Γράφει ο Βασίλειος Λ. Κωνσταντινόπουλος
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Η άρνηση της USAF στο αίτημα της Ελλάδος για άμεση παράδοση έξι μεταχειρισμένων αεροσκαφών F-35 ή μερικών αεροσκαφών της τουρκικής παραγγελίας, άρνηση η οποία επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη δήλωση του κατά τα άλλα φιλέλληνα αμερικανού πρεσβευτή, Τζέφρυ Πάιατ, επανέφερε δραματικά στην πραγματικότητα τους αιθεροβάμονες εκείνους υπέρμαχους μέχρι δουλικότητας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Όσοι, δυστυχώς, πιστεύουν ότι η εξωτερική πολιτική της Αμερικής ασκείται με βάση τις πολιτιστικές συγγένειες, δεν γνωρίζουν προφανώς ότι το βαθύ αμερικανικό κράτος χαράσσει την πολιτική του επί συγκεκριμένων γεωπολιτικών επιλογών, οι οποίες προτάσσουν δυστυχώς τα συμφέροντα της Τουρκίας από τα αντίστοιχα ελληνικά συμφέροντα.
Επειδή, ως γνωστόν, το συμφέρον είναι αυτό που κυριαρχεί στις διεθνείς σχέσεις, είναι ασύγγνωστη αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι η εξωτερική πολιτική της Αμερικής μπορεί να αλλάξει δραστικά με την αλλαγή του Προέδρου της.
Αν το βαθύ αμερικανικό κράτος ελαύνεται από τη θεωρία που έχει επικρατήσει τη δεκαετία του 1980 περί ισορροπίας δυνάμεων Ελλάδος-Τουρκίας αναλογικά 7 προς 10, αυτό οφείλεται στην επίδραση του ψυχροπολεμικού κλίματος, το οποίο ενίσχυε για λόγους στρατηγικής σκοπιμότητας την Τουρκία.
Έχοντας συνείδηση της επιλεκτικής αυτής μεταχείρισης από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ η Τουρκία εκδήλωσε τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια, διεκδικώντας το Αιγαίο, το Καστελόριζο, την Κύπρο και κυριαρχώντας στην Ανατολική Μεσόγειο με την υπεροπλία που οι σύμμαχοι όλα αυτά τα χρόνια της εξασφάλισαν, είτε με πωλήσεις είτε με συμπαραγωγές. Παρ’ όλο μάλιστα που οι γεωπολιτικές συνθήκες έχουν αλλάξει μετά το 1989 και η γεωπολιτική ως εκ τούτου σημασία της Τουρκίας έχει οπωσδήποτε απομειωθεί, συνεχίζει αυτή να απολαμβάνει προνομιακών σχέσεων εκ μέρους των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών με προεξάρχουσα τη Γερμανία και συνοδοιπόρους την Ιταλία και την Ισπανία. Οι λόγοι είναι προφανείς. Οι οικονομικές σχέσεις που έχει αναπτύξει η Τουρκία με αυτές τις χώρες στο πλαίσιο μιας αμυντικής διπλωματίας, έχουν δημιουργήσει ένα status συμφερόντων και σταθερής υποστήριξης της Τουρκίας.
Το ΝΑΤΟ ακολουθεί κατά κανόνα τις εντολές των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Γερμανίας, παραδοσιακών φίλων της Τουρκίας και επομένως δεν αναμένεται δραστική ποιοτική μεταβολή, αλλά μόνον ποσοτική στο επίπεδο των σχέσεων των χωρών αυτών με την Τουρκία. Έτσι είναι απίστευτη ελαφρότητα να πιστεύει κανείς σε εμπάργκο από τις χώρες αυτές προς την Τουρκία.
Στην πρόσφατη μάλιστα ελληνοτουρκική κρίση που συνεχίζεται αμείωτα, λόγω της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, το ΝΑΤΟ, ένας οργανισμός, ο οποίος, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν έχει λόγο παρουσίας στην Ευρώπη, παρά μόνο τη διασφάλιση της αμερικανικής κυριαρχίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, την πώληση των προηγμένων οπλικών συστημάτων της Αμερικής στις ευρωπαϊκές χώρες και τη συστηματική παρεμπόδιση ανάπτυξης αυτόνομης αμυντικής ευρωπαϊκής ασπίδας, το ΝΑΤΟ έδειξε τη φιλοτουρκική πολιτική του. Και το 1974 με την τουρκική εισβολή, αλλά και έκτοτε ακολουθεί μια σταθερή τροχιά δήθεν μη επέμβασης που στην ουσία ευνοεί την Τουρκία.
Η τελευταία επίσης απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Τουρκία, την οποία οι ίδιες οι γερμανικές εφημερίδες ειρωνεύτηκαν, ο ίδιος ο Ερντογάν θεώρησε νίκη και η ελληνική κυβέρνηση επιτυχία, αποτυπώνει την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία με σκοπό τον σεβασμό εκ μέρους της των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος και της Κύπρου, κρατών μελών της. Η ακροτελεύτια μάλιστα παράγραφος της απόφασης, η οποία εξαρτά την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας από την αντίστοιχη απόφαση των ΗΠΑ, δεν συνιστά μόνο όρο υποτέλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εξόφθαλμη υπεκφυγή των ευθυνών της και παράλληλα θωπεία της επιθετικής τουρκικής πολιτικής.
Η Ελλάδα δύο φορές σε δύο ορόσημα της μεταπολεμικής ιστορίας της, το 1974, με την κατάληψη της Κύπρου, λόγω προδοσίας της Χούντας, και το 1996 με την υποχώρηση στα Ίμια, λόγω ανικανότητας της πολιτικής μας ηγεσίας, έχασε την ευκαιρία να θεμελιώσει με συμπαραγωγές και παραγωγές μια εθνική αμυντική βιομηχανία που θα έδινε τη δυνατότητα στη χώρα ανάπτυξης, κύρους και προπαντός σεβασμού των δικαιωμάτων της.
Ελπίζω αυτό το τρίτο ορόσημο της παρατεταμένης κρίσης με την Τουρκία να γίνει εφαλτήριο προς τη σωστή αμυντική κατεύθυνση, χωρίς παρακλήσεις και χωρίς εξαρτήσεις.
Η σημερινή ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας εγκυμονεί κινδύνους και για την ανεξαρτησία μας και για τη διεθνή ειρήνη. Η Ελλάδα, αν αρνηθούν οι ΗΠΑ, οφείλει να αναζητήσει από κοινού με την Κύπρο για την προάσπιση του Ενιαίου Εθνικού Αμυντικού Χώρου αλλού την προμήθεια προηγμένων οπλικών συστημάτων και να προωθήσει συμπαραγωγές και παραγωγές, χωρίς να έχει αναστολές για τις ενέργειές της. Οι σύμμαχοι, για τους οποίους η Ελλάδα έχυσε ποταμούς αιμάτων σε αντίστιξη με την Τουρκία που υπήρξε σταθερή σύμμαχος του ναζισμού, δεν μπορούν να μας εμπαίζουν άλλο. Μέχρι εδώ.