρας.
Οπως, όμως, επισημαίνει ο Χακάν Κάρα, που διετέλεσε επικεφαλής των οικονομολόγων της κεντρικής τράπεζας από το 2003 μέχρι πέρυσι, οπότε και αποπέμφθηκε, η ανάκληση ορισμένων περιορισμών μπορεί να έχει παρενέργειες. Αν, για παράδειγμα, ανακληθεί η απαγόρευση στις ανταλλαγές νομισμάτων μεταξύ των τουρκικών και ξένων τραπεζών, μπορεί μεν να ικανοποιηθούν όσοι επενδυτές θέλουν να δουν την Τουρκία να επιστρέφει στη λογική της ελεύθερης αγοράς, αλλά παράλληλα μπορεί να υποστεί νέους κραδασμούς η τουρκική λίρα.
Δεν είναι, άλλωστε, λίγοι οι οικονομικοί αναλυτές και οι επενδυτές που παραμένουν δύσπιστοι παρά τις αλλαγές και προεξοφλούν ότι είναι θέμα χρόνου να επαναληφθεί το ίδιο σενάριο. Πολλοί επιμένουν, μάλιστα, πως το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας είναι ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος.
Πρόσκαιρη η «συνθηκολόγηση» του Ερντογάν με τις αγορές
Ανάμεσα στους πολύ έως και πάρα πολύ δύσπιστους συγκαταλέγεται ο οικονομικός αναλυτής Φαντί Χακούρα, στέλεχος του ερευνητικού κέντρου Chatham House και πρώην νομικός στο City του Λονδίνου. Σε σχετικό άρθρο του, ο εν λόγω αναλυτής βλέπει την αλλαγή οικονομικού επιτελείου ως ένα τέχνασμα του Ερντογάν για να σερβίρει πιο αποτελεσματικά τις πολιτικές του και όχι για να τις αλλάξει. Δικαιολογεί μάλιστα αυτήν την εκτίμησή του επικαλούμενος τη δήλωση στην οποία προέβη ο Ερντογάν μετά τον διορισμό δύο νέων αξιωματούχων: «Δίνουμε έναν ιστορικό αγώνα εναντίον όσων θέλουν να εξαναγκάσουν την Τουρκία σε μια συνθηκολόγηση μέσα από τα δεσμά των επιτοκίων, των συναλλαγματικών ισοτιμιών και του πληθωρισμού». Μια δήλωση που πολλοί άλλοι αναλυτές ερμήνευσαν μάλλον ως προσπάθεια του Τούρκου προέδρου απλώς να κρατήσει τα «προσχήματα» έναντι των ψηφοφόρων του.
Σύμφωνα, πάντως, με τον Φαντί Χακούρα, η Τουρκία θα έπρεπε να πάρει μαθήματα από τον τρόπο που αντιμετώπισε την κρίση του 2001 ο τότε πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετσεβίτ, όταν επιστράτευσε τον Κεμάλ Ντερβίς, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, για να διαχειριστεί τα οικονομικά, νομισματικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα της χώρας. Ως υπουργός Οικονομικών ο Ντερβίς θέσπισε σειρά από ανεξάρτητες ρυθμιστές αρχές για τους τομείς των τραπεζών, των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας και γενικότερα των στρατηγικών τομέων της τουρκικής οικονομίας και ενίσχυσε τις αρμοδιότητες της αρχής ανταγωνισμού. Ρευστοποίησε ή συγχώνευσε τις αφερέγγυες τράπεζες, παραχώρησε πλήρη ανεξαρτησία στην κεντρική τράπεζα ώστε να έχει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό και διασφάλισε πως οι προσλήψεις θα γίνονται με αξιοκρατία και στη βάση των δεξιοτήτων.
Κατά τη γνώμη του Χακούρα, ο λόγος που ο Ετσεβίτ προχώρησε σε αυτό το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ήταν η φιλοδοξία του να εκσυγχρονίσει την Τουρκία συνταγματικά, πολιτικά και νομικά και με πολιτικές ελευθερίες, ώστε να την οδηγήσει στην ένταξή της στην Ε.Ε. Υποστηρίζει λοιπόν ότι το αποτέλεσμα της πολιτικής του και της πολιτικής του Ντερβίς ήταν να αναδυθεί η Τουρκία από την τότε οικονομική κρίση με μεγαλύτερες αντοχές, με ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, με αναβαθμισμένους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς, με πληθωρισμό σε πτωτική πορεία και μια αξιόπιστη κεντρική τράπεζα, με ένα ισχυρό χρηματοπιστωτικό σύστημα και καλές σχέσεις τόσο με την Ε.Ε. όσο και με τις ΗΠΑ. Προπαντός με μεγάλη την εμπιστοσύνη των επενδυτών που διοχέτευαν μαζικά τα κεφάλαιά τους στους τουρκικούς τίτλους.
Προεξοφλεί, όμως, πως σήμερα, αν και τα προβλήματα της Τουρκίας είναι παρεμφερή με τότε, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επαναληφθεί η μεταρρυθμιστική συνταγή του Ετσεβίτ όσο η χώρα βρίσκεται υπό τον Ερντογάν. Θεωρεί βέβαιη την άρνηση του Τούρκου προέδρου σε κάθε πραγματική αλλαγή πολιτικής και προειδοποιεί πως «αν η χώρα δεν αποφασίσει να εγκαταλείψει την προσφυγή στις γρήγορες λύσεις», θα είναι αναπόφευκτη ακόμη μία βαθύτερη οικονομική κρίση.
Σημειωτέον, πάντως, πως η πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών που παρακολουθούν την Τουρκία εκτιμούν πως ο Ερντογάν βρέθηκε προ δυσάρεστων εκπλήξεων όταν του εξήγησε την κατάσταση ο προηγούμενος κεντρικός τραπεζίτης. Κατέφυγε, έτσι, σε εσπευσμένες κινήσεις και επιστράτευσε οικονομολόγους της παραδοσιακής σχολής που χαίρουν της εμπιστοσύνης της αγοράς.
Επιδείνωση
Σχολιάζοντας τη ραγδαία υποβάθμιση που υφίσταται το βιοτικό επίπεδο του τουρκικού λαού εξαιτίας του επίμονα διψήφιου πληθωρισμού, ο επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου υπογράμμισε προσφάτως πως η κατάσταση επιδεινώνεται διαρκώς στη χώρα και τόνισε πως «πριν δεν υπήρχε πείνα στην Τουρκία, αλλά τώρα η πραγματικότητα είναι η πείνα».
Ορθολογισμός
Επιχειρώντας να προσελκύσει τους επενδυτές, ο υπουργός Οικονομικών Λουτφί Ελβάν δήλωσε λίγες ημέρες μετά τον διορισμό του πως το νέο οικονομικό επιτελείο «θα λύσει κάθε πρόβλημα βάσει της οικονομίας της αγοράς και με τρόπο διαφανή, ορθολογιστικό και προβλέψιμο», ενώ υποσχέθηκε πολιτικές «που θα ενισχύσουν την αξιοπιστία της χώρας για τους επενδυτές».
Ξένο κεφάλαιο
Σχολιάζοντας τις προσπάθειες του νέου οικονομικού επιτελείου της Τουρκίας, ο Πολ Γκαμπλ, στέλεχος της Fitch Ratings, προέβλεψε πως «όλα θα εξαρτηθούν από το αν θα καταφέρει η κεντρική τράπεζα να προσελκύσει το ξένο κεφάλαιο και να ξαναρχίσει δημοπρασίες για πρώτη φορά μετά το 2011, ώστε να γεμίσει έτσι ξανά τα ταμεία της».
Καθημερινή