Μήνας εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά αναμένεται να είναι ο Ιανουάριος ενώ,
παράλληλα, την ίδια περίοδο θα ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις για την επανεκκίνηση
της οικονομίας μετά το πρώτο κύμα των εμβολιασμών στη χώρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα έχει λάβει μηνύματα ότι η Τουρκία θα τηρήσει
τη δέσμευση να απόσχει τους επόμενους μήνες από έρευνες και κινήσεις
αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων καθώς και ότι το «Ορούτς
Ρέις» θα παραμείνει σε τουρκικά χωρικά ύδατα. Υπ’ αυτήν την έννοια τηρείται ο
βασικός όρος που έχει θέσει η ελληνική πλευρά για επενέναρξη του διαλόγου, ενώ
αναμένεται ότι μετά την εορταστική περίοδο η Τουρκία θα απευθύνει την
πρόσκληση για τη δρομολόγηση των διερευνητικών επαφών μεταξύ των δύο χωρών.
Οπως υπογραμμίζουν κυβερνητικές πηγές, «κλειδί» είναι η λέξη «αναμένεται»,
καθώς η ελληνική πλευρά έχει διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση ότι το «μπαλάκι»
βρίσκεται στην πλευρά της Αγκυρας, τόσο από διαδικαστικής απόψεως, όσο και από
απόψεως ουσίας. Υπενθυμίζεται πως εάν επαναρχίσουν οι διερευνητικές, η πρώτη
συνάντηση, όπως είναι η σειρά, θα πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη, οπότε
η πρόσκληση πρέπει να προέλθει από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών.
Βεβαίως, από την Αθήνα δεν έχει περάσει απαρατήρητο ότι το τελευταίο διάστημα
έχει σημειωθεί κλιμάκωση της ρητορικής της Αγκυρας: Ο Τούρκος υπουργός
Ενέργειας κ. Ντολμέζ ήγειρε ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης της Συνθήκης της
Λωζάννης, ενώ ο υπουργός Αμυνας κ. Ακάρ σε σταθερή βάση «αξιώνει» την
αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Επίσης, στα άλλα «αγκάθια» των διμερών
σχέσεων έχει προστεθεί η υπόθεση της κατασκοπείας στη Ρόδο, που πλέον θα
αποτελεί μία ακόμα σταθερά στις διμερείς σχέσεις, αφού έχει επιληφθεί η
Δικαιοσύνη. Ομως, παρά την εμπρηστική τουρκική ρητορική, η Αθήνα εκτιμά πως ο
Ταγίπ Ερντογάν τελικώς θα επιλέξει τον δρόμο των διερευνητικών επαφών,
συνεκτιμώντας: Πρώτον, την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν
και, δεύτερον, ότι το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων θα επιστρέψει στο τραπέζι
των ηγετών της Ε.Ε. τον προσεχή Μάρτιο.
Εξελίξεις όμως αναμένονται, όπως προαναφέρθηκε, και στο πεδίο της οικονομίας.
Η κυβέρνηση κατόπιν σχετικής απόφασης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη
επεξεργάζεται σχέδιο στήριξης των επιχειρήσεων και επανεκκίνησης της
οικονομίας και πέραν του Απριλίου, οπότε εκτιμάται πως η χώρα θα έχει
επανέλθει σε σχετική «κανονικότητα» μετά την πολλαπλή κρίση που πυροδότησε ο
κορωνοϊός.
Σύμφωνα με πληροφορίες, επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου αποτελεί η στήριξη να
είναι ουσιαστική, στοχευμένη, αλλά όχι και οριζόντια: Να μην επωφεληθούν
δηλαδή εις βάρος του κρατικού ταμείου επιχειρήσεις προβληματικές που
νομοτελειακά θα οδηγηθούν σε λουκέτο ή άλλες που δεν επλήγησαν σε μεγάλο βαθμό
από τα διαδοχικά lockdowns του προηγούμενου έτους. Υπό την έννοια, δε, αυτή,
είναι προφανές πως χάνουν έδαφος εργαλεία όπως η γενική ρύθμιση για 120 δόσεις
ή η μη επιστρεπτέα προκαταβολή.
Οπως αναφέρουν στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού, εντός των επόμενων τριών
μηνών θα έχουν εμβολιαστεί στην πλειονότητά τους τα άτομα υψηλού κινδύνου και
μεγάλης ηλικίας που όταν νοσήσουν προκαλούν και τη μεγαλύτερη πίεση στο
σύστημα υγείας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αναμένεται ότι θα επιτρέψει την
επαναλειτουργία όλων των κλάδων της οικονομίας, με σαφώς λιγότερους
περιορισμούς. Κατά τις ίδιες πηγές, μέχρι τότε η κυβέρνηση θα συνεχίσει να
στηρίζει πληττόμενους εργαζομένους και επιχειρήσεις με όλα τα υφιστάμενα
εργαλεία, από την επιδότηση της αναστολής εργασίας μέχρι την επιστρεπτέα
προκαταβολή και τις μειώσεις ενοικίων.
Στη συνέχεια όμως θα είναι αναγκαία μια νέου τύπου στήριξη, καθώς είναι
προφανές ότι για πολλές εξ αυτών θα έχουν σωρευτεί σοβαρές υποχρεώσεις, ενώ θα
απαιτηθούν κεφάλαια επανεκκίνησης. Οπως προαναφέρθηκε, η στήριξη θα δοθεί αλλά
μόνον όπου είναι βέβαιο ότι θα έχει αποτέλεσμα, δηλαδή θα γίνεται «α λα καρτ»,
ώστε να μην κατευθυνθούν κρατικά κονδύλια σε σχήματα που μαθηματικά οδεύουν σε
λουκέτο.
Με άλλους λόγους, η προσέγγιση θα είναι διαφορετική ανά κλάδο και ενδεχομένως
ανά επιχείρηση. Ειδικότερα, μεταξύ των κριτηρίων που, όπως λέγεται, θα
εξετάζονται από το υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να αποφασιστεί εάν θα
δοθούν και σε ποιο βαθμό ενισχύσεις, θα είναι τα κέρδη ή οι ζημίες που
κατέγραψε μια επιχείρηση τα τρία προηγούμενα χρόνια, εάν μια επιχείρηση έχει
αρνητικά ίδια κεφάλαια, το ύψος του δανεισμού της, το ποσοστό τζίρου που
απώλεσε, αλλά και το εύρος της στήριξης που έλαβε κατά το τελευταίο έτος. Οσο
για τα εργαλεία ενίσχυσης όσων αξιολογηθούν θετικά, αυτά αναμένεται να είναι
μεταξύ άλλων δανεισμός με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους ή και απαλλαγή από
φορολογικές υποχρεώσεις.
Παράλληλα, στόχος της κυβέρνησης είναι η στήριξη της αγοράς εργασίας. Στην
κατεύθυνση αυτή θα δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις για νέες προσλήψεις, ενώ
έμφαση θα δοθεί στην κατάρτιση των ανέργων με προτεραιότητα την απόκτηση
ψηφιακών δεξιοτήτων.