Οι εκδηλώσεις που οργανώθηκαν στα κατεχόμενα εδάφη για τη θλιβερή επέτειο της ανακήρυξης του παράνομου μορφώματος κορυφώθηκαν με την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν και πολλών άλλων Τούρκων αξιωματούχων στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων. Οι ενέργειες αυτές συνιστούν πρόκληση για τα αισθήματα των Ελληνοκυπρίων, ιδιαίτερα των εκτοπισθέντων. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις αρνητικές εξελίξεις, τις σκληρές πραγματικότητες, τα δύσκολα δεδομένα, καθώς και τους ευρύτερους συμβολισμούς. Το κύριο μήνυμα του επικεφαλής του κατοχικού καθεστώτος Ερσίν Τατάρ είναι ότι η λύση του Κυπριακού θα στηρίζεται σε δύο κυρίαρχα κράτη υπό μια κοινή στέγη. Η θέση αυτή παραπέμπει σαφώς προς μια συνομοσπονδία, όπου στα κύρια ζητήματα δεν θα λαμβάνεται καμιά απόφαση χωρίς την έγκριση της τουρκικής πλευράς. Πέραν τούτου και ο ίδιος ο Ερντογάν αναφέρθηκε σε δίκαιο καταμερισμό των υδρογονανθράκων. Προφανώς σε μια συνομοσπονδία ο ενεργειακός πλούτος θα είναι ένα από τα ζητήματα στο οποίο θα γίνεται κοινή διαχείριση και συνεκμετάλλευση.
Εν ολίγοις η Τουρκία δεν αρκείται στη διχοτόμηση. Σημειώνω ότι από διάφορες συνομιλίες που είχα διαχρονικά με ξένους διπλωμάτες, ακαδημαϊκούς και άλλες προσωπικότητες καθώς και μέσα από συστηματική μελέτη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, με βάση το υφιστάμενο ανισοζύγιο δυνάμεων, είναι δυνατό να προκύψει μια διευθέτηση μόνον εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδεχθεί τη φινλανδοποίηση της Κύπρου. Η φινλανδοποίηση, όμως, με την οποία φλερτάρει μερίδα των Ελληνοκυπρίων, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς τελικά θα οδηγήσει στην τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
Είναι καθοριστικής σημασίας να έχουμε ιστορική επίγνωση καθώς και κριτική σκέψη. Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Όμως, τα γεγονότα που ακολούθησαν, έδειξαν τις πραγματικές τουρκικές προθέσεις: μετά την κατάκτηση του 37% του εδάφους της Μεγαλονήσου και την εθνοκάθαρση που διέπραξε, επιδίωξη της Τουρκίας είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο στρατηγικός έλεγχος της Κύπρου και τελικά η τουρκοποίησή της.
Η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983, ο μαζικός εποικισμός, η ισλαμοποίηση των κατεχόμενων εδαφών και η μεγαλοπρεπής επίσκεψη του Ερντογάν στην περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις τουρκικές προθέσεις. Μετά την εισβολή, ο ίδιος ο Μακάριος, αξιολογώντας τις προθέσεις των Τούρκων, είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Στις άλλες χώρες οι μειονότητες αγωνίζονται για ίσα δικαιώματα, στην Κύπρο η τουρκοκυπριακή μειονότητα θέλει να κατευθύνει τις τύχες της χώρας». Επιπρόσθετα, ο Μακάριος υπέδειξε ότι στην πραγματικότητα η Τουρκία είχε ως στόχο «τη συνομοσπονδία και όχι την ομοσπονδία». Και πρόσθεσε ότι η «συνομοσπονδία δεν μπορεί ποτέ να γίνει αποδεκτή, έστω και εάν η υφιστάμενη κατάσταση διαρκέσει για πολλά χρόνια».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη νέα μετατόπιση των τουρκικών θέσεων, η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει πλέον να επαναξιολογήσει τη στρατηγική, τους στόχους και τις προτεραιότητές της. Ιδανικά το ζητούμενο θα ήταν μια διευθέτηση, η οποία να εξυπηρετεί τους ακόλουθους στόχους:
(α) τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας,
(β) την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας,
(γ) την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού και τη διασφάλιση της πρωταγωνιστικής του παρουσίας,
(δ) τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας και της πολιτιστικής της ταυτότητας,
(ε) τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και όλων όσοι διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο.
Προφανώς, θα πρέπει να σταθμίσουμε όλα τα δεδομένα και να αξιολογήσουμε κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η εκπλήρωση και των πέντε στόχων. Στην περίπτωση όμως που αυτό κριθεί ανέφικτο, θα είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας. Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και στην κοινωνία. Το ζητούμενο είναι ένας αποτελεσματικός διάλογος με αλληλοσεβασμό, για να καταλήξουμε σε μια πολιτική, την οποία να ακολουθήσουμε με αποφασιστικότητα και με συνέπεια ως σύνολο.
*Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας