Τρία χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας Άγκυρας- Μόσχας για προμήθεια των συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας S-400 και πάνω από ένα χρόνο από την παραλαβή τους, οι ΗΠΑ πήραν την απόφαση να επιβάλουν κυρώσεις κατά του στρατιωτικού οργανισμού προμηθειών της Τουρκίας και τεσσάρων ανώτερων αξιωματούχων. Συγκεκριμένα, επιβλήθηκαν κυρώσεις σε βάρος του προέδρου Διεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας της τουρκικής Προεδρίας της Δημοκρατίας (SSB) Ισμαήλ Ντεμίρ και εναντίον τριών ακόμη Τούρκων εργαζομένων. Οι κυρώσεις αυτές, όντας ήπιες για την καταβεβλημένη οικονομία της χώρας, δεν παύουν να θέτουν εμπόδια στην ομαλή παραγωγή της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Την ίδια ώρα, όμως, η παραπλανητική ηπιότητα των κυρώσεων δεν μπορεί να κρύψει το ισχυρό μήνυμα που φέρουν: Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο αμερικανικός νόμος CAATSA εναντίον ενός μέλους του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, την εξελισσόμενη αυτή ένταση και τις συνέπειές της, δεν θα έχει να αντιμετωπίσει ο «ηθικός αυτουργός», όπως τον χαρακτηρίζουν οι επικριτές του, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, από τις πρώτες κιόλας ημέρες της διακυβέρνησής του.
Η φύση των κυρώσεων
Ενδεικτική της φύσης και της ποιότητας των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Τουρκίας ήταν η αντίδραση των ξένων επενδυτών και των αγορών μετά την ανακοίνωσή τους. Ουσιαστικά οι κυρώσεις ήταν πολύ ήπιες, με τους επενδυτές να είναι σε θέση να αγνοήσουν το θέμα των S-400, αφού δεν θα έχει καμιά οικονομική επίπτωση για τη χώρα.
Η αταραξία της τουρκικής λίρας απέναντι στο δολάριο μετά την επιβολή των κυρώσεων κατέστησε ακόμα πιο σαφές ότι δεν πρόκειται παρά μόνο για μια συμβολική κίνηση. Συγκεκριμένα, γύρω στις 10:55 π.μ. ώρα Κύπρου την Τρίτη η ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου παρέμεινε σταθερή στο 7,8485, διατηρώντας τα κέρδη 1% της Δευτέρας, μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ. Ο φόβος για αυστηρές κυρώσεις ήταν διάχυτος εδώ και χρόνια στους ξένους επενδυτές, οι οποίοι ανησυχούσαν ότι κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε την τουρκική οικονομία. Αν και έχασε σχεδόν το 25% της αξίας της φέτος, η τουρκική λίρα διαπραγματεύτηκε σταθερά έναντι του δολαρίου μετά την ανακοίνωση.
Αναλυτές, συγκρίνοντας την ένταση των κυρώσεων με άλλες χώρες, αναφέρουν ότι εάν οι κυρώσεις κατά του Ιράν αξιολογούνται 10/10 σε αυστηρότητα, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας 3/10, τότε αυτές της Τουρκίας είναι λιγότερο από 0,5/10. Αυτό δείχνει ότι η Ουάσιγκτον απέφυγε μια σειρά από δυνητικά πολύ πιο σημαντικές κυρώσεις, αν και δεν αποκλείεται να παραμείνουν στην αμερικανική εργαλειοθήκη, έστω και ως μορφή πίεσης προς τον Ερντογάν.
Οι αντιδράσεις της Άγκυρας
Παρά τις ήπιας μορφής κυρώσεις που δέχθηκε, η Άγκυρα δεν παρέβλεψε τον υψηλό συμβολισμό της αμερικανικής αυτής κίνησης. Ουσιαστικά πρόκειται για κυρώσεις εναντίον ενός κράτους μέλους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, γεγονός που καταδεικνύει τη σοβαρότητα που επιδεικνύουν οι ΗΠΑ στην «ανυπακοή» της Τουρκίας.
Η Άγκυρα χαρακτήρισε τις κυρώσεις ως «ολέθριο λάθος», απειλώντας μάλιστα ότι θα προβεί σε αντίποινα, εάν οι ΗΠΑ δεν ανακαλέσουν άμεσα την απόφασή τους. Η τουρκική διπλωματία χαρακτήρισε τις αμερικανικές κυρώσεις «ανεξήγητες» και υποστήριξε ότι ο ισχυρισμός των ΗΠΑ, ότι οι S-400 θα δημιουργήσουν πρόβλημα στα συστήματα του ΝΑΤΟ, στερείται τεχνικής βάσης, ενώ κατηγόρησε την Ουάσιγκτον ότι αρνήθηκε να αποδεχθεί «την πρότασή για επίλυση του ζητήματος μέσω διαλόγου».
Αίσθηση προκάλεσε μάλιστα ο ιδιαίτερα επιθετικός τόνος του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών στην κατακλείδα πρόταση της ανακοίνωσης: «Καλούμε τις ΗΠΑ να αναθεωρήσουν το σοβαρό λάθος τους και να ανακαλέσουν την απόφασή τους το συντομότερο δυνατό».
