Μελετίου ιεροδιακόνου του Βατοπαιδινου Λόγος και διήγηση για την εύρεση του λειψάνου του οσίου Ευδόκιμου του Νεοφανούς (2)
Συνέχεια από (1)
Η θέση του λειψάνου
Η θέση του λειψάνου ήταν η εξής. το κρανίο ήταν όλο φαλακρό τοποθετημένο πάνω στους σπονδύλους του αυχένα. Το υπόλοιπο σώμα ήταν ντυμένο με κάποιο βαμβακερό χιτώνα. Τα οστά ήταν κοντά το ένα στο άλλο, συγκρατημένα σε άλλα μέρη από τους τένοντες και σε άλλα μέρη από ένα λεπτό δέρμα του περιοστέου. Ολόκληρο το σώμα στηριζόταν στον αριστερό ώμο και μηρό και ήταν στραμμένο προς ανατολάς βλέποντας προς τον τοίχο του παλαιου καμαρωτου Κοιμητηρίου. Οι κνήμες ακουμπουσαν στα μηριαία οστά και τα γόνατα στα πλευρά. (Όπως δηλαδή γονατίζουμε για να κάνουμε εδαφιαίες μετάνοιες). Τα χέρια του ήταν τοποθετημένα πάνω στο στήθος σε σχήμα σταυρου. Κάτω δε από το δεξί χέρι βρισκόταν μια παλιά εικόνα, πού φαινόταν να είναι της Θεοτόκου Βηματαρίσσης.
Αφου λοιπόν βρέθηκε το άγιο λείψανο σε αυτή τη στάση και γέμιζε με πολύ μεγάλη ευωδία το χώρο, αυτό έκανε και τους εργάτες και τον επόπτη Ιάκωβο να θαυμάζουν. Το γεγονός γνωστοποιήθηκε στον επίτροπο Φιλάρετο και στους άλλους πατέρες της Μονής.
Θαυμασμός για τον νεοφανέντα Άγιο
Τότε βρίσκονταν στο Βατοπαίδι και δύο Αρχιερείς. Ο πρώην Σμύρνης Χρύσανθος,- εξόριστος γιατί έγραψε κατά των Λουθηρανών και Καλβινιστών-, και ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδριανουπόλεως Γρηγόριος. Ήλθαν οι Αρχιερείς, ο Επίτροπος και άλλοι και αφου είδαν το λείψανο στη θέση πού περιγράψαμε κοίταζαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί και θαυμάζαν για την εκπεμπόμενη ευωδία.
Τότε είπε ο Σμύρνης Χρύσανθος.
«Γιατί θαυμάζετε σιωπηλοί, σεβαστοί Πατέρες; Με θαυμα δεν μάς φανέρωσε ο Θεός την αγιότητα αυτου του Πατέρα, του οποίου βλέπομε το λείψανο και οσφραινόμαστε ουράνιο ευωδία; Ποιός άλλος, παρά ο Θεός μας, γέμισε με αυτό τον τρόπο το λείψανο με μυρον; Ποιός άλλος το έλουσε με τέτοια θεϊκή ευωδία, η οποία ξαπλώνεται σε όλον το γύρω μας χώρο; Πώς είναι δυνατόν τα οστά και οι σαπισμένες σάρκες να βγάζουν τέτοια ευωδία; Ακόμη και ο Λάζαρος, πού κλείσθηκε τέσσερεις μέρες στον τάφο, έβγαζε δυσοσμία, όπως μαθαίνομε από το Ευαγγέλιο. «Κύριε, ήδη όζει· είναι τέσσερεις μέρες (στόν τάφο)». Και πράγματι έτσι συμβαίνει. Γιατί και τα ίδια τα οστά, όταν διαλυθεί το σώμα, έχουν μια γήϊνη, υπόσαρκη και ανυπόφορη δυσοσμία. Αυτό όμως το λείψανο γεμίζει την αναπνοή μας με μυρο. Αυτό το διαπιστώνουμε και από τα άλλα οστά πού είναι γύρω και δίπλα απ’ αυτό του Αγίου και ιδιαίτερα από όσα βρίσκονται μακριά του, τα οποία δεν έχουν καθόλου τέτοια ευωδία. Γιατί όσα βρίσκονται κοντά του πήραν λίγη από την ευωδία του.
Ας μην απιστουμε λοιπόν, στο θεϊκό θαυμα, με το οποίο φανερώνεται σε μάς από τον Θεόν ότι αυτό είναι λείψανο Αγίου. Ας μην απιστουμε, επαναλαμβάνω, στο θαυμα, γιατί πρόκειται για πραγματικό θαυμα, για τους λόγους, πού είπα προηγουμένως. Αλλά να δοξάσομε τον Θεόν, πού πάντοτε γίνεται θαυμαστός διά των αγίων του και ας τιμήσωμεν τον Άγιο του».
Ενώ τα έλεγε αυτά συμφώνησαν μαζί του ο Αδριανουπόλεως Γρηγόριος και όλοι οι παρευρισκόμενοι και αναφώνησαν: «Είναι μεγάλος ο Θεός των χριστιανών». Και αφου δόξασαν τον Θεό, μετέφεραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο στο ναό των Αγίων Αποστόλων, πού βρίσκεται πάνω από το παλαιό κοιμητήριο. Επέστρεψαν στη Μονή δοξολογώντας και πάλι τον Θεό για το θαυμα, έχοντας στη σκέψη τους το νεαφανέντα Άγιο και όσα συνέβησαν.
Ο Άγιος ονομάζεται «Ευδόκιμος»
Την επομένη ημέρα, συγκεντρώθηκαν οι διοικουντες μαζί με τον επίτροπο Φιλάρετο και σκέπτονταν μαζί με τους γηραιότερους και περισσότερο σεβαστούς πατέρες της Μονής αφ’ ενός για το όνομα του Αγίου, πού δεν γνώριζαν –διότι δεν ήθελαν να τιμουν χωρίς όνομα τον νέο Άγιο της Μονής τους– και αφ’ ετέρου πώς βρέθηκε σε τέτοια θέση αυτό το άγιο λείψανο μέσα στο Κοιμητήριο περιτριγυρισμένο από πολλά οστά, πού ήταν τοποθετημένα γύρω και πάνω του χωρίς τάξη.
Και όσον αφορά το όνομα του Αγίου μετά από συζήτηση θεώρησαν όλοι εύλογο να δώσουν σ’ αυτόν κάποιο προσωρινό όνομα, επειδή αποφάσισαν να τελέσουν και αγρυπνία εξ αιτίας της ευρέσεως του αγίου λειψάνου και να δοξολογήσουν τον Θεό, πού μάς τον φανέρωσε με θαυμα.
Ομόφωνα, λοιπόν, αποφάσισαν να τον ονομάσουν «Ευδόκιμον», λέγοντας ότι ο Θεός ευδόκησε να θαυματουργήσει σε μάς, στη δική μας εποχή, πού περιφρονείται η χριστιανική ευσέβεια και η πίστη, ώστε να επαναφέρει όλους τους χριστιανούς στο δρόμο του, επειδή αυτοί αφου απομακρύνθηκαν από αυτόν, ζουν άθλια μέσα στην αμαρτία και προετοιμάζουν την αιώνια τιμωρία τους. Εμάς δε πού διαλέξαμε τη μοναχική ζωή να παρακινήσει στη μίμηση της ενάρετης ζωής, η οποία προκαλεί τον αγιασμό.
Είπαν δε ότι «άν τον Άγιο δεν τον ευχαριστεί να εγκωμιάζεται με το όνομα «Ευδόκιμος», ας ευδοκήσει αυτός να κάνει γνωστό το πραγματικό του όνομα». Αν όμως του αρέσει και δέχεται το όνομα αυτό, πού είναι κατάλληλο στην εποχή μας, γιατί φανερώνει την θεία θέληση για τη σωτηρία των χριστιανών, πού βρίσκονται στη πλάνη, ας δεχθεί την ονομασία πού του δώσαμε. «Ναί, Άγιε», είπαν «σου δώσαμε αυτό το όνομα κινούμενοι από ευσεβή προαίρεση». Έτσι, λοιπόν, το όνομα «Ευδόκιμος» με ομόφωνη γνώμη των μοναχών του Βατοπαιδίου και των δύο παρευρεθέντων αρχιερέων επικυρώθηκε επίσημα στον Άγιο.
