Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν υπάρχει πιο σοβαρό λάθος από αυτό του να μην αναλύονται σε ιστορικό βάθος οι διάφορες αναφορές του Τούρκου προέδρου Ρέτζεπ Ταγίπ Ερντογάν σε ιστορικά γεγονότα. Όπως για παράδειγμα η μάχη του Μαντζίκερτ (ή Malazgerd) το 1071, όταν οι Σετζούκοι Τούρκοι, υπό τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, νίκησαν τον μισθοφορικό στρατό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη, σφραγίζοντας την παρακμή του Βυζαντίου και την εγκατάστασή τους στην περιοχή.
Ένα άλλο ιστορικό γεγονός είναι η αραβική εξέγερση του 1916 κατά των Οθωμανών, η οποία σηματοδοτεί την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την άνοδο του κεμαλισμού στην Τουρκία.
Έτσι, για μια μακρά περίοδο, οι τουρκο-αραβικές σχέσεις περνούν από διάφορες φάσεις, όχι ιδιαίτερα φιλικές.
Μεταπολεμικά το δέσιμο της Τουρκίας με τη Δύση δεν αρέσει σε αρκετά αραβικά καθεστώτα και ιδιαίτερα σε αυτά της Αιγύπτου του Νασέρ και της Συρίας του Ασάντ, τα οποία παρά την «ουδέτερη» ρητορική τους, στην ουσία παίζουν το σοβιετικό παιχνίδι, παραδοσιακά εχθρικό προς την Τουρκία. Όλα αυτά σταδιακά αλλάζουν μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και τον κλονισμό του κεμαλισμού στο εσωτερικό της Τουρκίας από το 1996 και μετά.
Η εκλογική νίκη του ισλαμιστή, εθνικιστή Ερμπακάν τη χρονιά εκείνη αποτελεί αφετηρία για την άνοδο του ισλαμισμού στην Τουρκία, γεγονός που στη συνέχεια άνοιξε τις πόρτες και στην πολιτική εκτόξευση του σημερινού Τούρκου προέδρου.
Στη διάρκεια έτσι της μετακομμουνιστικής περιόδου, η Τουρκία περνά από διάφορες φάσεις, με κύριο μέλημά της την καθιέρωσή της ως περιφερειακής δύναμης στον ευρύτερο γεωπολιτικό της χώρο και κυρίως τον ευρασιατικό.
Αυτή η τουρκική επιδίωξη, όμως, σε μεγάλο βαθμό, εξαρτάται από τις σχέσεις της με την Ελλάδα και κατ’ επέκταση με την Κύπρο, σε συνάρτηση όμως με τα τεκταινόμενα στον αραβικό χώρο.
Και στο επίπεδο αυτό, η σημερινή κατάσταση είναι αρκετά μπλεγμένη για την Τουρκία κατά κύριο λόγο. Η γειτονική μας χώρα, από κάθε άποψη, είναι ένα γεωπολιτικό σταυροδρόμι. Όπως και η Ελλάδα εξάλλου και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Διότι πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται με ποιον τρόπο τελικά θα επουλωθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές;
Όμως αυτό το ερώτημα δεν γίνεται να απαντηθεί με σιγουριά, γιατί η απάντηση εξαρτάται από τα διάφορα κέντρα εξουσίας, εντός και εκτός Ελλάδας και από τη σύγκλιση ή την απόκλιση των διαφόρων συμφερόντων. Εξαρτάται επίσης η απάντηση και από την ισχύ συμμαχιών που υπάρχουν στην περιοχή και οι οποίες δεν είναι για πέταμα. Και από την άποψη αυτή, η Ελλάδα, στην παρούσα φάση της παγκόσμιας γεωπολιτικής συγκυρίας βρίσκεται σε πολύ καλή θέση. Οι συμφωνίες της χώρας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι από κάθε άποψη θετική και σε δεύτερη φάση θα ενισχύσει το βάρος της έναντι των Αράβων, που και αυτοί σε μεγάλο βαθμό θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με χώρες που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξή τους.
Σαφώς δε μια τέτοια χώρα είναι το Ισραήλ. «Με 8,5 εκατομμύρια πληθυσμό», γράφει ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπένζαμιν Νετανιάχου, «έχει περισσότερες εταιρείες στον NASDAQ από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός Βόρειας Αμερικής, ενώ κατατάσσεται στην τρίτη θέση της λίστας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ με τις πιο καινοτόμους οικονομίες. Οι ισραηλινές νεοφυείς επιχειρήσεις δέχονται σχεδόν το 20% της παγκόσμιας ιδιωτικής επένδυσης στην κυβερνοασφάλεια, υπερβαίνοντας κατά 200 φορές το σχετικό μας εκτόπισμα. Το Ισραήλ ανακυκλώνει το 87% των λυμάτων του, πέντε φορές περισσότερο από τον επόμενο στη σειρά. Οι αγελάδες στο Ισραήλ παράγουν περισσότερο γάλα ανά ζώο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Οι άνθρωποι παντού επωφελούνται από ισραηλινές καινοτομίες στα κινητά τους τηλέφωνα, τα συστήματα πλοήγησης αυτοκινήτων, τα φάρμακα που σώζουν ζωές, τις ιατρικές συσκευές – ακόμα και στα ντοματίνια στις σαλάτες τους. Παράλληλα, οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ έχουν βοηθήσει στην αποτροπή δεκάδων τρομοκρατικών επιθέσεων σε δεκάδες χώρες. Αυτές οι επιτυχίες υποστηρίζονται από πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα παγκόσμιας κλάσης, όπως το Technion, το Ινστιτούτο Weizmann και το Ινστιτούτο Γεωργίας Volcani».
Είναι σαφές έτσι ότι ο αραβικός κόσμος, με αφετηρία τις τελευταίες συμφωνίες του με το Ισραήλ, στην κρίσιμη εποχή μας, άρχισε να γυρίζει την πλάτη στην Τουρκία του κυρίου Ταγίπ Ερντογάν και προτιμά την καλή σχέση μ’ ένα έθνος καινοτομίας, που μπορεί να του προσφέρει κάτι πολύ καλύτερο από αφιονισμένους τζιχαντιστές. Η ελληνοκυπριακή συμμετοχή στο νέο αυτό πλέγμα γεωπολιτικών σχέσεων, με τη στήριξη της Γαλλίας και της Ε.Ε., μπορεί εν ευθέτω χρόνω να αποτελέσει σοβαρό διαπραγματευτικό ατού.
Ναυτεμπορική