Αυτό ανακοίνωσε χθες στη Σύνοδο Πρυτάνεων η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, δηλώνοντας στο τέλος της συνόδου ότι εισέπραξε την ομοφωνία των πρυτάνεων.
Ειδικότερα, ο σχεδιασμός του υπουργείου Παιδείας προβλέπει:
- Ορισμός βάσης εισαγωγής η οποία θα προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων καθενός εκ των τεσσάρων επιστημονικών πεδίων. Στη συνέχεια, τα τμήματα ΑΕΙ θα έχουν τη δυνατότητα να προσαυξήσουν αυτή τη βάση. Σύμφωνα με τον έως τώρα σχεδιασμό του υπουργείου, το εύρος του συντελεστή ορίστηκε από 0,65 έως 1,10, χωρίς ωστόσο να έχει «κλειδώσει» το θέμα, όπως ανέφερε χθες η υπουργός κ. Κεραμέως στους πρυτάνεις.
Ενα παράδειγμα, με βάση τα δεδομένα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2020: Ο μέσος όρος των υποψηφίων των Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορικής (4ο επιστημονικό πεδίο) στα Μαθηματικά ήταν 6,52. Εάν υποθέσουμε ότι ο ίδιος μέσος όρος ήταν και για τα τέσσερα μαθήματα του επιστημονικού πεδίου, με συντελεστή 0,65 (όπως θα τον επέλεγαν τα τμήματα ΑΕΙ) ο μέσος όρος του 4ου πεδίου θα έπεφτε στο 4,22. Αν ο συντελεστής ήταν 0,8 ο υποψήφιος θα χρειαζόταν μέσο όρο 5,21, ενώ αν ο συντελεστής οριζόταν στο 1,10, ο υποψήφιος θα χρειαζόταν μέσο όρο 7,17.
- Θα υπάρχουν δύο γύροι συμπλήρωσης μηχανογραφικών δελτίων. Στον πρώτο γύρο οι υποψήφιοι θα μπορούν να δηλώσουν περιορισμένο αριθμό σχολών, ώστε να είναι πιο συνειδητή η επιλογή τους, σε αντίθεση με σήμερα που μπορούν να δηλώσουν έως και 260 σχολές.
Στον δεύτερο γύρο, όσοι δεν εισήχθησαν στον πρώτο θα μπορούν να επιλέξουν μεταξύ των σχολών με κενές θέσεις. Ετσι όμως, μεταξύ δύο υποψηφίων μπορεί να εισαχθεί εκείνος με τις λιγότερες μονάδες εάν στοχεύσει στον πρώτο γύρο σχολές με χαμηλότερη βάση, έναντι του άλλου υποψηφίου που έχει περισσότερα μόρια αλλά «έχασε» τις υψηλόβαθμες σχολές της επιλογής του.
Η πρόταση για τη βάση εισαγωγής μοιάζει με εκείνη που έκανε το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ το 2005, «να οριστεί ως βάση η κατ’ έτος προκύπτουσα μέση τιμή του δείκτη πρόσβασης/ανά κατεύθυνση και επιστημονικό πεδίο μείον 1.000-1.400 μόρια (αριθμός που αντιστοιχεί σε διάστημα 2 διασπορών)», όπως έλεγε η σχετική ανακοίνωση.
«Χωρίς να χαράξουμε μια εκπαιδευτική πολιτική που να αναβαθμίζει συνολικά το επίπεδο σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση, τα όποια μέτρα επιλεγούν για να “εξωραΐσουν την εικόνα” θα διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, θα πλήττουν πάντα τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους», σχολίασε χθες στην «Κ» ο κ. Νίκος Παΐζης, επιστημονικός σύμβουλος του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ.
Αλλαγές από το 1964 και προτάσεις που έμειναν στα χαρτιά
Από το 1964 έως σήμερα έχουν γίνει περίπου 40 μικρές ή μεγάλες αλλαγές στα συστήματα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ειδικότερα, το σύστημα εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το 1973 ήταν ουσιαστικά αυτό που ισχύει από το 1967.
Για το ακαδημαϊκό έτος 1974-75, ο νόμος που ισχύει είναι ο 237/69, όπως εφαρμόζεται με επουσιώδεις αλλαγές. Από το 1975 έως και το 1980 οι αλλαγές που γίνονται αφορούν κυρίως τους κύκλους των σχολών. Την περίοδο 1981-83 οι εξετάσεις αλλάζουν εντελώς μορφή και ονομάζονται πανελλήνιες εξετάσεις τύπου Α΄ και τύπου Β΄ με βάση τον νόμο 1035/1980, τύπου Α΄ (Φιλολογικός, Νομικός, Θεολογικός) και τύπου Β΄ (Φυσικομαθηματικός, Πολυτεχνικός, Ιατρικός). Μεταβατικά ίσχυαν και οι εξετάσεις παλαιού τύπου.
Από το 1983 έως το 1999 καθιερώθηκε το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων, το σύστημα των «Δεσμών» όπως ονομάστηκε, το οποίο ήταν το μακροβιότερο που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα με επιμέρους αλλαγές το 1988 και το 1991.
Το 1997 ξεκινάει η μεταρρύθμιση επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη, η οποία έγινε νόμος το 1999.
Ετσι, από το 2000 η εισαγωγή στα ΑΕΙ γίνεται με εξετάσεις, στο πλαίσιο του Ενιαίου Γενικού Λυκείου. Οι πρώτες εξετάσεις ήταν σε 14 σχολικά μαθήματα, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, καθώς οι μαθητές επιβαρύνθηκαν ενώ και οι γονείς διαμαρτύρονταν, αφού η αύξηση του αριθμού των εξεταζόμενων μαθημάτων οδήγησε σε αύξηση των εξόδων για τα φροντιστήρια προετοιμασίας των υποψηφίων.
Γι’ αυτό λοιπόν δεν άργησε να αρχίσει το… ξήλωμα του συστήματος Αρσένη. Ετσι, το 2001 τα 14 εξεταζόμενα μαθήματα περιορίζονται σε εννέα. Ακολουθεί το 2006, όταν ο αριθμός των εξεταζόμενων μαθημάτων μειώθηκε σε έξι, ενώ έπαψε να μετράει και ο προαγωγικός βαθμός της Β΄ Λυκείου, στην περίπτωση που ήταν χαμηλότερος εκείνου της Γ΄ Λυκείου. Το 2006 θεσμοθετείται η βάση του 10 ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το 2009 καταργείται η βάση εισαγωγής. Το 2013 καθιερώνεται νέα δομή στο λύκειο και απολυτήριες-εισαγωγικές εξετάσεις σε 4 μαθήματα.
Από το 2000 η εισαγωγή στα ΑΕΙ γίνεται με εξετάσεις στο πλαίσιο του Ενιαίου Γενικού Λυκείου.
Εκτοτε, δεν έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στο σύστημα εξετάσεων, η δομή του οποίου είναι η εξής: Οι υποψήφιοι χωρίζονται σε επιστημονικές κατευθύνσεις και εξετάζονται σε τέσσερα μαθήματα ανάλογα με το επιστημονικό πεδίο σχολών στο οποίο θέλουν να εισαχθούν. Μάλιστα, παρά τις κυβερνητικές αλλαγές και τα εξεταζόμενα μαθήματα παραμένουν τα ίδια, πλην της αντικατάστασης των Λατινικών από την Κοινωνιολογία που αποφάσισε ο τέως υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου και εξετάστηκε φέτος. Ωστόσο, από το 2021 τα Λατινικά θα επιστρέψουν με απόφαση της νυν υπουργού Νίκης Κεραμέως.
Σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ συνιστούν και οι αλλαγές που σχεδιάστηκαν αλλά δεν υλοποιήθηκαν, είτε διότι δεν πρόλαβε η τότε κυβέρνηση να τις προχωρήσει, είτε διότι ενώ ψηφίστηκαν δεν εφαρμόστηκαν, καθώς τις κατάργησε η επόμενη κυβέρνηση.
Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη με την πρόταση επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου για εισαγωγή υποψηφίων σε ορισμένα τμήματα χωρίς εξετάσεις μόνο με τον βαθμό του απολυτηρίου. Η ρύθμιση υλοποιούσε την εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ, εν μέρει φυσικά αφού η εισαγωγή χωρίς εξετάσεις θα αφορούσε τμήματα χαμηλής ζήτησης σε περιφερειακά ΑΕΙ. Η ρύθμιση καταργήθηκε από τη νυν υπουργό Νίκη Κεραμέως.
Πηγή: kathimerini.gr