Η αποτυχία των τουρκικών αρχών να εμποδίσουν το ISIS να αποκτήσει απόθεμα εξελιγμένων όπλων κατά τη διάρκεια της συριακής σύγκρουσης εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση της Άγκυρας με ισλαμιστές εξτρεμιστές.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ερευνητικής Ομάδας Συγκρούσεων που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, το ISIS μπόρεσε να αποκτήσει ένα σημαντικό οπλοστάσιο εκρηκτικών, όπλων και drone μέσω μιας σύνθετης διαδικασίας προμηθειών η οποία πέρασε διαμέσου της Τουρκίας.
Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις σχετικά με τις αποστολές όπλων που πραγματοποιούνται στα τουρκικά σύνορα, το ISIS κατάφερε να αποκτήσει το δικό του πρόγραμμα παραγωγής όπλων στο Ιράκ και τη Συρία από το 2015-2019, μέσω των δεσμών του με άτομα και εταιρείες που εδρεύουν στη νότια Τουρκία, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Βρετανία.
Η έκθεση αναφέρει ότι στα πλαίσια του εξοπλιστικού του προγράμματος, το ISIS συνεργάστηκε με περισσότερες από 50 εταιρείες, σε περισσότερες από 20 χώρες, οι οποίες παρήγαγαν ή διένειμαν αγαθά τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούσε το ISIS για να κατασκευάσει βόμβες, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και αυτοσχέδια οπλικά συστήματα.
Τα υλικά αποκτήθηκαν από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Ισπανία, η Συρία και η Τουρκία.
Ένας από τους πιο εντυπωσιακά ευρήματα της έκθεσης είναι ότι το ISIS απέκτησε τεχνολογία όπλων, όπως δυνατότητες κατασκευής ανταλλακτικών για drone, παρόμοιο με το V-1 – τις «ιπτάμενες βόμβες» που έπεσαν στο Λονδίνο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η έκθεση αποκάλυψε ότι από το 2015 και έπειτα, οι τεχνικοί του ISIS «επιδίωξαν να αναπτύξουν μεγαλύτερα και ταχύτερα μη επανδρωμένα εναέρια σκάφη (UAV) που κινούνται με κινητήρες παλμών».
Ένας «πλήρως κατασκευασμένος παλμοαεριωθητής (pulse jet engine)» βρέθηκε σε νοσοκομείο που είχε καταλάβει η τζιχαντιστική οργάνωση στη δυτική Μοσούλη του Ιράκ, τον Σεπτέμβριο του 2017.
«Τα αεροσκάφη με παλμοαεριωθητή (pulse jet engine) είναι ένας τύπος μηχανής τζετ που αναπτύχθηκε αρχικά για βλήματα τύπου V-1 στα πλαίσια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου», πρόσθεσε η έκθεση, αναφερόμενη στο λεγόμενο «όπλο εκδίκησης» που αναπτύχθηκε από τη ναζιστική Γερμανία το 1944.
Χρησιμοποιώντας ιδιώτες και εταιρείες με έδρα στη Βρετανία και την Τουρκία, το ISIS αγόρασε ένα μεγάλο απόθεμα όπλων και εξοπλισμού καθώς συνέχιζε να καταλαμβάνει μεγάλες περιοχές σε Ιράκ και Συρία, και παρά τις «κόκκινες σημαίες» που θα έπρεπε να είχαν εμποδίσει τις αγοραπωλησίες, καταλήγει η έκθεση.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποίησαν μια εταιρεία – βιτρίνα με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο για να αγοράσουν κινητήρες αεριοστροβίλων για προηγμένα drones, οι οποίοι στη συνέχεια αποστέλλονταν σε μία εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στην Τουρκία. Μία διαφορετική εταιρία χρησιμοποιήθηκε για την αγορά ανταλλακτικών για αυτόματα αντιαεροπορικά όπλα, ενώ άλλες εταιρίες χρησιμοποιήθηκαν για την εισαγωγή υλικών για βόμβες.
Το μέγεθος του λαθρεμπορίου όπλων που πραγματοποιήθηκε στα τουρκικά σύνορα, ειδικά την περίοδο που το ISIS βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ισχύος του, αναπόφευκτα επαναφέρει στο επίκεντρο τη σχέση που διατηρεί η Άγκυρα με ισλαμιστικές ομάδες που εδρεύουν στη Συρία.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αρνείται συνεχώς τις κατηγορίες ότι η κυβέρνησή του διατηρούσε δεσμούς με το ISIS και ότι υποστήριξε τους ισλαμιστές εξτρεμιστές που μάχονται εναντίον του καθεστώτος του Σύριου δικτάτορα, Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Ωστόσο, αξιωματούχοι των δυτικών μυστικών υπηρεσιών πιστεύουν ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων, η Άγκυρα έκανε τα στραβά μάτια στις επιχειρήσεις λαθρεμπορίου του ISIS, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να αυξήσει την πίεση ενάντια στο καθεστώς του Άσαντ στη Δαμασκό.
Ο Ερντογάν έχει αναδειχθεί ως σημαντικός υποστηρικτής των ισλαμιστών εξτρεμιστών σε όλη τη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια. Η Άγκυρα έχει υποστηρίξει ενεργά ομάδες όπως η Χαμάς και η Μουσουλμανική Αδελφότητα, καθώς και ισλαμιστικές πολιτοφυλακές στη Λιβύη.
Πηγή: P. A. Turkey
Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα “Η Φωνή των Κούρδων”