Με ένα κείµενο πλέον των 1.246 σελίδων, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωµένο Βασίλειο κατάφεραν την τελευταία στιγµή να αποφύγουν ένα χάος στη σήραγγα της Μάγχης κατά τις πρώτες µέρες του 2021, αφού συµφώνησαν ότι φορτηγά µε αγροτικές πρώτες ύλες, φρούτα και λαχανικά ευρωπαϊκής προέλευσης, θα συνεχίσουν να τη διασχίζουν χωρίς να επιβαρύνεται το φορτίο τους µε δασµούς και ποσοστώσεις.Ωστόσο τα τελικά κείµενα δεν παύουν να χωρίζουν µια ενιαία αγορά στα δύο, εντάσσοντας στη λίστα των τρίτων χωρών το άλλοτε µέλος της ευρωπαϊκής κοινότητας, αυξάνοντας άρα τον φόρτο για τους Ευρωπαίους αγρότες και εξαγωγείς που στοχεύουν στα βρετανικά αστικά κέντρα.Ως γνωστόν µε το τέλος του 2020, η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από το µπλοκ της ενιαίας αγοράς όπως αυτή δροµολογήθηκε πριν από ένα χρόνο, συνεπάγεται και η λήξη της περιόδου χάριτος και προσαρµογής. Αν δεν ήταν η πανδηµία, η εµπορική συµφωνία ανάµεσα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Λονδίνο θα ήταν ένα από τα βασικά µελήµατα των χρηµαταγορών, όπως έχουν σχολιάσει το τελευταίο διάστηµα πολλοί αναλυτές. Μάλιστα χύθηκε πολύ µελάνι σε µια προσπάθεια αποτύπωσης των οικονοµικών συνεπειών σε περίπτωση που το Brexit ολοκληρωνόταν χωρίς κάποια εµπορική συµφωνία.Σε γενικές γραµµές η συµφωνία που ο διαπραγµατευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέρ έκλεισε µε την Κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον τα Χριστούγεννα, αξιολογείται θετικά από την πλειοψηφία των εµπλεκόµενων στο εµπόριο αγροτικών προϊόντων µε το Ηνωµένο Βασίλειο. Επιπλέον γραφειοκρατία για τους εξαγωγείςΠάντως, αν και ο βαθµός ελευθερίας του εµπορίου είναι πρωτοφανής, οι δυο πλευρές διατηρούν µια ευελιξία που µεταφράζεται σε επιπλέον γραφειοκρατία για τους εξαγωγείς, αλλά και περιθώριο πολιτικών και οικονοµικών πιέσεων στο µέλλον και από τα δύο µέρη.Έτσι, στο πεδίο της αναγνώρισης των γεωγραφικών ενδείξεων και των υπολοίπων πιστοποιητικών ποιότητας , το Ηνωµένο Βασίλειο µπορεί να ορίσει τα δικά του κριτήρια, κάτι που δίνει αέρα για µελλοντικές πιέσεις προς την ΕΕ αλλά κυρίως για πιο ελκυστικές συµφωνίες µε τρίτα µέρη, ενισχύοντας τον ανταγωνισµό στη βρετανική αγορά.Οι υποχρεώσεις που προστίθενται στους ευρωπαίους εξαγωγείς φρούτων και λαχανικών αφορούν κυρίως ελέγχους, όπως είναι η τελωνειακή διασάφηση, το πιστοποιητικό συµµόρφωσης µε τα πρότυπα εµπορίας και το φυτοϋγειονοµικό πιστοποιητικό.Το ζήτηµα των λεγόµενων «γεωγραφικών ενδείξεων» φαίνεται να έχει µετατεθεί για αργότερα. Βέβαια η συµφωνία διαζυγίου που υπέγραψε η Βρετανία µε την ΕΕ πέρυσι, ανέφερε ότι και οι δύο πλευρές θα µπορούσαν να κάνουν «εύλογες προσπάθειες» για να προστατεύσουν αυτούς τους κανόνες, όµως το πώς αυτό θα λειτουργήσει στην πράξη έχει µείνει πολύ ασαφές στην τελική εµπορική συµφωνία.Οι δύο πλευρές επίσης δεν θα αναγνωρίζουν το εκατέρωθεν σύστηµα κανόνων που έχουν σχεδιαστεί για την προστασία των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών από ασθένειες και παράσιτα. Αυτό σηµαίνει ότι οι Βρετανοί αγρότες που θέλουν να εξάγουν στην ΕΕ θα χρειαστούν πράγµατα όπως πιστοποιήσεις κτηνιάτρων που δεν ήταν απαραίτητα όταν το Ηνωµένο Βασίλειο ήταν µέλος της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τους αγρότες της ΕΕ που εξάγουν στη Βρετανία. Οι έλεγχοι για τη Μεγάλη Βρετανία δεν θα περιλαµβάνουν τη Βόρεια Ιρλανδία, η οποία θα συνεχίσει να ακολουθεί τους κανόνες της ΕΕ. Κρατική παρέµβαση για διαφύλαξη µιας αγοράς 150 εκατ. ευρώ Για το 2019, οι εξαγωγές της Ελλάδας σε φρούτα και λαχανικά (νωπά και µεταποιηµένα) προς το Ηνωµένο Βασίλειο ανήλθαν σε 105,2 χιλιάδες τόνους µε αξία 147,8 εκατ. ευρώ, σύµφωνα µε στοιχεία που παραθέτει o Σύνδεσµος Incofruit Hellas . Σύµφωνα µε αυτά, φαίνεται πως η Βρετανία αντιπροσώπευε το 6,8% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών φρουτολαχανικών. Τα κυριότερα εξαγόµενα στο ΗΒ προϊόντα είναι τα επιτραπέζια σταφύλια, οι σταφίδες, τα καρπούζια τα ακτινίδια αλλά και οι κοµπόστες και τα παρασκευάσµατα ντοµάτας. Όπως επισηµαίνει
ο ειδικός σύµβουλος του Συνδέσµου Γιώργος Πολυχρονάκης, «µετά τη διαµόρφωση αυτής της κατάστασης, απαιτούνται µέτρα από την Πολιτεία για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τοµέα, που είναι η µεγάλη πρόκληση που αντιµετωπίζει, δεδοµένης της διαφοράς στο κόστος σε σύγκριση µε τρίτες χώρες και στις αποδόσεις σε σύγκριση µε τις χώρες της ΕΕ».
Source link
Κοινοποιήστε το:
Διαβάστε Επίσης