Των σφοδρών αντιδράσεων της Άγκυρας είχε προηγηθεί η δήλωση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ο οποίος κατέστησε σαφές ότι η επιβολή των κυρώσεων στην Τουρκία ήρθε ως απότοκο του κινδύνου που συνιστούν οι S-400 τόσο για την ασφάλεια της στρατιωτικής τεχνολογίας και του προσωπικού των ΗΠΑ όσο και του ίδιου του ΝΑΤΟ συνολικά. Τόνισε ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανεχθούν «σημαντικές συναλλαγές με τους τομείς της άμυνας και των μυστικών πληροφοριών της Ρωσίας», ενώ σε αντίθεση με το επιθετικό κλείσιμο του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, η δήλωση του Πομπέο έκλεισε με τη φράση «η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος και ένας σημαντικός περιφερειακός εταίρος ασφάλειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιδιώκουμε να συνεχίσουμε την παραγωγική μας συνεργασία δεκαετιών στον τομέα της άμυνας».
Η «ευθύνη» Τραμπ
Ειδικοί, αν και αναγνωρίζουν ότι η Τουρκία είχε περάσει τις κόκκινες γραμμές αγοράζοντας το σύστημα S-400, θεωρούν ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το τελικό αποτέλεσμα φέρει η διοίκηση Τραμπ. Ενώ αποδίδουν στην Άγκυρα ένα στρατηγικό λάθος, στον Τραμπ ασκείται έντονη κριτική για άτσαλη διπλωματία και ασυνεπείς παρεμβάσεις, οι οποίες ουσιαστικά ενθάρρυναν τον Ερντογάν να συνεχίσει τη λανθασμένη του πορεία προς τις αγκάλες της Ρωσίας.
Σε τελική ανάλυση, ο Αμερικανός Πρόεδρος υποστήριζε δημόσια τα επιχειρήματα της Τουρκίας για την αγορά του συστήματος S-400, προστατεύοντάς την από τις κυρώσεις του Κογκρέσου, ενώ παρασκηνιακά υποσχόταν να περιορίσει αυτήν την πίεση. Μάλιστα, δικαιολογούσε την απόφαση της Άγκυρας, υποστηρίζοντας ότι «ήθελε να αγοράσει το δικό μας σύστημα Patriot και η κυβέρνηση του Ομπάμα δεν τους έδινε».
Κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο χρόνων της διακυβέρνησης του Τραμπ, παρά τις προκλήσεις της Τουρκίας, ο πλανητάρχης δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει τον θαυμασμό του για τον Ερντογάν. «Μου αρέσει η Τουρκία και τα πάω πολύ καλά με τον Πρόεδρο», είχε πει μετά από τη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο το 2019. Αυτή η στάση θεωρείται ότι ενθάρρυνε τον Ερντογάν να συνεχίσει τη δράση του σε βάρος του ΝΑΤΟ. Στις τηλεδιασκέψεις που ακολούθησαν της αγοράς των S-400, οι πληροφορίες ήθελαν τον Τραμπ να παραμένει ουδέτερος επί τους θέματος.
Έτσι, οι κυρώσεις δεν είναι τυχαίο που έφτασαν τόσο αργά, στο τελείωμα της διοίκησης Τραμπ, η οποία αφήνει «κληρονομιά» στον Τζο Μπάιντεν την ακανθώδη διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία.
Το μπαλάκι στον Μπάιντεν
Αν και οι κυρώσεις δεν είναι σκληρές, δεν αναιρείται το γεγονός ότι αποτελούν μέτρα κατά ενός μέλους του ΝΑΤΟ και υποδεικνύουν την απόσταση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και των Δυτικών συμμάχων της.
Αυτήν την πραγματικότητα θα έχει να αντιμετωπίσει με το καλημέρα ο Μπάιντεν όταν αναλάβει τα ηνία της χώρας τον επόμενο μήνα. Ουσιαστικά, θα πρέπει να βρει τη μαγική συνταγή, ώστε με κάποιον τρόπο οι S-400 να μην αποτελούν πρόβλημα στις σχέσεις ΗΠΑ- Τουρκίας.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι κυρώσεις, αν και δεν επηρεάζουν την οικονομία της χώρας, δημιουργούν προβλήματα στον αμυντικό τομέα, τον οποίο ο Ερντογάν προσπαθεί να αναπτύξει . Σύμφωνα με ειδικούς, η Τουρκία είναι να θέση να παράγει θωρακισμένα οχήματα, τανκς, ελικόπτερα και drones , όμως χρειάζεται ανταλλακτικά από το εξωτερικό, όπως ηλεκτρονικά εξαρτήματα και αισθητήρες. Λόγω του φόβου των αμερικανικών κυρώσεων οι εταιρείες της Δύσης ενδέχεται να μην υπογράψουν νέα συμβόλαια με τουρκικές εταιρείες. Αν και αυτό δεν είναι αρκετό για να καταρρεύσει η τουρκική στρατιωτική βιομηχανία, αναλυτές συμφωνούν ότι θα αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα.
Σε κάθε περίπτωση, κομβικής σημασίας αναμένεται να είναι η αντίδραση της Άγκυρας και πιο συγκεκριμένα εάν θα ακολουθήσει τον δρόμο των αντιποίνων ή της επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ. Ήδη ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, έθεσε ως όρο στην εξομάλυνση των σχέσεων των δυο χωρών την εκπλήρωση των προσδοκιών της Άγκυρας στην πολιτική τους απέναντι στη Συρία.
Αν και ο Μπάιντεν έδειξε σημάδια για μια πιο αυστηρή προσέγγιση προς την Τουρκία, επικαλούμενος την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν αποκλείεται να επικρατήσει τελική η θέση για ανοικοδόμησης της σχέσης με την Τουρκία, αφού θεωρείται σημαντικός στρατηγικός εταίρος για τις ΗΠΑ και κρίνεται αναγκαία η απομάκρυνσή της από την επιρροή του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Σημερινή