Πώς βρέθηκε το λείψανο του Αγίου στο Κοιμητήριο;
Πολλές γνώμες ειπώθηκαν για εξηγήσουν το πώς βρέθηκε, στη θέση πού είπαμε παραπάνω, το λείψανο του αγίου. Έγινε δεκτή όμως, ως πιο ορθή και λογική η γνώμη του γραμματέα Νικηφόρου, ο οποίος είπε:
«Ο Άγιος αν και προέβλεψε την ώρα του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανένα αδελφό της Μονής. Πήρε στην αγκαλιά του την σεβάσμια εικόνα (τής Θεοτόκου), βγήκε κρυφά από το μοναστήρι, μπήκε στο σκοτεινό κοιμητήριο –θεωρώντας ότι έτσι θα διέφευγε της προσοχής– και αφου είπε τό: «Κύριε, στα χέρια σου παραδίδω το πνευμα μου», άφησε την τελευταία του πνοή και ανέβηκε στις αιώνιες Μονές».
Αυτή, λοιπόν, η γνώμη επικυρώθηκε από όλους και φάνηκε να είναι εμπνευσμένη από το Θεό, γιατί και τα γεγονότα φαίνονταν ότι έτσι έγιναν στην πραγματικότητα. Γιατί, αν ο Άγιος θαβόταν κατ’ αρχάς έξω από το Κοιμητήριο, πώς δεν αισθάνθηκαν την ευωδία του αγίου λειψάνου αυτοί πού το ξέθαψαν και το μετέφεραν μέσα στο κοιμητήριο κατά την ανακομιδή; Πώς δεν απόρησαν βλέποντας το λείψανο να είναι ακόμα ντυμένο με ρουχα, τα οστά να είναι ενωμένα και να έχει στην αγκαλιά του την ιερή εικόνα; Πώς το γεγονός αυτό πέρασε απαρατήρητο, χωρίς να πουν κάτι ή να το γράψουν στον νεκρώσιμο κατάλογο; Ούτε για την εικόνα, ούτε για το λείψανο, ούτε για το ένδυμά του μίλησε κανείς, πράγμα εντελώς ανεξήγητο.
Εάν πάλι υποθέσομε ότι τον έθαψαν στο σκοτεινό Κοιμητήριο, πώς τον τοποθέτησαν μαζί με την εικόνα και γιατί τον έβαλαν μόνον αυτόν εκεί, στο χώρο πού μάζευαν τα οστά των πατέρων και τα τοποθετουσαν σωριασμένα χωρίς τάξη; Είναι απίθανο και δεν φαίνεται εύλογο να θάπτονταν τα σώματα των κοιμηθέντων πατέρων εκεί· επειδή το νεόκτιστο αυτό κοιμητήριο ενωνόταν με ένα παράθυρο με το παλιό και κάτω από το ναό καμαρωτό κοιμητήριο, και μόνο από αυτό (το παράθυρο) μπορουσε να μπεί κάποιος στο μικρό και νεόκτιστο.
Αλλά και αυτό να το δεχθουμε, αν και είναι απίθανο, πώς όταν έμπαιναν και τοποθετουσαν τα νεκρά σώματα δεν έβλεπαν το λείψανο, πού βρισκόταν εκεί, σ’ αυτή τη στάση; Γιατί δεν μπορούσαν να μπαίνουν στα σκοτεινά, αλλά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν φώς, όταν τοποθετουσαν τα σώματα. Και επί πλέον το ότι τα οστά των άλλων πατέρων βρίσκονταν σωριασμένα χωρίς τάξη αναιρεί πλήρως την πιθανότητα να θάβονταν οι κεκοιμημένοι πατέρες εκεί. Για όλους τους παραπάνω λόγους φάνηκε αληθινή, και έγινε δεκτή, χωρίς αντίρρηση, η γνώμη του γραμματέα Νικηφόρου.