Πρώτη καταχώρηση: Παρασκευή, 6 Νοεμβρίου 2020, 12:36
To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δικαίωσε τον δημοσιογράφο Στρατή Μπαλάσκα για τον χαρακτηρισμό «νεοναζί» που είχε αποδώσει σε άρθρο του σε γυμνασιάρχη της Μυτιλήνης, για τον οποίο είχε καταδικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Βορείου Αιγαίου.
Πρωτόδικα το Δικαστήριο είχε αποδεχτεί ότι ο δημοσιογράφος δεν διέπραξε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης δια του τύπου για το οποίο κατηγορήθηκε αλλά κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της απλής εξύβρισης, για το οποίο του επιβλήθηκε φυλάκισης έξι μηνών. Σε δεύτερο βαθμό η ποινή του δημοσιογράφου μειώθηκε από έξι σε τρεις μήνες φυλάκισης.
Ο Στρατής Μπαλάσκας προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΕΔΑΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια δεν στάθμισαν το δικαίωμα του δημοσιογράφου στην «ελευθερία της έκφρασης» απέναντι «στο δικαίωμα του γυμνασιάρχη για σεβασμό της προσωπικής του ζωής». Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση η ελληνική Δικαιοσύνη δεν έλαβε υπ όψιν της «το καθήκον του δημοσιογράφου να δημοσιεύσει πληροφορίες για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και τη συμβολή του άρθρου σε μια τέτοια συζήτηση».
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η χώρα μας θα πρέπει να καταβάλλει στον προσφεύγοντα χρηματική αποζημίωση.
Ακολουθεί μεταφρασμένο το σκεπτικό του δικαστηρίου:
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια απέτυχαν να κατοχυρώσουν το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του αιτούντος με το δικαίωμα του διευθυντή για σεβασμό στην ιδιωτική ζωή. Απλώς περιορίστηκαν στο να διαπιστώσουν ότι οι επίμαχες δηλώσεις ήταν κρίσιμες και είχαν αμαυρώσει τη φήμη του διευθυντή, χωρίς να λάβουν υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας εξισορροπητικής διαδικασίας.
Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια δεν είχαν λάβει υπόψη το καθήκον του προσφεύγοντος ως δημοσιογράφου να μεταδώσει πληροφορίες για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος και τη συμβολή του άρθρου του σε μια τέτοια συζήτηση. Τα δικαστήρια επικεντρώθηκαν στις εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων, αγνοώντας το γεγονός ότι οι απόψεις του διευθυντή ήταν ικανές να προκαλέσουν σημαντική διαμάχη.
Ομοίως, τα δικαστήρια δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι ο διευθυντής, ένας δημόσιος λειτουργός, είχε προηγουμένως εκφράσει τις απόψεις του για πολιτικά ζητήματα μέσω του ιστολογίου του και ως εκ τούτου τα είχε εκθέσει πρόθυμα στον δημόσιο έλεγχο και τη δημοσιογραφική κριτική.
Ούτε τα δικαστήρια αξιολόγησαν κάποιο θετικό στοιχείο ή πεποίθηση από την πλευρά του αιτούντος. Τα δικαστήρια είχαν κατατάξει σωστά τις δηλώσεις του ως κρίσεις αξίας, αλλά δεν κατάφεραν να επανεξετάσουν εάν είχαν υποστηριχθεί με σαφή και πραγματικά στοιχεία, παρά το γεγονός ότι είχε επισημάνει τα άρθρα που είχε δημοσιεύσει προηγουμένως ο διευθυντής.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της κυβέρνησης και των εσωτερικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε προφανώς προσβλητική γλώσσα στις παρατηρήσεις του αιτούντος και στο άρθρο, αν και αυτή ήταν καυστική εμπεριέχοντας σοβαρή κριτική, δεν θα μπορούσε στο σύνολό του το άρθρο να θεωρηθεί ως μια αδικαιολόγητη προσωπική επίθεση στον διευθυντή.
Τέλος, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για την επιβολή ποινής φυλάκισης στην υπόθεση του αιτούντος, η οποία αναπόφευκτα θα είχε τρομακτικό αποτέλεσμα στην κοινή γνώμη.
Πράγματι, το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης σε αρκετές υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας λόγω της αδυναμίας των εγχώριων δικαστηρίων να εφαρμόσουν με βάση τη νομολογία του σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης άρθρο όταν είναι κατά της προστασίας της φήμης ενός ατόμου.
Το Δικαστήριο κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι η ποινική καταδίκη του αιτούντος ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης που δεν ήταν «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία». Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης