Του Κώστα Ράπτη
Η ατζέντα του εξαμήνου υπήρξε υπερβολικά “βαριά”, ακόμη και για την Άγκελα Μέρκελ. Εξ ού και η γερμανική προεδρία στην Ε.Ε. ολοκληρώνεται χωρίς θεαματικά βήματα. Βρίσκεται ωστόσο, στην καρδιά της “μεθόδου Μέρκελ” η επιμονή σε μικρά βήματα, συμβιβαστικές λύσεις και εξαγορά χρόνου. Μιας μεθόδου που αφήνει τους πάντες ικανοποιημένους ή την ίδια στιγμή τους πάντες εξίσου ανικανοποίητους.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνέρχεται απόψε έχει σε πρώτη ανάγνωση φιλόδοξη θεματολογία, σχετική με τα μεγάλα πλανητικά προβλήματα και τη θέση της Ε.Ε. στον κόσμο: συντονισμός στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού μέσω εμβολίων, ενίσχυση των δεσμεύσεων για απεξάρτηση από τον άνθρακα ενόψει της κλιματικής μεταβολής, Πολιτική Νότιας Γειτονίας, κοινή αντιτρομοκρατική πολιτική κ.ο.κ.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αξιοπιστία των “27” κρίνεται γύρω από τρεις μεγάλες συγκρούσεις: αυτήν που προκαλεί το επαπειλούμενο βέτο Ουγγαρίας και Πολωνίας στον πολυετή κοινοτικό προϋπολογισμό (και άρα το Ταμείο Ανασυγκρότησης) λόγω της πρόβλεψης για τον μηχανισμό σεβασμού του κράτους δικαίου, αυτήν που γεννά η συμπεριφορά της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο (και η επιδίωξη Παρισίων, Αθηνών και Λευκωσίας για επιβολή νέων κυρώσεων στη χώρα του Ταγίπ Ερντογάν) και βέβαια αυτήν που προκύπτει από το θρίλερ της τελευταίας στιγμής στις διαπραγματεύσεις για την επόμενη μέρα του Brexit (και πάλι σε μεγάλο βαθμό λόγω των απαιτήσεων που προβάλλει η Γαλλία στα ζητήματα της αλιείας και της ρυθμιστικής εναρμόνισης).
Στο πρώτο μέτωπο η “μέθοδος Μέρκελ” έφερε ήδη τα αποτελέσματά της, καθώς Βουδαπέστη και Βαρσοβία κάνουν λόγο για “νίκη”, μετά την συμβιβαστική φόρμουλα που εκπονήθηκε την Τετάρτη (και θεωρείται βέβαιο ότι θα εγκριθεί και από τους “27 για τον φόβο της δημοσιονομικής παράλυσης) και διατηρεί μεν την φρασεολογία του μηχανισμού επιβολής χρηματοδοτικών ποινών σε περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων κράτους δικαίου, εξαιρώντας ωστόσο εκταμιεύσεις που εκκρεμούν από τον προηγούμενο πολυετή προϋπολογισμό και κυρίως δίνοντας τη δυνατότητα στο εκάστοτε θιγόμενο κράτος να προσβάλει τα εις βάρος του μέτρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Στο μέτωπο της Τουρκίας, το προσχέδιο του κειμένου συμπερασμάτων (το οποίο δεν αφήνει καθόλου ικανοποιημένη την ελληνική πλευρά) που απλώς “διευρύνει” τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα, καλεί τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ε.Ε. Ζοζέπ Μπορέλ να επεξεργαστεί επιλογές για επόμενα βήματα, σχετικά με τις οικονομικές σχέσεις των δύο πλευρών, και επί της ουσίας πετά τη μπάλα… πέραν του Ατλαντικού, με την επίκληση της ανάγκης συντονισμού με τις ΗΠΑ, δηλ. την νέα κυβέρνηση Μπάιντεν.
Απέναντι σε αυτά, η Τουρκία εμφανίζεται “αγέρωχη” επικαλούμενη αφενός την απόσυρση του ερευνητικού σκάφους Ορούτς Ρεϊς (και άρα εμφανίζοντας Αθήνα και Λευκωσία να “παραλογίζονται” ζητώντας κυρώσεις επί μη υφιστάμενου ζητήματος) και αφετέρου ανακαλύπτει και πάλι την “ευρωπαϊκή προοπτική” της, δηλώνοντας ότι η πλήρης ένταξη στην Ε.Ε. δεν έχει πάψει να αποτελεί στόχο της.
Όλα αυτά περιγράφουν μία εικόνα υπόγειας σύγκρουσης Βερολίνου και Παρισίων, η οποία διαψεύδει τις ελπίδες για επανεκκίνηση του γαλλογερμανικού άξονα μετά την ανακοίνωση της σύστασης του Ταμείου Ανασυγκρότησης, αλλά και στρατηγικής παράλυσης της ίδιας της Γερμανίας εν μέσω της ευρωπαϊκής “μεταβλητής γεωμετρίας” (“φειδωλοί” εναντίον “Νοτίων”, “Ανατολικοί” εναντίον παλαιών κρατών μελών κ.ο.κ.) πίσω από την οποία θέλησε να οχυρωθεί. Το γεγονός ότι το 2021 είναι για την χώρα της Άγκελα Μέρκελ εκλογική χρονιά δεν προιωνίζεται επίλυση του στρατηγικού ερωτήματος σύντομα.
ΠΗΓΗ: capital.gr